Δεν τον είχε δει σχεδόν κανένα μάτι εδώ και μήνες στην γειτονιά. Έβγαινε μόνο μετά τα μεσάνυχτα σαν τους άθλιους του Βίκτωρ Ουγκό που ξεπροβάλανε τις νύχτες από τους υπονόμους του Παρισιού που ήταν κρυμμένοι.
Ένας πολιτισμένος ερημίτης. 27 ετών, πυκνό περιποιημένο μούσι, μελαχρινό δέρμα και γεροδεμένο κορμί. Kατοικούσε σε ένα μικρό νοικιασμένο διαμέρισμα στον τελευταίο όροφο μιας παλιάς οικοδομής στην άνω πόλη. Περνούσε τις ώρες του μεθώντας με τις λέξεις των βιβλίων που κουβαλούσε από τις δανειστικές βιβλιοθήκες αλλά και παίζοντας blues σε μια κλασική κιθάρα. Οι φίλοι που του είχαν απομείνει λίγοι. Άλλοι παντρεύτηκαν, άλλοι πήγανε στο εξωτερικό και άλλοι τον παραμέρισαν λόγω των δύσκολων οικονομικών συγκυριών που προέκυψαν.
Μερικές καταστάσεις μπορεί να σε κάνουν να μην θέλεις να ζεις, η να συνεχίσεις να υπάρχεις αλλά απαλλαγμένος από την λαχτάρα για το κυνήγι ενός κοινωνικά αποδεκτού τρόπου επιβίωσης. Τον απέλυσαν από την εργασία του στις αρχές του φθινοπώρου και η κοπέλα του η Τζένη έφυγε τον Φεβρουάριο για μια δουλειά με καλές προοπτικές στο Άμστερνταμ. «Αν αρνηθώ την πρόταση και μείνω εδώ, τι θα γίνει με εμάς;» του ξεστόμισε ένα παγωμένο βράδυ. Δεν έδινε υποσχέσεις που δεν ήταν σίγουρος ότι θα τις πραγματοποιήσει. Από κάποιο διάστημα και μετά έπαψε να του απαντάει και στα μηνύματα που της έστελνε.
Κάπως έτσι η άνοιξη έκανε την εισβολή της στην Θεσσαλονίκη, με τον αέρα τα βράδια να μυρίζει από τα φύλλα των δέντρων και να δίνει μια αίσθηση αλλαγής, χωρίς όμως να αλλάζει τίποτα πραγματικά στην αντικομφορμιστική ζωή του Νίκου.
Είχε σταματήσει να ψάχνει και στις αγγελίες τον τελευταίο καιρό. Η κάθε μέρα που περνούσε τον έφερνε πιο κοντά προς τον ολοκληρωτικό ξεπεσμό, μιας και τον Σεπτέμβρη ήταν ο τελευταίος μήνας που θα καρπωνόταν το επίδομα.
Περιηγήθηκε για λίγο στο facebook και κοίταξε φωτογραφίες φίλων από ταξίδια. Πέρασαν σαν οπτασίες από μπροστά του τα όνειρα για μακρινές εξορμήσεις που ακυρώθηκαν. Το Λονδίνο του Κόναν Ντόυλ και η Αγία Πετρούπολη του Ντοστογιέφσκι ήταν για αυτόν μονάχα εικόνες που ξεπρόβαλαν μέσα από τις γραμμές των βιβλίων. Το αυτοκίνητο που έδινε μια διέξοδο πρωτύτερα, χαλασμένο και αραγμένο σε κάποιο σοκάκι κοντά στην Ολυμπιάδος. Ένα δάκρυ δραπέτευσε. Έβαλε τις παλάμες πάνω στο πρόσωπο καλύβοντας το και έμεινε σε αυτή την στάση για αρκετή ώρα, μέχρι που ήρθε εκείνη η λάμψη που έρχεται για λίγες η ίσως και για μία μόνο φορά στην ζωή και σε κάνει να αλλάζεις.
Θυμήθηκε ένα γνωμικό του Φράνκ Σινάτρα που είχε διαβάσει πριν λίγες ημέρες. «Αυτό που αποκαλείται στο μετρό ασφυκτικό στρίμωγμα, στα νυχτερινά κλαμπ το αποκαλούν ευχάριστη οικειότητα». «Και γιατί να μην γίνει κάτι αντίστροφο;» σκέφτηκε. Θα γινόταν ένας ταξιδευτής στον τόπο του, με καράβι για να διασχίσει τα συμβολικά λιμάνια , τα λεωφορεία που τον διαβαίνουν ανελέητα!
Άρχισε να καταστρώνει τα σχέδια του. Κατανάλωσε αρκετό χρόνο στην σελίδα με τις διαδρομές των αστικών συγκοινωνιών και έκανε ατέλειωτα πλάνα. Πήγε και πήρε μια κάρτα απεριορίστων διαδρομών και ξεκίνησε τα πρώτα εναλλακτικά ταξίδια. Γραμμή “40 Ν.Σ Σταθμός Καλοχώρι”, επόμενη στάση “Μηλτιάδη 2”, αποβίβαση σε έναν υγροβιότοπο με φλαμίνγκο. Γραμμή “67 ΙΚΕΑ-Τριάδι”, επόμενη στάση “Εργοτάξιο”, αποβίβαση σε μια λίμνη που περικλείεται από μια απέραντη πράσινη βλάστηση. Γέμισε η ψυχική του αποθήκη με τόσο αναζωογόνηση που θαρρείς πως είχε επισκεφτεί τα πολυτελέστερα spa της υφηλίου.
«Tα λεωφορεία των πόλεων είναι τα κρουαζιερόπλοια των φτωχών! Κάθε στάση και άλλο λιμάνι! Κάθε διαφορετικό λεωφορείο και μια καινούρια κρουαζιέρα!» αναφώνησε.«Τελικά έπρεπε να γίνω φιλόσοφος!» είπε και τον έπιασε ένα νευρικό γέλιο. Συνέχισε να εξερευνάει κάθε άγνωστη γωνιά μέσα και έξω από την πόλη και το καλοκαίρι δεν άργησε. Φορούσε τα απογεύματα το μαγιό του και ξεχυνόταν με τα λεωφορεία στην Αγία Τριάδα και στην Επανομή. Όταν βασίλευε ο ήλιος καθόταν μόνος στην αμμουδιά και άνοιγε το σακίδιο για να γευτεί ψωμοτύρι και λίγο κρασί καθώς αγνάντευε τον σκοτεινιασμένο θαλλασινό ορίζοντα.
Ο Αύγουστος έφθανε στο τέλος του και ένα βράδυ ενώ περιηγούνταν στo instagram δεχόμενος έναν καταιγισμό από φωτογραφίες διακοπών, η σκέψη της ματαιότητας διείσδυσε μέσα στο κεφάλι του για άλλη μια φορά και τον τίναξε σαν ρεύμα από κολόνα της ΔΕΗ. Διερωτήθηκε για το πόση αξία είχαν οι βόλτες που είχε κάνει τους τελευταίους μήνες σε σχέση με τις εικόνες που έβλεπε εκείνη την στιγμή. Πόσες καρδούλες θα έπαιρνε άραγε μια φωτογραφία του μπροστά στην λίμνη της Θέρμης σε σύγκριση με μια από τους ανεμόμυλους της Μυκόνου; «Ποιόν κοροϊδεύεις Νίκο; Ποιον;» Φώναξε δυνατά, την ώρα που τον χτυπούσε ο ανεμιστήρας και η πλάκα έβγαζε μια αποπνικτική ζέστη. Σηκώθηκε όρθιος και τράβηξε μια γροθιά πάνω στην παλιά λεπτή ξύλινη πόρτα δημιουργώντας της μια ρωγμή. Το δέρμα του σκίστηκε. Σταγόνες αίματος ξεπρόβαλαν πάνω στο χέρι. Πήγε στο μπάνιο και περιποιήθηκε την πληγή. Αυτό το κτύπημα που έδωσε έκανε να ξεθυμάνει όλος ο πόνος από μέσα του σαν χύτρα που βγάζει τον αέρα.
Σχετικά ήρεμος μετά από λίγο επέστρεψε στον υπολογιστή, απενεργοποίησε τους λογαριασμούς των κοινωνικών δικτύων, έβαλε την κάρτα των αστικών συγκοινωνιών στην τσέπη και βγήκε έξω στον δρόμο…