Οι «Αρραγείς λέξεις» είναι μία παρέα λίγων ατόμων που έχουν σκοπό να προσφέρουν βιβλία σε ευπαθείς κοινωνικά ομάδες, κυρίως ανθρώπους που ζουν στο δρόμο. Αυτό γίνεται πράξη με τη βοήθεια του καθένα, απλά δωρίζοντας βιβλία που υπάρχουν παρατημένα σε αποθήκες, σκονισμένα σε ράφια γραφείου, βιβλία που για σας το μόνο που κάνουν είναι να πιάνουν χώρο. Με λίγα λόγια βιβλία που είναι καταδικασμένα να μην ξαναδιαβαστούν ποτέ.
«Γνωρίζοντας ότι και το πνεύμα θέλει "τροφή",» λένε οι ίδιοι στο LIFO.gr, «δειλά-δειλά δημιουργήσαμε μια κίνηση που θα δίνει τη δυνατότητα στους άστεγους να ξεφεύγουν από τα προβλήματα επιβίωσης που αντιμετωπίζουν με τον πιο απλό τρόπο. Η αυτομόρφωση είναι δικαίωμα όλων, όπου κι αν βρίσκονται.»
Η πρωτοτυπία δεν έγκειται μόνο στη δράση, αλλά και στον τρόπο: «Η παραλαβή και η διανομή των βιβλίων γίνεται αποκλειστικά με το ποδήλατο» λένε οι ίδιοι. «Θα ήταν ευχής έργον να μπορέσουν να ενημερωθούν για την κίνηση μας όλο και περισσότερα άτομα.»
*Για περισσότερες λεπτομέρειες ή οποιαδήποτε διευκρίνηση οι "Αρραγείς λέξεις" στο Facebook είναι εδώ.
Εκεί διάβασα και το παρακάτω κείμενο που μου έδωσε μεγάλη ελπίδα...
Η μέχρι πρόσφατα καθαρά εμπειρική εικασία ότι η ανάγνωση βιβλίων βελτιώνει σημαντικά τις εγγενείς εγκεφαλικές μας ικανότητες, θεωρείται σήμερα επαρκώς επιβεβαιωμένη. Υπάρχει όμως και μια άλλη, εξαιρετικά επωφελής, λειτουργία της αναγνωστικής πρακτικής, την οποία τείνουμε να την παραλείπουμε ή να την υποβαθμίζουμε: ό,τι διαβάζουμε, επηρεάζει βαθύτατα τον τρόπο που βλέπουμε τα πράγματα και τους άλλους.
Αρκετές νευροψυχολογικές μελέτες έχουν δείξει ότι οι εγκεφαλικές περιοχές που ενεργοποιούνται κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης ενός διηγήματος δεν είναι οι ίδιες με τις εγκεφαλικές περιοχές που σχετίζονται με την κατανόηση των λέξεων και των σημασιολογικών δομών του κειμένου που διαβάζουμε.
Υπό αυτή την έννοια ο χρόνος που «σπαταλάμε» στην ανάγνωση ενός λογοτεχνικού διηγήματος μας αποδίδει στο τέλος, εκτός από τις όποιες αισθητικές απολαύσεις, και μια βαθύτερη γνώση του εαυτού μας και των συνανθρώπων μας. Επιπλέον, η διαπιστωμένη χαλαρωτική δράση του λογοτεχνικού, κυρίως, λόγου πάνω στον αναγνώστη, σχετίζεται στενά με το γεγονός ότι η ίδια η πράξη της ανάγνωσης απαιτεί τη συγκέντρωση της προσοχής του αναγνώστη στο κείμενο και άρα την απόσπασή του από την πραγματικότητα και την οικειοθελή παράδοσή του στη «μαγεία» της διήγησης.
Όλο και μεγαλύτερος αριθμός ψυχοθεραπευτών υιοθετούν ως θεραπευτική στρατηγική τη διήγηση ή την ανάγνωση κλασικών διηγημάτων και παραμυθιών, με σκοπό να βοηθήσουν τους ασθενείς να ξεπεράσουν τις ψυχικές και σωματικές διαταραχές τους.
Για να καταλάβει κανείς πώς η ανάγνωση λογοτεχνικών διηγημάτων δρα πάνω στο νου των ενηλίκων θα πρέπει να αναλογιστεί τη στάση των παιδιών απέναντι στα παραμύθια. Τα παιδιά λατρεύουν να ακούνε ξανά και ξανά την ίδια ιστορία, χωρίς παραλλαγές. Αυτό συμβαίνει επειδή επαναλαμβάνοντας νοητικά τα συμβάντα και τα γεγονότα της ιστορίας που τους δημιουργούν μεγάλο άγχος ή αμηχανία, βρίσκουν το χρόνο για να ελέγξουν και ενδεχομένως να συνειδητοποιήσουν ό,τι τα φοβίζει.
Η αγχολυτική και θεραπευτική επίδραση της λογοτεχνίας βασίζεται ίσως σε έναν ανάλογο ψυχολογικό μηχανισμό, το ακριβές νευροεγκεφαλικό υπόστρωμα του οποίου απομένει ακόμη να αποκαλύψουμε...