Όταν ένας φίλος μου πέθαινε πριν δυο χρόνια από σοβαρή μορφή λευχαιμίας στον «Ευαγγελισμό», άκουσα έναν διάλογο ανάμεσα σε δυο άγνωστες γυναίκες. Ήταν και αυτές ασθενείς και οι δυο μάλλον κάτω των τριάντα.
Περπατούσαν με τους ορούς στον διάδρομο του νοσοκομείου ένα καλοκαιρινό απόγευμα. Καθόμουν στις πλαστικές καρέκλες, εκεί που
συνήθως κάθονται οι συγγενείς και επισκέπτες όταν τους βγάζουν οι γιατροί από τα δωμάτια. Κάποιες φορές έρχονται με τους ορούς και κάθονται και οι ασθενείς. Οι δυο γυναίκες έκατσαν κοντά μου. Η μια από αυτές βρισκόταν στην αρχή των χημειοθεραπειών. Φαινόταν φοβισμένη. Η άλλη φαινόταν όχι απλώς καλύτερα αλλά σαν μην ήταν άρρωστη. Σαν να έπαιζε την άρρωστη. Φορούσε ένα καρό πουκάμισο. Μιλούσε χαλαρά σαν να καθόταν στο μπαρ ενός μαγαζιού. Τίναζε τα μαλλιά της προς τα πίσω, γελούσε, έφερνε τα χέρια της μπροστά στο πρόσωπο κάθε φορά που άκουγε κάτι που της προκαλούσε έκπληξη
Κάποια στιγμή η καινούρια και φοβισμένη κάτι της είπε για το τι θα γίνει αν τα πράγματα δεν πάνε καλά, τι θα γίνει από εδώ και πέρα, για την ατυχία που τους βρήκε. Τότε η άλλη γύρισε την κοίταξε με κάπως έντονο βλέμμα και της είπε: «Ξέρεις, νομίζω είσαι ακόμη εκτός παιχνιδιού. Όταν ξεκινήσεις πρέπει να λες κάθε μέρα: Εγώ θα σε νικήσω, Εγώ θα σε νικήσω όσα χτυπήματα και να τρως. Πρέπει να μπεις σιγά-σιγά» της είπε. Η φοβισμένη δεν είπε τίποτα. Μεσολάβησαν λίγα δευτερόλεπτα και μετά άρχισαν να μιλάνε για άσχετα με την αρρώστια θέματα. Μέχρι που έφυγαν για τα δωμάτια τους.
Αν και τελικά τα πράγματα για τον φίλο μου είχαν την χειρότερη κατάληξη και δεν θέλω να θυμάμαι εκείνες τις μέρες, συχνά μου έρχεται στο μυαλό η δύναμη εκείνης της γυναίκας.
σχόλια