Ενδιαφέρουσα και επίκαιρη, η έκθεση «Τέχνης Πολιτική» στο ΕΜΣΤ θυμίζει τον παλιό καλύτερο καιρό του μουσείου, όταν πρωτοπαρουσίασε πραγματικά δυνατά έργα σε «μεστές» ενότητες. Ακόμη και εάν δεν πρόκειται για κάποιου είδους ανατροπή στα θεάματα πολιτισμού και πολιτικής, η έκθεση καταφέρνει δικαιολογημένα να κερδίσει το ενδιαφέρον του κοινού που είναι ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένο απέναντι σε πολιτικά ιδεώδη αυτή την εποχή της κρίσης. Σοβαρότατα έργα, με αναμφισβήτητες συγγένειες, στημένα σε ορθές αντιπαραθέσεις, αξιοποιούν κομμάτι της συλλογής του μουσείου, δημιουργώντας ένα θέμα που δεν το διέπει αμηχανία ούτε στις επιλογές ούτε και στην ανάπτυξη τους στον χώρο, που ίσως να χαρακτήρισε μια σειρά εκθέσεων τελευταία στον ίδιο χώρο.
Εβδομήντα εννέα έργα της συλλογής (από σαράντα καλλιτέχνες) παρουσιάζονται σε μια «σκηνοθετική αντιπροσώπευση» της έννοιας του «πολιτικού στην τέχνη», η οποία περιλαμβάνει στοχασμούς γύρω από την πολιτική διαχείριση του δημόσιου χώρου, την παγκοσμιοποίηση και τις επιδράσεις της στην οικονομία, τις εμπειρίες καταπίεσης και βίαιων πολιτικοκοινωνικών συγκρούσεων, τη διπολικότητα στην έννοια της δημοκρατίας. Μια σχεδόν δειγματολογική αντίληψη γύρω από τους τρόπου με τους οποίους έχει διαπραγματευτεί την πολιτική καταγγελία και αντίσταση η εικαστική κουλτούρα. Αυτό το γεγονός της ορθά μετρημένης αντιπροσώπευσης πολιτικών έργων είναι συγχρόνως η αρετή αλλά και το μελανό σημείο της έκθεσης.
Η αντίδραση, κυρίως από το μυημένο κοινό, είναι ότι αρκετά από αυτά τα έργα τα έχουμε ξαναδεί περισσότερες από μία φορές στην Ελλάδα μέσα τα τελευταία πέντε χρόνια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το «Land» του Στέφανου Τσιβόπουλου, που, πριν την κεντρική αίθουσα του χώρου του ΕΜΣΤ, είχε ήδη παρουσιαστεί και σε άλλους χώρους. Βέβαια, αυτή η αίσθηση κατευνάζεται όταν καταλάβει κανείς ότι δεν πρόκειται για μια πρόταση νέων ερεθισμάτων και εκπλήξεων αλλά για μια κλασική μουσειακή έκθεση της υπάρχουσα συλλογής του ΕΜΣΤ. Κάτω από αυτήν τη συνθήκη είναι αναπόφευκτο να μην εκθέτουν τόσο οι συνήθεις ύποπτοι και τα έργα στην Ελλάδα, όπως ο Στέφανος Τσιβόπουλος, ο Βαγγέλης Βλάχος (το ίδιο έργο του οποίου παρουσιάστηκε στο Μορφωτικό Ίδρυμα της Τράπεζας τη Ελλάδος), ο Βλάσης Κανιάρης (έργα του παρουσιάστηκαν και παρουσιάζονται αυτήν τη στιγμή ξανά στο ίδρυμα Μπενάκη) και οι Ανδρέας Αγγελιδάκης, Κωστής Βελώνης, Τζέις Σαλούμ & Ουαλίντ Ράαντ, Άλαν Σεκούλα και Κέντελ Γκιρς.
Η παρουσίαση της μόνιμης συλλογής σε θεματικές περιοδικές εκθέσεις είναι μια μουσειακή πρακτική θεμιτή, που ισχύει σε όλο τον κόσμο... Απλώς, θέλει και την απαιτούμενη προσοχή στο ειδικό σημείο της εκθεσιακής δραστηριότητας του τόπου μας. Μπορεί η Tate Modern, παραδείγματος χάριν, να έχει τη δυνατότητα να δείχνει στις παροδικές εκθέσεις της συλλογής της χιλιοϊδωμένα έργα, αλλά πρόκειται για το Λονδίνο, μια πόλη στην οποία έχει κανείς την ευκαιρία για να παρακολουθήσει πολλούς και διαφορετικούς τύπους τέχνης, καινούργιους και πολυάριθμους καλλιτέχνες. Στην Ελλάδα, όμως, όλοι ξέρουμε ότι τα πράγματα είναι ακριβώς το αντίθετο... Προς τι, λοιπόν, η απουσία επιλογής διαφορετικών έργων και καινούργιων προτάσεων; Το να ξαναπαρουσιάζει ένα μουσείο με πλούσια συλλογή έναν σημαντικό αριθμό έργων που παρουσιάστηκαν πρόσφατα σε παρόμοιες καταστάσεις μπορεί να είναι και χαμένη ευκαιρία. Ίσως και να είναι στα όρια μιας πρακτικής που αψηφά το τι γίνεται στο κοντινό και λίγο πιο μακρινό περιβάλλον και το πραγματικό όφελος των θεατών και ενεργεί με δεδομένα μιας ερμητικά κλειστής πραγματικότητας. Φανταστείτε πόσο διαφορετικά θα ήταν εάν μέσω μιας δια-ιδρυματικής συνεργασίας το ΕΜΣΤ έδειχνε άλλα παραδείγματα από τη συλλογή του, που να συμπληρώνουν αυτό που έχουμε δει γενικά σε εκθέσεις στην Αθήνα, και μας παρουσίαζε περισσότερα έργα και καλλιτέχνες που δεν έχουμε ξαναδεί. Η οποιαδήποτε υποψία ανταγωνιστικότητας του τύπου «εμείς, στο ΕΜΣΤ, το κάνουμε καλύτερα, ακόμη και με τα ίδια υλικά», κάτι που συζητιέται για το μουσείο στους κύκλους της τέχνης, θα είχε διαλυθεί.
Από την άλλη, η έκθεση είναι, βεβαίως, μια καλομελετημένη συγκυρία και άσκηση συνύπαρξης διαφορετικών καλλιτεχνικών φωνών. Δεν θα μπορούσαμε να έχουμε καλύτερη εισαγωγή από αυτήν που πραγματοποιείται μέσω του έργου «Αντιεμετικά» του 1974 από τον γλύπτη Θόδωρο. Η επιμελήτρια διαλέγει να μας προσκαλέσει στην έκθεση μέσω της προτροπής του καλλιτέχνη «Μην κοιτάζετε, προβάλλετε τα οράματά σας», ενώ το επόμενο ερέθισμα που παίρνουμε είναι από το έργο-προβολή των Γιανγκ-Χε Τσανγκ «Heavy Industries» (YHCHI), το οποίο ενισχύει, χιουμοριστικά και συμβολικά, λαϊκιστικές διαλεκτικές και τσιτάτα γύρω από τη σύγχρονη τέχνη και τον τρόπο με τον οποίο δεν πείθει! Ακόμη και εάν το πιο νεανικό κοινό είναι δύσκολο να προβάλλει τα οράματά του σε μια ιστορία πολιτικών συμβάντων στην οποία δεν ανήκε και η έκθεση μοιάζει να σταματάει περισσότερο σε έντονες αντιπαραθέσεις και στοχασμούς της δεκαετίας του '90, η δυναμική αυτή έναρξη την κάνει διαχρονικά σύγχρονη.
Αντίστοιχα, ένα από τα κεντρικά έργα, η εκ νέου διαπραγμάτευση της δημοκρατίας μέσα από μια μεγάλη γκάμα συνεντεύξεων, έργο του Όλιβερ Ρεσλερ, δικαιώνει αναπάντεχα τον επισκέπτη απέναντι στην έλλειψη σχέσης της έκθεσης με την πολιτική επικαιρότητα. Μπροστά στην Ελλάδα του μνημονίου και την ευρωπαϊκή κρίση, μια κρίση ενότητας σε όλα τα επίπεδα λόγω πολιτικοοικονομικών χειρισμών, η αναδιαπραγμάτευση της δημοκρατίας είναι σχεδόν επιτακτική. Με χαρά έβλεπε κανείς τον κόσμο να συνωστίζεται προκειμένου να πάρει θέση και ν' ακούσει τις συνεντεύξεις που προβάλλονται σε επτά διαφορετικά μόνιτορ. Ένα έργο που ζητά πολύ χρόνο από τον θεατή και τελικά τον έχει. Διότι τον αξίζει. Μια άριστη επιλογή, όπως βέβαια και αυτή της παρουσίασης των παλιότερων έργων του Δημήτρη Αληθεινού, του Βυζάντιου ή η προβολή έργων (μικρού μήκους) του Γκοντάρ μέσα σε αυτό το πλαίσιο. Εννοείται, επίσης, ότι η επανάληψη των έργων του Άλαν Σεκούλα ή των Τζέις Σαλούμ και Ουαλίντ Ράαντ είναι πάντα χρήσιμη. Ιδιαίτερα στους αβέβαιους καιρούς που ζούμε.
Μιλώντας, όμως, για αβέβαιους καιρούς και περιόδους αναστάτωσης, είναι περίεργο που από μια έκθεση με τίτλο «Τέχνης Πολιτική», που πραγματοποιείται στην «Ελλάδα του Δεκεμβρίου του 2008» με τις πολυπληθείς εξεγέρσεις μαθητών που ξεσήκωσαν την Ευρώπη, της υγιούς και ταυτόχρονα μη αντίστασης των Εξαρχείων, των απελπισμένων νέων, των ναρκωτικών, της οικονομικής κατάρρευσης και του κοινωνικού ακτιβισμού από ομάδες πολιτών με ιδιωτική πρωτοβουλία, λείπει οποιαδήποτε διαπραγμάτευση με τις πολιτικές εξελίξεις στον τόπο μας. Μιλάμε για μια από τις σοβαρότερες καμπές στην ευρωπαϊκή κοινωνία τα τελευταία χρόνια, και, όμως δεν περιλαμβάνονται καλλιτέχνες που να τη θίγουν. Αυτό δημιουργεί ένα τεράστιο χάσμα, δυστυχώς, μεταξύ του χώρου του μουσείου και του χώρου εκτός αυτού. Δεν υπάρχει μέσα στην έκθεση το ρίσκο, όπως πρέπει να συμβαίνει με τις εκθέσεις που ασχολούνται με την πολιτική, καθιστώντας το ΕΜΣΤ ένα σημαντικό εκθετήριο, κάτι σαν βιβλιοθήκη, και όχι ένα εργαστήριο παραγωγής γνώσης και συνείδησης, όπως συμβαίνει με όλα τα μουσεία παντού! Καταλαβαίνω, βέβαια, την απουσία πολιτικού λόγου στη δουλειά νεότερων καλλιτεχνών, οπότε και τη δυσκολία να συμπεριλάβει κανείς έργα που να αναφέρονται στα τελευταία γεγονότα. Αλλά, την ίδια στιγμή, εκτός του ότι υπάρχουν καλλιτέχνες όπως π.χ. οι Γάλλοι Claire Fontaine, οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με τις εξεγέρσεις στην Ελλάδα, υπάρχει και ένα τεράστιο αρχείο φωτογραφικού και γραπτού υλικού σχετικά με τις επίκαιρες εξελίξεις, το οποίο θα μπορούσε να είχε αξιοποιηθεί από την επιμέλεια και να έδινε το φιλί της ζωής την έκθεση.
Πάντως, σε περιόδους έλλειψης οικονομικής υποστήριξης στον πολιτισμό και επομένως έλλειψης μεγάλων εκθέσεων, και ανάμεσα σε μια σειρά ιδρυμάτων που, ενώ έχουν την οικονομική δυνατότητα, παρουσιάζουν εκθέσεις ακόμα και σταρ καλλιτεχνών από τις οποίες απουσιάζει παντελώς ο πολιτικός λόγος κι έτσι μετατρέπονται σε μπουτίκ της τέχνης, η έκθεση στο ΕΜΣΤ αποτελεί βάλσαμο και χωρίς το ρίσκο. Μια αισθησιακή και μαζί καλοστημένη αρχή, που ελπίζουμε να δώσει έναυσμα και γνώση σε «όσους εν γένει αντιστέκονται, σε όσους δεν είναι παραδομένοι, ώστε να πάρουν εκείνοι το ρίσκο την επόμενη φορά».