Ανστο θέατρο ο ορισμός της λέξης «προσδοκία»-αναμονή επιθυμητής εξέλιξης, ελπίδαγια κάτι θετικό- είναι σχεδόν απτός, τιμπορεί να προσδοκά ο θεατής που επιλέγεινα δει τον Έμπορο του Λας Βέγκας, τηνπρώτη παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου υπότη διεύθυνση του Γιάννη Χουβαρδά; Ησχέση του κειμένου που υπογράφει οσκηνοθέτης της παράστασης Μαρκ φονΧένινγκ με τον Έμπορο της Βενετίας τουΣαίξπηρ είναι προσχηματική. Δεν βασίζεταιστο σαιξπηρικό έργο, ούτε απλώς τομεταφέρει σε άλλο, σύγχρονο, τόπο καιχρόνο. Διατηρώντας μια χαλαρή σχέση μετην ιστορία του προτύπου, μεταφέρει τοντόπο δράσης στο σημερινό Λας Βέγκας,κρατάει τα βασικά πρόσωπα, καταργείάλλα και προσθέτει δικά του (άραδιαφοροποιούνται και οι μεταξύ τωνπροσώπων σχέσεις) και αλλάζει το τέλος.Άρα όσοι προσδοκούν να δουν μίαεκσυγχρονισμένη διασκευή του σαιξπηρικούέργου μάλλον θα απογοητευθούν.
Αυτόπου κατά τη γνώμη μου επιχειρεί οσυγγραφέας και σκηνοθέτης είναι ναμιλήσει για τη θεατρική περιπέτεια μευλικά που προσφέρει το ίδιο το θέατρο.Ο Σαίξπηρ επανειλημμένως χρησιμοποίησεως τόπους δράσης μέρη που δεν είχεεπισκεφτεί - η Βενετία ήταν ένα απ' αυτά.Άρα ένα καλό έργο δεν κρίνεται από τηνακρίβεια των πραγματολογικών στοιχείωντου. Ο Χένινγκ χρειαζόταν ένα μέρος πουνα παραπέμπει ευθέως στην εικονικήπραγματικότητα του θεάτρου. Το ΛαςΒέγκας, χτισμένο μέσα στην έρημο τηςΝεβάδα, πόλη του τζόγου, ένα πελώριοκαζίνο στο οποίο η έννοια του χρόνουκαταλύεται σ' ένα συνεχές παρόν, ήτανιδανική επιλογή. Και για έναν ακόμηλόγο: το Λας Βέγκας παραπέμπει στη θεωρίατων παιγνίων, που εξηγεί χονδρικά τηντυχαιότητα αλλά και τις απρόβλεπτεςεξελίξεις που μας επιφυλάσσει η περιπέτειατης ύπαρξης. Αν ο ομοφυλόφιλος Αντόνιοθέλει να βοηθήσει με δάνειο τον Μπασάνιοεπειδή τον αγαπάει, και ο Μπασάνιοδέχεται επειδή είναι τζογαδόρος καιθέλει να κατακτήσει την Πόρσια, και οΣάιλοκ δανείζει με όρους που απαιτείνα τηρηθούν επακριβώς για να εκδικηθείαυτούς προς τον περιφρονούν, τότε έναπαίγνιο ξεκινά, μια κατάσταση συνεργασίαςαπό τη μία, σύγκρουσης από την άλλη. Ηέκβαση του παιγνίου θα καθοριστεί γιακάθε παίκτη από τις συνδυασμένες επιλογέςόλων των παικτών. Ένα «παίγνιομηδενικού αθροίσματος» ξεκινά απότη στιγμή που ο Έμπορος του Λας Βέγκαςδέχεται δάνειο από τον Εβραίο, το οποίοισούται -στην περίπτωση που δεν μπορέσεινα το αποπληρώσει εγκαίρως- με δύο κιλάαπό την ίδια του τη σάρκα.
Παίγνιοη ζωή, παίγνιο και το θέατρο. Οι συνδυσμοίστρατηγικών μπορεί να αποδώσουν τοποθούμενο, μπορεί και όχι. Στον Έμποροτου Λας Βέγκας η σκέψη υπάρχει, το κείμενοέχει ενδιαφέρον, η σκηνοθεσία το υπηρετείεξαιρετικά (εφόσον συγγραφέας καισκηνοθέτης συμπίπτουν). Η σκηνογραφίατου Χέρμπερτ Μουράουερ έχει άποψη: ηίδια κόκκινη μοκέτα ενοποιεί την πλατείαμε τη σκηνή, μία διαφανής οθόνη -πάνωστην οποία προβάλλονται εικόνες καιβίντεο- μετακινείται κάθετα, μπρος καιπίσω, διαμορφώνοντας ξεχωριστούςσκηνικούς χώρους, και δέκα πόρτες -πέντεστον αριστερό τοίχο κι άλλες τόσες στοδεξιό- ανοίγουν και κλείνουν επίμονααπό τα πρόσωπα της ιστορίας. Η μουσικήτου Νίκου Πλάτανου εντάσσεται με φυσικόόσο και θεατρικό τρόπο στη σκηνικήδράση, καθώς ο ίδιος ο συνθέτης τηνερμηνεύει στο πιάνο.
Οι ερμηνείες τουΔημήτρη Λιγνάδη, της Μαρίας Σκουλά, τουΓιάννου Περλέγκα, του Γεννάδιου Πάτση,του Βαγγέλη Χατζηνικολάου είναιεξαιρετικές. Αλλά η «διπλή» φωνήτου Αλέξανδρου Μυλωνά φώναζε μανιέρακι ο ρόλος της Φωτεινής Μπαξεβάνηέμοιαζε περιττός (όπως και η στιγμιαίαεμφάνιση του Γιώργου Γλάστρα ως ΈλβιςΠρίσλεϊ, στο φινάλε της παράστασης). Ηιδέα ενός εγγαστρίμυθου (του κυρίου Ναικαι της κούκλας του, του κυρίου Όχι) ήτανευφυής, πλην όμως, και παρά τη φιλότιμηπροσπάθεια του Γιώργου Οικονόμου, στηνπαράσταση δεν λειτούργησε. Η ΗλέκτραΝικολούζου πρέπει να αφήσει το Θησείονπίσω της, αν θέλει να προχωρήσει ηυποκριτική της.
Μ'αυτά και μ' εκείνα η θερμοκρασία κατάτη διάρκεια της παράστασης παραμένειχαμηλή. Η ατμόσφαιρα του Θεάτρου Κοτοπούληδεν βοηθάει, η σκηνή μοιάζει πολύ μεγάληκαι οι φωτισμοί πολύ ψυχροί, οι κινήσειςκαι οι συμπεριφορές των «ρόλων»είναι τόσο επιτηδευμένα ανεπιτήδευτες,εντέλει τόσο «σκηνοθετημένες»ώστε οι θεατές να νιώθουν ότι είναιαρκετό να παρακολουθούν - κι ας μησυμμετέχουν. Η διανοητική σχέση πουσυνέχει τη σκηνική πράξη μοιάζει πολύπιο ισχυρή από τη χαρά του παιχνιδιού.Μακάρι στο επόμενο διάστημα ο Έμποροςτου Λας Βέγκας να αποβάλλει το αίσθημααμηχανίας που ένιωσα διάχυτο, για ναμην αναγκαστούμε να πούμε ότι το Κοτοπούληδεν μπορεί να γίνει Αμόρε - και για ναγίνει Volksbuhne χρειάζεταιχρόνος και πολιτική μετάβασης.
ΥΓ:Όποιος καταλάβει τι εξυπηρετεί τοπρόγραμμα της παράστασης (με επιστολέςπου απευθύνει η Φωτεινή Μπαξεβάνη απότο Λας Βέγκας προς τον Γιάννη Χουβαρδάστην Αθήνα) ας μπει στον κόπο να μαςενημερώσει.