Με ενιαίο ύφος και κάτω από τον γενικό τίτλο Ό,τι προτιμάτε», ο Θωμάς Μοσχόπουλος ανέβασε στο Θέατρο Αλίκη δύο διαφορετικού δραματουργικού ήθους έργα, που παρουσιάζονται άλλοτε σε κοινή τετράωρη παράσταση και άλλοτε χωριστά: τη σύγχρονη φαρσοκωμωδία Τι είδε ο μπάτλερ (1967) του Τζο Όρτον και την ελισαβετιανή κωμωδία Δωδέκατη Νύχτα του Σαίξπηρ. Παρά το χάσμα των αιώνων, ωστόσο, τούτη η τολμηρή σύζευξη έχει ισχυρή βάση. Τη συνδέουν ο παραλογισμός του κόσμου, η παρενδυσία, η αναζήτηση ταυτότητας, ο προβληματισμός πάνω στον ορισμό της «τρέλας» και φυσικά η ατμόσφαιρα μιας απολαυστικής αλλά ταυτόχρονα σκοτεινής σάτιρας.
Ο Τζο Όρτον, γέννημα θρέμμα της δεκαετίας του '60, κατέγραψε τις δονήσεις της εποχής του, στιγματίζοντας καίρια την αστική τάξη και την αχαλίνωτη ελευθεριότητά της μέσα από μια απλούστατη φαρσική πλοκή που διαθέτει, όμως, αναρχικό χιούμορ, καταιγιστικούς ρυθμούς, και κυρίως παιγνιώδη αλλά σκληρή γλώσσα. Ο ίδιος, εξάλλου, πίστευε ότι «οι λέξεις είναι πιο δραστικές από το πράττειν - στα κατάλληλα χέρια τα ρήματα και τα ουσιαστικά είναι ικανά να προκαλέσουν πανικό».
Στο Τι είδε ο μπάτλερ -με το οποίο θα ασχοληθώ στο συγκεκριμένο κομμάτι- ο πανικός είναι διάχυτος, καθώς η λονδρέζικη κοινωνία αποσυντίθεται μαζί με τους υποκριτικούς αναλυτές της. Ένας από αυτούς είναι ο επιρρεπής σε εξωσυζυγικές σχέσεις Δρ. Πρέντις (ικανοποιητικός ο Γιώργος Γλάστρας). Στην αγωνιώδη προσπάθειά του να καλύψει τις ερωτικές του διολισθήσεις αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο να κατηγορηθεί για τρελός ή ακόμα και δολοφόνος, ενώ η ψυχιατρική κλινική του μετατρέπεται σε άντρο ποικίλων εκτροπών, εμπλέκοντας σε περιπέτειες τη νυμφομανή σύζυγό του (εξαιρετική η ερμηνεία της Λυδίας Φωτοπούλου), τον αναρριχώμενο εραστή της (συμπαθής ο Όμηρος Πουλάκης), μια υποψήφια γραμματέα-«θύμα» σεξουαλικής παρενόχλησης (ταιριαστή στον ρόλο της η Άννα Καλαϊτζίδου), έναν επιθεωρητή (θαυμάσιος ο Κώστας Μπερικόπουλος) και έναν αστυνόμο (πληθωρικός ο Αλέξανδρος Αλπίδης).
Ο Θωμάς Μοσχόπουλος (στον οποίο, μαζί με τον Τάσο Βάρβαρο, ανήκει η χυμώδης μετάφραση) σκηνοθέτησε το έργο με ευρηματικότητα, αναδεικνύοντας τόσο την ελαφράδα όσο και τις βαθύτερες πτυχές του. Ίντριγκες, μεταμφιέσεις, ερεθιστικές αποκαλύψεις, ένας χείμαρρος ασελγών εκπυρσοκροτήσεων εκτυλίχθηκαν μπροστά μας με ιλιγγιώδη ταχύτητα, ενώ το βρετανικό φλέγμα έδωσε έντονα το παρών. Η επιτυχία της παράστασης οφείλει, επίσης, πολλά στην εύστοχη επιλογή των συντελεστών της: τα σκηνικά-κοστούμια, που παραπέμπουν στα swinging sixties, επιμελήθηκε ο Κωνσταντίνος Κυπριωτάκης, τους φωτισμούς ο Λευτέρης Παυλόπουλος και την κινησιολογία η Μάρθα Κλουκίνα.