Τον Οκτώβριο του 2004 ο Γιώργος Βαλαής, η Αγγελική Παπούλια και ο Χρήστος Πασσαλής έφτιαξαν την ομάδα blitz, αναζητώντας απαντήσεις στο ερώτημα τι μπορεί να σημαίνει θέατρο στον 21ο αιώνα. Υιοθετώντας ένα μοντέλο ισότιμης σχέσης των τριών όσον αφορά τη σύλληψη, τη συγγραφή του σκηνικού κειμένου και τη δραματουργία/σκηνοθεσία, παρουσίασαν δέκα παραστάσεις που κατάφεραν να τραβήξουν την προσοχή άλλοτε με το θέμα τους, άλλοτε με τη σκηνική προσέγγισή του. Παρότι διαφορετικές μεταξύ τους ως προς τη φόρμα, μετέφεραν όλες την αδιαπραγμάτευτη διεκδίκηση της αυθεντικότητας – όχι της άρνησης των επιρροών που έχουν δεχτεί αλλά της σταθερής βούλησης να ασχολούνται μόνο με ό,τι ενδιαφέρει πραγματικά τους ίδιους.
Οι blitz, μεγαλύτεροι κατά δέκα χρόνια, μοιάζει να θέλουν να μετρηθούν με τον χρόνο που πέρασε, να σκεφτούν το θέατρο που δημιούργησαν και να δουν πού βρίσκονται, πώς συνεχίζουν.
Άλλοτε εκκινώντας από ζητήματα που προκύπτουν από τη σύγχρονη ζωή και κουλτούρα, άλλοτε από τις προσωπικές τους ιστορίες, πότε κοιτάζοντας τη μεγάλη εικόνα (της Ιστορίας, της εποχής), πότε εστιάζοντας στο «μικρό» δράμα που είναι πάντα υποκειμενικό («... the drama is wholly subjective», που έγραφε ο Έζρα Πάουντ σε κάποιο σημείο των χαοτικών Ασμάτων της Πίζας), απέφυγαν τις πεπατημένες διαδρομές και δοκιμάστηκαν σε αβέβαια πεδία. Πλέον χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Cinemascope, της παράστασης των blitz για το Φεστιβάλ Αθηνών 2010, ένα καινοτόμο μετα-θέατρο που αξιοποιούσε τις νέες τεχνολογίες ήχου και πρότεινε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα σχέση εσωτερικού και εξωτερικού χώρου: οι θεατές (εντός του Bios) παρακολουθούσαν τη «σκηνική» δράση στον δημόσιο χώρο, φορώντας ασύρματα ακουστικά μέσω των οποίων άκουγαν διαλόγους και σκέψεις (ηχογραφημένο και live λόγο) των ερμηνευτών. Το «ατύχημα» που ανά πάσα στιγμή μπορούσε να συμβεί από την εισβολή του πραγματικού (π.χ. από περαστικούς που περνούσαν μπροστά από το Βios, την ώρα που η παράσταση ήταν σε εξέλιξη) προκαλούσε μια ανησυχία παραδειγματική, αν θέλουμε να μιλάμε για ζωντανό θέατρο.
Αναφέρθηκα στο Cinemascope όχι μόνο γιατί αποτελεί μια σκηνική πρόταση που θα ζήλευαν οι πιο «προχωρημένες» ομάδες στην Ευρώπη αλλά γιατί τη δημιουργία της είχε επηρεάσει η Έρημη Χώρα του Τ.Σ. Έλιοτ (1888-1960). Τώρα, στην παράστασή τους με τίτλο Vanya. Δέκα χρόνια μετά δεν εμπνέονται απλώς από την ποίηση του μεγάλου μοντερνιστή αλλά εντάσσουν στο σκηνικό κείμενο ολόκληρα μέρη από τα Τέσσερα Κουαρτέτα (κυρίως από το δεύτερο, το Εast Coker, 1940). Η επιλογή μόνο τυχαία δεν είναι, αφού οι εν λόγω ποιητικές συνθέσεις του Έλιοτ ανήκουν στην περίοδο της ωριμότητάς του, όταν ο ποιητής αφηνόταν σε φιλοσοφικούς στοχασμούς για την ύπαρξη αλλά και τη δυνατότητα της ποίησης να μιλήσει – να εκφράσει με επάρκεια το διαρκώς διαφεύγον Νόημα.
Οι blitz, μεγαλύτεροι κατά δέκα χρόνια, μοιάζει να θέλουν να μετρηθούν με τον χρόνο που πέρασε, να σκεφτούν το θέατρο που δημιούργησαν και να δουν πού βρίσκονται, πώς συνεχίζουν. Είναι ειλικρινείς: δεν ξέρουν ακριβώς. Γιατί για να πεις «ξέρω» σημαίνει ότι έχεις βρει απαντήσεις και το θέατρο είναι μια τέχνη καλή για να θέτει κανείς ερωτήματα, παρά για να δίνει απαντήσεις.
Έχει μια γλυκιά, τρυφερή μελαγχολία η νέα παράσταση των blitz, που εγώ τουλάχιστον συνδέω με τη συμφιλιωτική επενέργεια της ωριμότητας.
Στην καινούργια παράστασή τους (τη δραματουργία συνυπογράφει ο Νίκος Φλέσσας) για το Θέατρο Τέχνης εκκινούν από τον πρώτο μεγάλο συγγραφέα του μοντέρνου θεάτρου, τον Άντον Τσέχοφ, και στήνουν μια παράσταση αναστοχαστικής φύσης για τη ζωή και την τέχνη, και ποιητικών χαρακτηριστικών. Η ποιητικότητα έχει να κάνει με την ανοιχτή, αποσπασματική δομή της δράσης («a heap of broken images», ένα πλήθος σπασμένων εικόνων, για να χρησιμοποιήσω ένα στίχο από την Έρημη Χώρα του Έλιοτ) και την ελευθερία με την οποία διαφορετικά υλικά συνθέτουν τη δραματουργία: μέρη από τον Θείο Βάνια, προσωπικές σκέψεις που ίσως να μην ειπώθηκαν ποτέ και οι οποίες προβάλλονται σε κεντρικό σημείο του σκηνικού χώρου, παντομιμικές σκηνές χωρίς λόγο που αποτυπώνουν ενέργειες/ευαισθησίες στον ασήμαντο χρόνο της καθημερινότητας, εικόνες με ελάχιστο διάλογο (λ.χ. ο αποχαιρετισμός της Έλενας του γιατρού Αστρόφ, ενός έρωτα που τελείωσε πριν καλά-καλά αρχίσει), ένα ισπανικό τραγούδι, αποσπάσματα από το East Coker κ.ά.
Έχει μια γλυκιά, τρυφερή μελαγχολία η νέα παράσταση των blitz, που εγώ τουλάχιστον συνδέω με τη συμφιλιωτική επενέργεια της ωριμότητας. Όσο μεγαλώνεις, βλέπεις πως μια έννοια καταλαμβάνει ολοένα και μεγαλύτερο χώρο σε ό,τι σκέφτεσαι και ζεις: η ήττα. Ό,τι έχει βάρος και σημασία (ο έρωτας, η δουλειά, η ομορφιά) εκπίπτει, γονατίζει στην οξειδωτική δύναμη του χρόνου. Προσπαθούμε απτόητοι – και είμαστε συγκινητικοί, αν μας δούμε από απόσταση, καθώς συνεχίζουμε μέρα την ημέρα να προσπαθούμε σαν να μην ξέρουμε ότι το παιχνίδι είναι ούτως ή άλλως χαμένο και ότι τα κεράκια ένα προς ένα σβήνουν.
Κάπως έτσι, ο μονόλογος του Βάνια που λέει «Είμαι 47 χρόνων – αν υποθέσουμε ότι ζω ως τα εξήντα, μου μένουν ακόμα δεκατρία. Πάρα πολλά! Τι θα κάνω; Με τι θα τα γεμίσω; Καταλαβαίνεις, αν γινόταν να ζήσει κανείς τη ζωή που του απομένει κάπως αλλιώς. Να ξυπνήσεις ένα καθαρό, ήσυχο πρωινό και να αισθανθείς πως άρχισες να ζεις από την αρχή, πως όλο το παρελθόν ξεχάστηκε, διαλύθηκε σαν καπνός. Ν' αρχίσεις μια καινούργια ζωή... Πες μου πώς... από τι ν' αρχίσω» έρχεται και δένει εκπληκτικά με τους στίχους του Έλιοτ:
Ιδού εγώ, λοιπόν, στα μισά του δρόμου,
έχοντας σπαταλήσει
Είκοσι χρόνια, τα χρόνια του
μεσοπολέμου
Πασχίζοντας να μάθω να
χρησιμοποιώ τις λέξεις, κι η κάθε απόπειρα
Μια εντελώς καινούργια αρχή και μια
διαφορετική αποτυχία
Γιατί το μόνο που τελικά μαθαίνεις
είναι να κυριαρχείς στις λέξεις
Για να πεις το πράγμα που δεν έχεις
πια να πεις ή με τον τρόπο
Που δεν είσαι πια διατεθειμένος να το πεις.
Κι έτσι το κάθε εγχείρημα
Είναι μια νέα αρχή, μια επιδρομή στο άναρθρο
Με σαθρό εξοπλισμό που όλο και φθείρεται
Στη γενική αταξία της αοριστίας του αισθήματος
Των απείθαρχων στοιχείων της
συγκίνησης *
Η ποιητικότητα της παράστασης έχει να κάνει και με τον τρόπο που καλεί κατά μία έννοια τον θεατή να συνδέσει τα οπτικά και λεκτικά fragmenta, να αφεθεί στη ροή των σκηνικών εικόνων, να δώσει συνοχή και (τη δική του) ερμηνεία στη συνειρμική δομή με τον τρόπο που διαβάζει ένα βιβλίο ποιημάτων – καθένα εκ των οποίων είναι μέρος του όλου και την ίδια στιγμή το όλον καθαυτό.
Η Έφη Μπίρμπα (σκηνογραφία) ενοποίησε τη σκηνή με το φουαγέ του Θεάτρου Τέχνης στη Φρυνίχου. Το ορθογώνιο πλαίσιο που χωρίζει τους δύο χώρους χρησιμοποιήθηκε σαν κάδρο μιας σειράς από θαυμάσιες εικόνες, στο κέντρο των οποίων επιβάλλεται η ξύλινη σκάλα που οδηγεί στον επάνω όροφο, κόβοντάς τες σχεδόν διαγώνια – δίπλα της ο πίνακας του Ρέμπραντ «Μάθημα ανατομίας του Δρ. Τουλπ» (1632), ντραμς κι ένα ηχείο. Το άλλο ενδιαφέρον σκηνογραφικό εύρημα είναι η σταδιακή διαμόρφωση μιας σκηνούλας στα δεξιά, γύρω από το πιάνο, με πολλά πράσινα φυτά ολόγυρά του, ένα κλουβί με πορτοκαλί καναρίνι και ένα «αέτωμα» από λαμπιόνια μετέωρο από πάνω. Μια εικόνα μαγικού ρεαλισμού, σαν τη γωνιά με την πιανόλα στο σπίτι του Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία (από τα Εκατό Χρόνια Μοναξιάς). Εξαιρετική η δουλειά του Τάσου Παλαιορούτα στους φωτισμούς.
Blitz / Vanya
Δέκα χρόνια μετά
Σκηνοθεσία: ομάδα blitz
Δραματουργία: ομάδα blitz, Νίκος Φλέσσας
Φωτισμοί: Τάσος Παλαιορούτας
Σκηνικά: Έφη Μπίρμπα
Κοστούμια: Βασιλεία Ροζάνα
Μουσική επιμέλεια: Γιώργος Κωσταντινίδης
Βοηθός σκηνοθεσίας: Βάσια Ατταριάν
Ηθοποιοί: Γιώργος Βαλαής, Αγγελική Παπούλια, Χρήστος Πασσαλής
27/11/14-25/1/15
Ημέρες & ώρες παραστάσεων: Τετάρτη 20.00, Πέμπτη-Παρασκευή-Σάββατο 21.15, Κυριακή 20.00
* Η μετάφραση των στίχων του Έλιοτ είναι του Άρη Μπερλή από κείμενό του στο «Athens Review of Books», τεύχος 39, Απρίλιος 2013.