Το «Καγκουρώ», το τρίτο έργο του Βασίλη Κατσικονούρη που παρουσιάζεται στο Εθνικό Θέατρο, μετά το «Καλιφόρνια Ντρίμιν» (2004) και το «Γάλα» (2005), θα μπορούσε να είναι ένα έργο γραμμένο τη δεκαετία του '70, με θέμα το μεγάλο μεταναστευτικό κύμα των Ελλήνων τη δεκαετία του '50 και του '60. Κανένα πρόβλημα από τη στιγμή που η κυκλικότητα, η επανάληψη παρόμοιων φαινομένων, είναι συνήθης στον ιστορικό χρόνο. Διαφορετικοί λόγοι και συνθήκες οδηγούν τους σημερινούς νέους να αναζητήσουν ζωή και μέλλον σε ξένες χώρες, αφού το 60% της ανεργίας στις νεαρές ηλικίες αποτελεί συντριπτική πραγματικότητα. Ο συγγραφέας ανταποκρίνεται με τον τρόπο του σ' ένα μείζον πρόβλημα της σημερινής ελληνικής οικογένειας και κοινωνίας.
Επιπλέον, έχει ενδιαφέρον να σκεφτεί κανείς πόσο πυκνός υπήρξε ο χρόνος ως προς τις αλλαγές που σημειώθηκαν στη χώρα μας την τελευταία δεκαετία, ώστε, ενώ το 2005 τον Κατσικονούρη απασχόλησε το δράμα μιας οικογένειας Γεωργιανών μεταναστών στην Ελλάδα, στο τελευταίο έργο του φωτίζει τα διλήμματα ενός νέου Έλληνα που ετοιμάζεται να μεταναστεύσει στην Αυστραλία. Δέκα χρόνια πριν αντιμετωπίζαμε το «ζήτημα» των ξένων που είχαν εγκατασταθεί στη χώρα μας, δέκα χρόνια μετά μεταναστεύουμε οι ίδιοι (έχοντας, παράλληλα, να αντιμετωπίσουμε μια πρωτοφανή ροή προσφύγων από την Ανατολή). Κάπως έτσι ένα λογοτεχνικό/θεατρικό έργο λειτουργεί ως έμμεση πηγή της Ιστορίας.
Είναι φανερό ότι ο Κατσικονούρης έχει δουλέψει πολύ τη δομή του έργου, έτσι ώστε πρόσωπα και καταστάσεις να βρίσκονται διαρκώς σε σχέσεις αναλογίας και αντιστροφών.
Πίσω πάλι. Πέντε είναι τα πρόσωπα στο «Καγκουρώ». Σε πρώτο πλάνο ο πενηνταπεντάρης πατέρας (φιλόλογος, χωρισμένος, καθηλωμένος στη μίζερη ζωή του) και ο γιος του, κάπου μεταξύ 25 και 28 ετών, υπάλληλος στη Δημοτική Αστυνομία (!), που περιμένει (στο πλαίσιο των μετατάξεων στο Δημόσιο επί μνημονίων) την τοποθέτησή του σε άλλη θέση, σωφρονιστικού υπαλλήλου σε κάποια φυλακή. Εννοείται πως δεν θέλει με τίποτα να γίνει δεσμοφύλακας. Παιδί που έχει πληγωθεί από τον χωρισμό των γονιών του, νιώθει τη ζωή του να συντρίβεται – όλο τον θυμό του τον διοχετεύει σε αλλεπάλληλες συγκρούσεις με τον ήσυχο, ιδεαλιστή όσο και συμβιβασμένο πατέρα του.
Ο γιος, ο Ορφέας, απαντώντας στα αδιέξοδά του, ετοιμάζεται να μεταναστεύσει στην Αυστραλία, όπου χρόνια πριν είχε εγκατασταθεί και ευημερεί ο αδελφός του πατέρα του. Το μόνο που τον στενοχωρεί είναι που θα αφήσει πίσω την αγαπημένη του. Η κοπέλα υπόσχεται ότι θα τον ακολουθήσει σε λίγους μήνες, με το που θα τελειώσει τη σχολή. Ψυχή τρυφερή, που ταυτίζεται με τη Νίνα από τον τσεχοφικό «Γλάρο», παραπαίει στα όνειρα, στις επιθυμίες, στις αγωνίες και στις ευαισθησίες της και, τελικά, καταρρέει.
Στο αεροδρόμιο, ο Ορφέας μαθαίνει για τον νευρικό κλονισμό και επιστρέφει κοντά της. Δεν θα φύγει ποτέ για τη χώρα των καγκουρώ. Αντιθέτως, αυτή που θα φύγει λίγους μήνες μετά είναι η Μαρίνα, με υποτροφία στην καλύτερη δραματική σχολή της Νέας Υόρκης!
Είναι φανερό ότι ο Κατσικονούρης έχει δουλέψει πολύ τη δομή του έργου, έτσι ώστε πρόσωπα και καταστάσεις να βρίσκονται διαρκώς σε σχέσεις αναλογίας και αντιστροφών. Ο πατέρας είχε φύγει μαζί με τον αδελφό του στην Αυστραλία, επέστρεψε όμως για να φροντίσει τον άρρωστο πατέρα τους. Ο γιος του, καθ' οδόν για την Αυστραλία, θα επιστρέψει για να σταθεί δίπλα στην αγαπημένη του. Ο πατέρας θα μπορούσε να θεωρηθεί βολεμένος στο Δημόσιο, αν δεν έβλεπε τον ρόλο του δασκάλου ως σημαντική αποστολή. Ο γιος, αναλόγως, θα μπορούσε να θεωρηθεί βολεμένος στο Δημόσιο, αν δεν ονειρευόταν μια ζωή μακριά από τη μίζερη ζωή του μικροαστού στην Αθήνα της κρίσης.
Ο πατέρας μιλάει τρυφερά για τους μαθητές στα δημόσια σχολεία, για τους μεγάλους ποιητές, για τον γέρο καθηγητή του που συνάντησε στον δρόμο. Ο αδελφός διηγείται πώς στην Αυστραλία σκοτώνει καγκουρώ για την πλάκα του και μετά το τεμαχίζει και το πετάει στο πορτμπαγκάζ για να εξαφανίσει τα στοιχεία του εγκλήματος. Η χυδαία σκληρότητα της αφήγησής του, ωστόσο, ισορροπεί με την άλλη, του νεαρού μετανάστη στη Μελβούρνη που ήθελε να πάει να ακούσει τον Καζαντζίδη στο θέατρο όπου τραγουδούσε, αλλά δεν είχε να πληρώσει το εισιτήριο. Και παράδερνε μόνος στη νύχτα της ξένης πόλης.
Δυο γενιές, τρεις ζωές μοναχικές και αδικαίωτες. Ευτυχώς, τη μίζερη συνθήκη εξισορροπούν η «φευγάτη» Μαρίνα, που νιώθει ότι, παίζοντας στο θέατρο, θα δώσει φωνή σ' όλους όσοι παραμένουν σιωπηλοί, κι ο Κέρβερος, ένας βαρυποινίτης – πρόσωπο που διαρρηγνύει την ηθογραφία και λειτουργεί σαν Άγγελος του Θανάτου. Αυτός θα κλείσει τον κύκλο, τις αντιστροφές και τις αναλογίες. Ή μήπως όχι; Όχι, από τη στιγμή που το ζευγάρι χωρίζει για πάντα (όπως ο θείος από την αγαπημένη του, όταν έφυγε στα ξένα) κι ο πατέρας δεν θα 'χει γιο, για να περιμένει την επιστροφή του.
Το είπα εξαρχής: αν δεν άκουγε ο θεατής τα «πραγματολογικά» για τη Δημοτική Αστυνομία, τις φυλακές Δομοκού, το γνωστό χιουμοριστικό «Δεν μας χέζεις, ρε Νταλάρα!», θα νόμιζε ότι το έργο μόλις βγήκε από το χρονοντούλαπο της ελληνικής ηθογραφίας της δεκαετίας του '70. Πρόκειται για θέατρο παλιό ως προς το σύνολο των δραματουργικών στοιχείων του (θέμα, χαρακτήρες, καταστάσεις, συγκρούσεις, διάλογοι), που συμβαίνει επιπλέον να είναι κατά στιγμές φλύαρο, διδακτικό και ανοικονόμητο ως προς τη δραματική επιβάρυνση – γιατί όλα τα πρόσωπα πρέπει να έχουν ένα δράμα να αφηγηθούν;
Η σκηνοθεσία του Δημήτρη Μυλωνά επιβεβαιώνει την άποψή μου. Είναι προφανές από τα στοιχεία που πρόσθεσε (τη χωρίς λόγο δεκάλεπτη εισαγωγή, κατά τη διάρκεια της οποίας οι ήρωες κινούνται στον σκηνικό χώρο, τα μπαλετικά του Ορφέα, το τραγούδι του Φρανκ Σινάτρα που τραγουδάει και χορεύει η Μαρίνα έως και τον «διαμελισμό» του σκηνικού χώρου στα κομμάτια που τον συνθέτουν) ότι βρίσκει το έργο αδύναμο να προκαλέσει τον ενδιαφέρον του κοινού – γι' αυτό και καταφεύγει σε τονωτικές, σκηνοθετικές ενέσεις. Παρά τις έντιμες προσπάθειες των ηθοποιών (ο Χρήστος Σαπουντζής δίνει μια σπουδαία ερμηνεία εσωτερικευμένου πάθους, η Λένα Δροσάκη μοιάζει σαν πεταλούδα που παίζει με τη φλόγα, βαρύς κι ίσως περισσότερο στομφώδης απ' όσο χρειάζεται ο Μελέτης Ηλίας, εξωστρεφής και μπρουτάλ κατά την απαίτηση του ρόλου, αλλά με φωνή που πρέπει να χαμηλώσει, ο Σπύρος Τσεκούρας και με πλούσια εκφραστικότητα αλλά έντονο «σ» ο Γιώργος Παπαπαύλου), η παράσταση δεν διασώζεται. Η πρώτη ύλη, το έργο, είναι προβληματική.
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Μυλωνάς
Μουσική: Παύλος Κατσιβέλης
Διανομή:
Μαρίνα: Λένα Δροσάκη
Κέρβερος: Ηλίας Μελέτης
Ορφέας: Γιώργος Παπαύλου
Δημήτρης: Χρήστος Σαπουντζής
Τάκης: Σπύρος Τσεκούρας
Εθνικό Θέατρο - Κτίριο Τσίλλερ - Σκηνή Νίκος Κούρκουλος
Αγίου Κωνσταντίνου 22-24 , 2105288170
15/10- 06/12
Τετάρτη, Πέμπτη & Παρασκευή στις 21:00
Σάββατο στις 18:00 & στις 21.00
Κυριακή στις 19:30
Είσοδος: €5- 15