Αυτές οι λεύκες δεν είναι σαν όλες τις άλλες. Αυτές οι λεύκες είναι μοναδικές. Όχι επειδή φυτρώνουν στο βραχώδες, δύστροπο έδαφος της Νέας Αγγλίας, αλλά επειδή μοιάζουν φορείς σκοτεινών αισθημάτων που κανένα κανονικό δέντρο δεν συνηθίζει να βιώνει.
Στέκονται σαν φύλακες, μία σε κάθε πλευρά του σπιτιού των Κάμποτ. Ο Ο'Νιλ τους αφιερώνει εκτενή περιγραφή στις εναρκτήριες σκηνικές οδηγίες: παίζουν κι αυτές ενεργό, αν και βωβό, ρόλο στη δράση του έργου. Η όψη τους χαρακηρίζεται από «μια δυσοίωνη μητρικότητα [...] μια καταστρεπτική, ζηλόφθονη προσήλωση». Είναι τεράστιες και από την επαφή τους με την καθημερινή ζωή της οικογένειας έχουν αναπτύξει μια «τρομακτική ανθρωπιά». Τέλος, θυμίζουν «εξαντλημένες γυναίκες που ακουμπούν τα σακουλιασμένα στήθη, τα χέρια και τα μαλλιά τους πάνω στη στέγη, κι όταν βρέχει τα δάκρυά τους στάζουν μονότονα και μουχλιάζουν πάνω στις σανίδες».
Θα μπορούσαν να ενσαρκώνουν τις δύο πεθαμένες συζύγους του Εφρέμ Κάμποτ, τις οποίες ο τραχύς πατριάρχης της φάρμας οδήγησε στον θάνατο, αναγκάζοντάς τες να δουλεύουν σε εξοντωτικούς ρυθμούς, σαν σκλάβες. Σίγουρα τα δέντρα αυτά αντιπροσωπεύουν μια δύναμη υπερφυσική στα μάτια του συγγραφέα και, αν δεχτούμε την εξαιρετικά πειστική ερμηνεία του Wayne Narey στο δοκίμιο «Το αττικό πνεύμα του Ευγένιου Ο'Νιλ», οι λεύκες με τη «δυσοίωνη μητρικότητα» και τα «σακουλιασμένα στήθη» συνιστούν μια σύγχρονη εκδοχή των χθόνιων θεοτήτων της αρχαίας τραγωδίας, ζοφερών εκπροσώπων του Κάτω Κόσμου και των νόμων του.
Η παράσταση του Εθνικού αρκείται σε μια επιδερμική απεικόνιση της πλοκής, η οποία, με κομμένες τις ρίζες και τα κλαδιά της, καταντάει να θυμίζει μελοδραματική τηλενουβέλα για απιστίες, έρωτες και νόθα τέκνα σε γραφικές αγροικίες της Αμερικής.
Η σύνδεση δεν είναι τυχαία: γράφοντας τους Πόθους κάτω από τις λεύκες ο Ο'Νιλ είχε ως πρότυπα τον Ιππόλυτο και τη Μήδεια του Ευριπίδη, σύμφωνα με τον ίδιο μελετητή. Από τον Ιππόλυτο δανείστηκε την ιδέα της ερωτικής τριγωνικής σχέσης που αναπτύσσεται με ολέθριες συνέπειες ανάμεσα σε έναν κραταιό άνδρα, τη νέα σύζυγό του και τον γιο του. Από τη Μήδεια εμπνεύστηκε το παράφορο πάθος και την εκδικητική μανία του προδομένου έρωτα που οδηγεί ακόμη και σε φόνο αθώων παιδιών.
Και οι τρεις βασικοί ήρωες του έργου φλέγονται να πάρουν ή να διατηρήσουν στη δικαιοδοσία τους τα κτήματα και τη φάρμα των Κάμποτ. «Ζει μέσα μου ο θεός» δηλώνει ο 72χρονος Εφρέμ που πότισε κάποτε το βραχώδες τοπίο με τον ιδρώτα του κι έκανε το καλαμπόκι να ξεφυτρώσει από τις πέτρες: όλα του ανήκουν αξιωματικά και δεν σκοπεύει να παραιτηθεί από την περιουσία του, ει δυνατόν ούτε και μετά θάνατον. Απέναντί του στέκει, γεμάτος μίσος, ο νεαρότερος γιος του, ο 25χρονος Ίμπεν, που θεωρεί πως το κτήμα ανήκε στην αδικοχαμένη μητέρα του και τώρα πρέπει πάση θυσία να περάσει στα χέρια του. Η νεοφερμένη μητριά του, η 35χρονη Άμπι Πάτναμ, δηλώνει κι αυτή αποφασισμένη να κινήσει γη και ουρανό προκειμένου να αποκτήσει ένα δικό της σπίτι, ενώ αποκαλύπτει στον Ίμπεν ότι γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο παντρεύτηκε τον γέρο πατέρα του.
Η έμμονη κτητικότητα δεν σταματά στο χώμα και στα σπαρτά: η αρρώστια εξαπλώνεται, γίνεται λαχτάρα κατάληψης των σωμάτων και των ψυχών – τόσο από τους ζωντανούς όσο και από τους νεκρούς. Λαχτάρα ερωτική, όπως αυτή που κατατρώει τον Ίμπεν και την Άμπι, εξωθώντας τους σε ηδονική όσο και βασανιστική ένωση με παράνομο καρπό. Λαχτάρα για εξουσία, όπως αυτή που στυλώνει τον Εφρέμ, τύραννο των Κάμποτ. Λαχτάρα για εκδίκηση, όπως αυτή που κρατά άγρυπνη στον τάφο της τη μητέρα του Ίμπεν, μια απειλητική παρουσία που γίνεται αισθητή από όλους τους κατοίκους της φάρμας και βρίσκει στις λεύκες την αποτύπωσή της.
«Αν και η εξωτερική μορφή είναι μοντέρνος ρεαλισμός, το πνεύμα είναι καθαρά αττικό. Και όπως o Ιππόλυτος και η Μήδεια, έτσι και οι Πόθοι κάτω από τις λεύκες συνθέτουν πρωτίστως μια ιστορία δαιμονισμού» σημειώνει ο Narey. Αν ο Ευριπίδης χρησιμοποιεί την Αφροδίτη ως δαίμονα που εμφυσά τον οίστρο του πόθου στη Φαίδρα και στη Μήδεια, ο Ο'Νιλ, γράφοντας σε άλλη λογοτεχνική παράδοση, επιλέγει το φάντασμα της Μάνας (Maw στο πρωτότυπο) ως ισχυρότατη δύναμη που κατεργάζεται το σχέδιό της, καταλαμβάνοντας το θυμικό του γιου της: «Είμαι η μάνα μου – ως την τελευταία σταγόνα αίματος!», δηλώνει εμφατικά ο δύστυχος νέος, που μοιάζει να βρίσκεται σε διαρκή επικοινωνία μαζί της, ανίκανος να απομακρυνθεί από τον ίσκιο της. Οι αποφάσεις που λαμβάνει πηγάζουν από την ενοχή του –γιατί δεν έκανε κάτι να εμποδίσει τον χαμό της;– και υπηρετούν το δίκιο της. «Ο Ο'Νιλ χαρακτήριζε την οικογένεια "καταστρεπτική οντότητα" και [...] η ιδέα μεγεθύνεται ακόμη περισσότερο μέσα στο πλαίσιο της ελληνικότητας του έργου. Το αίμα διαδραματίζει τον ρόλο της μοίρας, ακριβώς όπως στον οίκο του Κάδμου ή των Ατρειδών. Ο Ίμπεν υποφέρει επειδή είναι ο γιος της μητέρας του, αλλά ταυτόχρονα και του πατέρα του...»
Αυτό το ζοφερό πλέγμα διψασμένων ενστίκτων και μεταφυσικών ρευμάτων που μαίνονται εντός και εκτός των ηρώων, εγκλωβισμένα σε έναν χώρο τρομακτικό, στοιχειωμένο από το παρελθόν, με δωμάτια γεμάτα μυστικά και ψιθύρους νεκρών –ένα βασίλειο του φροϊδικού Ανοίκειου–, μετατράπηκε σε μια χαλκομανία στα χέρια του Αντώνη Αντύπα και των συνεργατών του.
Μια φωτογραφία από φυλλωσιές που προβάλλεται σταθερά στο βάθος, δύο κορμοί δέντρων και λιγοστά ξύλινα έπιπλα απαρτίζουν το ψυχικά και εικαστικά στεγνό σκηνικό περιβάλλον, το οποίο ουδέποτε –ούτε με τη βοήθεια των φωτισμών– εκπέμπει κάποια δόνηση, ένα συναίσθημα, ένα υπονοούμενο, οτιδήποτε, τέλος πάντων, πέραν του εξόφθαλμου.
Οι ηθοποιοί παίζουν σαν να «υποδύονται»: ερμηνείες ξύλινες, επιφανειακές, με χειρονομίες και γέλια σαν να είναι ο ρόλος αποκριάτικο κοστούμι. Ένας Ίμπεν με πολλά «μούτρα» και νεύρα, ο Γιώργος Χριστοδούλου, παλεύει να εκτονώσει την ενέργειά του, δίχως αποτέλεσμα.
Πιάνεται η ψυχή σου να παρακολουθείς τον Γιώργο Κέντρο ως Εφρέμ – ξέπνοο, «άδειο», χωρίς παλμό, με ομιλία αποστραγγισμένη απ' όλους τους χυμούς των αποχρώσεων και των εντάσεων. Πασχίζοντας να γεμίσει το κενό της σκηνοθεσίας, η ταλαντούχα Μαρία Κίτσου βάζει τα δυνατά της και διοχετεύει λίγο από το ζεστό αίμα της στο σύνολο: η υπερπροσπάθειά της, όμως, παρόλο που ενεργοποιεί τον θεατή, οδηγεί σταδιακά σε δραματική υπερβολή και κορεσμό. Το κούφιο σώμα της παράστασης δεν ανανήφει. Δεν μπορεί να το σηκώσει μια γυναίκα μόνη της, αβοήθητη.
Η παράσταση του Εθνικού όχι μόνο δεν φωτίζει το κείμενο του Ο'Νιλ, όχι μόνο αψηφά τους συμβολισμούς, τους υπόγειους συσχετισμούς και την ατμόσφαιρά του, αλλά το συνθλίβει σε ένα ρεαλιστικό κακέκτυπο. Αρκείται σε μια επιδερμική απεικόνιση της πλοκής, η οποία, με κομμένες τις ρίζες και τα κλαδιά της, καταντάει να θυμίζει μελοδραματική τηλενουβέλα για απιστίες, έρωτες και νόθα τέκνα σε γραφικές αγροικίες της Αμερικής. Εντύπωση που εντείνεται στο έπακρο από την αναλόγου ύφους και αισθητικής μουσική της Ελένης Καραϊνδρου.
Info:
Πόθοι κάτω από τις λεύκες
Ευγένιου Ο'Νιλ
Σκην.: Αντ. Αντύπας
Ερμηνεύουν: Ν. Γιαλελής, Γ. Κέντρος, Μ. Κίτσου
Σκην.-κοστ.: Γ. Πάτσας
Μουσ.: Ελ. Καραΐνδρου
Φωτ.: Μ. Μάσχα
Εθνικό Θέατρο (Κεντρική Σκηνή)
Αγ. Κωνσταντίνου 22-24,
Τηλ. 210 5288170
Παραστάσεις έως τις 9/4
Κυρ. 19:00, Τετ.-Σάβ. 20:00
Εισ,: €15, 10, 5. Κάθε Τετ.-Πέμ. €13