Στέκεται απροσπέλαστη μπροστά μας, σαν ένα γλυπτό που προσγειώθηκε στο Μπάγκειον από τα ηρωικά χρόνια των σουρεαλιστών. Όταν τα φώτα ανοίγουν, βρίσκεται ήδη εκεί, στο μαγικό κουτί της. Δεν βλέπουμε το σώμα της. Δεν ξέρουμε το φύλο της. Ένα στόμα μιλάει μέσα από την τρύπα του μεταλλικού κράνους. Προσπαθεί να μας εξηγήσει: «Γυρίζω απ' το τέρμα» λέει. Η φωνή που ακούγεται είναι λεπτή, κοριτσίστικη, σχεδόν ψεύτικη. Από ποιο τέρμα έρχεται; Από το παρελθόν ή από το μέλλον; Πότε θα βγει από το ροζ καπιτονέ κουκούλι της;
Το στριπτίζ εκτυλίσσεται αργά, σταδιακά: θα περάσει ώρα προτού το αλλόκοτο πλάσμα πάρει ανθρώπινη μορφή. Στο επόμενο στάδιο φανερώνεται με ένα μάξι φόρεμα από ροδί ταφτά. Το πρόσωπο είναι καλυμμένο με καλσόν. Σαν κούκλα από ταινία του Φασμπίντερ. «Το μόνο που ξέρω είναι ότι ήμουν ένα όχι» λέει η κούκλα.
Μιλάει για το τεράστιο ρήγμα ανάμεσα στο «πριν» και στο «μετά». Για την παράξενη μεταμόρφωση που της συνέβη χάρη σ' έναν θεό, τον Απόλλωνα. «Αυτός μ' έκανε αυτό που είμαι τώρα/ Μ' έκανε επειδή με πήρε». Κι επειδή την πήρε και τον πήρε, «τίποτε δεν είναι πια το ίδιο». Και, προπαντός, «δεν είμαι πια εκείνη η Κασσάνδρα».
Δεν είναι μόνον η υψηλή αισθητική, το χιούμορ και η συνέπεια της παράστασης αλλά η συνολική στάση του καλλιτέχνη που ξεχωρίζει: ο τρόπος με τον οποίο καθοδήγησε την ηθοποιό του και διαχειρίστηκε το υλικό του, πλάθοντας ένα σύμπαν εξωπραγματικό και γήινο μαζί, γεμάτο αντανακλάσεις και αναφορές
Εξετάζοντας το κείμενο, παρατηρούμε πώς ο Δημητριάδης ξαναγράφει τον μύθο της καταραμένης Τρωαδίτισσας προφήτισσας. Τη βάζει να λέει το μεγάλο «ναι»: από άτεγκτος αρνητής του Φοίβου, η Κασσάνδρα γίνεται εδώ η φανατικότερη ακόλουθός του. Η προφητική μανία δίνει τη θέση της στην ερωτική, η οποία οδηγεί στην αληθινή γνώση: ως προς αυτό ο συγγραφέας επιμένει ξανά και ξανά, σε όλα τα κείμενά του. Δεν υπάρχει το «μετά», υπάρχει το «τώρα», το φθαρτό, σάρκινο παρόν. Αυτό πρέπει να κατακτούμε και σ' αυτό να παραδινόμαστε ανά πάσα στιγμή.
«Όποιος ποθεί πρέπει να παίρνει/ Ποτέ να μην αρνείστε σ' εκείνον που ποθεί εκείνο που ποθεί» μας παροτρύνει η Κασσάνδρα. Η θεραπαινίδα του θεού δόθηκε στον θεό κι έγινε «Κασσάνδρα απολλωνισμένη», ξαναγεννήθηκε. «Χάθηκε στον άντρα και βρήκε την Κασσάνδρα». Κατάλαβε την αλήθεια που μπορεί ν' αλλάξει τον κόσμο: «Ό,τι είναι ιερό είναι πόθος/ Και ό,τι είναι πόθος είναι ιερό». Αυτό το ξέφρενο πάρε-δώσε, αυτό το κυνήγι της επιθυμίας θέτει σε κίνηση τους πλανήτες, εγκαθιδρύει την ουράνια βασιλεία επί της Γης.
Ο Δημητριάδης επιχειρεί όχι μόνο τον «απολλωνισμό» της Κασσάνδρας αλλά και τον «διονυσιασμό» του Απόλλωνα. Ξαναδιαβάζει τη Γέννηση της τραγωδίας με όρους ερωτικούς: η λίμπιντο δικαιώνει την εμπειρία της ζωής, καθίσταται υπέρτατο εργαλείο δημιουργίας και ανάφλεξης – πέρα από θεωρίες, θρησκείες και άλλες φιλοσοφίες που εμποδίζουν την εκπλήρωση του εγώ στο σήμερα.
Βολές, οιμωγές, εκτινάξεις. Πέλματα, σπαραγμοί, φιλιά. «Οι ρεύσεις οι συρρεύσεις μας... Εμφύλιος μέχρι διαμελίσεως». Ως Μανιφέστο του Πόθου αναδύεται ο μονόλογος του Δημητριάδη κι αυτό το εμπρηστικό κείμενο επέλεξε ο Θάνος Σαμαράς για να κάνει το σαγηνευτικό ντεμπούτο του στον χώρο της σκηνοθεσίας.
Από το πριν στο μετά. Από την ξηρασία της εγκράτειας στην υγρασία της παράδοσης. Από τη φυλακή της άρνησης στη μέθη της ένωσης: την πορεία ετούτη επιχειρεί ν' αποτυπώσει ο σκηνοθέτης, θέτοντας ως μέγιστη προτεραιότητά του την επικοινωνία –τη συμφιλίωση– με το κοινό. Και το καταφέρνει απόλυτα: «Έτσι ο ξένος δεν είναι ξένος».
Ο Σαμαράς γνέθει ένα ξεκάθαρο αφηγηματικό νήμα και προσδίδει στο ταξίδι της ηρωίδας όψη, ήχο, παλμό, γεύση, υφή. Την ακολουθούμε γοητευμένοι, καθώς σπάει τα δεσμά του «όχι» και γίνεται ολόκληρη ένα αφοπλιστικό «ναι».
Φεύγει το κράνος και το πάπλωμα, βγαίνει το φόρεμα, χάνεται η μάσκα κι η περούκα, καταργούνται σταδιακά όλα όσα συμβολίζουν την ασφυξία του σώματος και του μυαλού, για ν' αποκαλύψουν ενώπιόν μας ένα πλάσμα αισθησιακό, διαθέσιμο, φλογισμένο. Et Dieu créa la femme, και ο Θεός έπλασε τη γυναίκα, όπως συνειδητοποιούμε εκ νέου, βλέποντας την πλούσια ξανθιά κόμη της ηθοποιού να ξεχύνεται στους γυμνούς πλέον ώμους της, που χαϊδεύουν το πάτωμα.
Η Έλλη Τρίγγου εντυπωσιάζει με την άνεση, την ευελιξία, την απόλυτη αυτοκυριαρχία της. Γίνεται αυτό που πρεσβεύει: μια γυναίκα που έχει φωτιστεί ολόκληρη από τη νεοαποκτηθείσα γνώση της σαρκικής επανάστασής της και διαδίδει το ευαγγέλιο του πόθου, έτοιμη όχι μόνο να βουτήξει στο πιο τολμηρό παιχνίδι αλλά και να το προκαλέσει.
Μαγνητίζει την όραση και την ακοή, αφυπνίζει τη διάθεση ερωτικών συνευρέσεων, αγγίζεται και αγγίζει χωρίς να ακκίζεται, χωρίς να καμώνεται, όντας αβίαστα αυτό που θα ήταν κάθε άνθρωπος, αν πίστευε στον εαυτό του κι απολάμβανε ανενδοίαστα τις δυνάμεις του.
Είναι πράγματι υποδειγματικός ο τρόπος με τον οποίο έχει μελετηθεί, αφομοιωθεί, ζυμωθεί και σφυρηλατηθεί ο λόγος, έτσι ώστε να καταστεί ζωντανός, κατανοητός και γλυκόπιοτος. Η κίνηση έρχεται να τον συμπληρώσει γόνιμα, ενίοτε χιουμοριστικά, τονίζοντας ακόμη περισσότερο τις γοητευτικές πτυχές του. Απομένει μόνο τώρα να σβήσουν οι «ραφές» ανάμεσα στις εναλλαγές –πράγμα που σίγουρα θα συμβεί με το πέρασμα του χρόνου– για να τελειοποιηθεί το αποτέλεσμα.
Εκτός από τη σκηνοθεσία, ο Θάνος Σαμαράς υπογράφει την κίνηση, το σκηνικό, τα κοστούμια, τους φωτισμούς και τον ηχητικό σχεδιασμό: σπάνια δύναται ένας άνθρωπος να τα φέρει ταυτόχρονα όλα αυτά εις πέρας, εκείνος όμως μετέδωσε στο κοινό τις συνισταμένες του οράματός του με αξιοθαύμαστη ευκρίνεια.
Δεν είναι μόνον η υψηλή αισθητική, το χιούμορ και η συνέπεια της παράστασης αλλά η συνολική στάση του καλλιτέχνη που ξεχωρίζει: ο τρόπος με τον οποίο καθοδήγησε την ηθοποιό του και διαχειρίστηκε το υλικό του, πλάθοντας ένα σύμπαν εξωπραγματικό και γήινο μαζί, γεμάτο αντανακλάσεις και αναφορές – από τα υποβρύχια b-movies ως τον Serge Lutens και από το ηχητικό σήμα μιας παιδικής εκπομπής ως τη Σαλώμη ή την Μπριζίτ Μπαρντό.
Είναι, εν τέλει, όλα τα αυστηρά επιλεγμένα κομμάτια αυτού του παζλ που ενώθηκαν αρμονικά για να συνθέσουν κάτι πολύτιμο: ένα χαρμόσυνο ερωτικό κάλεσμα.
Info:
Δημήτρης Δημητριάδης, Ο Ευαγγελισμός της Κασσάνδρας
Σκηνοθεσία, κίνηση, σκηνογραφία, κοστούμια, φωτισμοί, ηχητικός σχεδιασμός: Θάνος Σαμαράς
Ερμηνεία: Έλλη Τρίγγου
Δραματουργία: Έρι Κύργια
Μπάγκειον, Πλατεία Ομονοίας 18
Πέμ.-Κυρ. 21:15
Εισιτήριο: 10-12 ευρώ
Έως 10/06