Διαβάζω τα νέα στο διαδίκτυο για το θάνατο του λαϊκού τραγουδοποιού Νίκου Μεϊμάρη – τίτλοι βαρύγδουποι «Έφυγε ο σημαντικός συνθέτης» κ.λπ. Πόσο σημαντικός τώρα ήταν ένας συνθέτης που ελάχιστοι, για να μην πω κανένας, απ' όλους αυτούς τον ήξεραν ή είχαν έστω αναφέρει ξανά το όνομα του, σηκώνει μεγάλη κουβέντα.
Γιατί ο Μεϊμάρης, πέραν της αγάπης και της εκτίμησης που του είχαν οι συνάδελφοι και κάποιοι «μελετητές» του, έζησε αθόρυβα, στο περιθώριο των δημοσίων σχέσεων, δικαιώνοντας τον Γκοντάρ που είπε κάποτε ότι τα πιο σπουδαία πράγματα σ' ένα βιβλίο γράφονται στο περιθώριο των σελίδων του, εννοώντας φυσικά τις σημειώσεις του εκάστοτε αναγνώστη.
Κι ας είχε σχεδόν 150 τραγούδια στο ενεργητικό του ο Μεϊμάρης, αρχής γινομένης από το Όταν αγαπάς στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Τότε που ο Κούνδουρος και ο Χατζιδάκις, παιδιά ανήσυχα, γύριζαν τις ταβέρνες ανακαλύπτοντας μεθυστικούς καπνούς και πρόσωπα τραχιά, φωτισμένα από φανούς θυέλλης, σε καπνισμένα υπόγεια.
Για τον Μεϊμάρη μου 'χε πρωτομιλήσει ο Κούνδουρος αρκετά χρόνια πίσω, τότε που εγώ μες στην άγνοια μου νόμισα πως οι γλυκόλαλοι –με τη φωνή του Πάνου Γαβαλά– Γλάροι ήτανε του Βασίλη Τσιτσάνη. Για καιρό μάλιστα μπέρδευα τους Γλάρους του Μεϊμάρη και του Τσάντα με τα Λιμάνια του Τσιτσάνη, πιθανώς λόγω κοινής θεματικής.
Γέννημα θρέμμα Καισαριανιώτης ο Μεϊμάρης, γιος της μαντολινίστριας Ελένης Τσαμπαρλή που ήρθε με τους πρόσφυγες από τη Σμύρνη, γείτονας της Δόμνας Σαμίου την ίδια περίοδο που οι δεξιοί έριξαν όλμο στην περιοχή για να γλιτώσουν απ' τους «κουμμουνιστές», πρωτοβγήκε στο πάλκο σε νεαρή ηλικία «Στου Καρανταμπάνη», το περίφημο κουτούκι στο Παγκράτι – σήμερα μουσική ταβέρνα με το ίδιο όνομα υπάρχει στη Μεταμόρφωση και δε γνωρίζω αν πρόκειται για συνωνυμία ή για «μετακόμιση» από τους απογόνους του πρώτου ιδιοκτήτη.
Αυτοδίδακτος μουσικός ο Μεϊμάρης, κουρέας στο επάγγελμα, συνήθιζε να κουρεύει τον Πάνο Γαβαλά, το τσαγκάρικο του οποίου ήταν λίγο παραπέρα από το δικό του μαγαζί. Μιλάμε για το 1948, τότε που ο ένας έπαιζε μπουζούκι και ο άλλος τραγουδούσε σε εντελώς φιλικό πλαίσιο μέσα στο μικρό κουρείο.
Πελάτης σε εκείνο το κουρείο ήταν και ο Καρανταμπάνης, που άκουσε μια μέρα τους δυο φίλους να παίζουν και τους κάλεσε στην ταβέρνα του. Εκεί –όπως συνέβαινε συνήθως– τους άκουσε κάποιος και τους πρότεινε δουλειά για «να μην τους ακούει μόνο το Παγκράτι, αλλά και η Αθήνα και μετά ολόκληρη η Ελλάδα».
Έτσι, από την παγκρατιώτικη ταβέρνα οι Γαβαλάς – Μεϊμάρης βρέθηκαν να μοιράζονται το πάλκο με την Ιωάννα Γεωργακοπούλου και τον τυφλό Στέλιο Χρυσίνη.
Ενδεικτικό της φιλίας των δύο ανδρών είναι πως όταν ο ιδιοκτήτης αυτού του πρώτου μεγάλου μαγαζιού ζήτησε να σταματήσει ο Γαβαλάς, παραιτήθηκε μαζί και ο Μεϊμάρης παρά το υψηλό μεροκάματο. Τελικά προσλήφθηκαν οι δυο τους πάλι κατόπιν πιέσεων της Γεωργακοπούλου στον μαγαζάτορα.
Από μαγαζί σε μαγαζί, από σεζόν σε σεζόν, έχτισαν την κοινή τους πορεία για να φτάσουμε στα 1967 – 68, όπου ο Μεϊμάρης συνθέτει σε στίχους του Χαράλαμπου Βασιλειάδη τους Γλάρους και χαρίζει στον φίλο του, Πάνο Γαβαλά, τη μεγαλύτερη επιτυχία του. Δεύτερη γυναικεία φωνή στον Γαβαλά έκανε η Βούλα Γκίκα, γνωστή ερμηνεύτρια «σιγόντων» της δεκαετίας του 1960.
Άλλα γνωστά τραγούδια του Μεϊμάρη ήταν η Αζίζα με τον Μανώλη Αγγελόπουλο, το Φέρε μας φέρε μας με τη Ζωή Νάχη, το Μείνε κοντά μου με την ερμηνεία του ιδίου, ο Μπαρμπα-Θωμάς με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση κ.ά.
«Εμείς οι δυο θα πεθάνουμε μαζί» άρεσε να λέει στον Μεϊμάρη ο Γαβαλάς, αυτός που έφυγε αρκετά νωρίτερα. Και ο Μεϊμάρης συνήθιζε να πηγαίνει στο κοιμητήριο της Καισαριανής και να του ανάβει το καντήλι. Από σήμερα μακάρι να συναντηθούν και πάλι, ασύλληπτα μακριά από τον κόσμο τούτο. O Νίκος Μεϊμάρης είχε γεννηθεί τον Ιανουάριο του 1927.
σχόλια