Κάθε φορά που αναγνωρίζω ταλαντούχο αφηγητή στην παρέα, κάθομαι και ακούω. Δεν θέλω να χάσω την ευκαιρία να μάθω ονόματα, ιστορίες, κομμάτια από τον κόσμο του άλλου. Ποτέ δεν θεοποίησα τους λαϊκούς ανθρώπους, τα τοπικά πράγματα, τις λεγόμενες αυθεντικές εμπειρίες. Γιατί, εκτός των άλλων, θεωρούσα πως έτσι δεν θα μπορούσα να καταλάβω αυτούς που μου εμπιστεύονταν τις ιστορίες τους. Θα γινόμουν κι εγώ άλλος ένας εθνογράφος κάποιων «κόσμων που χάνονται» κι αυτό καθόλου δεν με ενδιέφερε.
Έδινα περισσότερη σημασία στις πληροφορίες, στα γενεαλογικά δέντρα, στα πλέγματα των τοπικών σχέσεων. Συνήθως, όλα αυτά ξεφύτρωναν από ένα στόμα ελαφρά σουρωμένο. Σε κάποια ταβέρνα. Πιο μεθυσμένος ο ίδιος αφηγητής γινόταν κουραστικός και τελικά έπνιγε τις ιστορίες του μες στην ίδια του τη θλίψη. Ή έχανε τον ειρμό του σε ξεσπάσματα θυμού με απειλές προς πάσα κατεύθυνση. Όπως κάνουν όσοι πίνουν άσχημα. Πίστευα πάντα ότι ο καλός αφηγητής χρειάζεται διαύγεια. Ακόμα και λίγο ζαλισμένος, «στην ντράλα» όπως λέγαμε στη Σάμο.
Οι ιστορίες που ρουφούσαμε περιείχαν συνήθως αλλόκοτα ζώα, νυχτερινούς τρόμους, οικογενειακά μυστικά. Οι αφηγητές τέντωναν την άκρη μιας φήμης ή μυθολογούσαν το καθημερινό. Επισκέπτονταν απόμερες σπηλιές, ορμίσκους, βαθιά πηγάδια όπου είχε σίγουρα αυτοκτονήσει κάποιο σπουδαίο πρόσωπο. Γύριζαν ανάποδα το χρόνο για να δούμε τι σκοτεινό υπάρχει «από κάτω».
Με στεναχωρεί πολύ λοιπόν όταν σήμερα, δεκαετίες μετά, πέφτω πάνω σε ανθρώπους που δυσκολεύονται να πουν μια ιστορία. Που μοιάζει να μην διαθέτουν την παραμικρή όρεξη για επινόηση αλλά κοινοποιούν μονότονα που πήγαν, τι έφαγαν και τα σχετικά. Που πήγε αυτή η ωραία ικανότητα; Πώς ζάρωσε έτσι ο λόγος για να χωρέσει σε μικρά πακέτα έτοιμων φράσεων;
Δεν πιστεύω ότι εκείνες οι παλιότερες ζωές είχαν σώνει και καλά μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Συχνά ήταν κάποιες φυσιογνωμίες καθηλωμένες στη λάσπη που μπορούσαν να σε κάνουν να πετάξεις. Κάτι φάτσες της σκιάς που είχαν την ικανότητα να φωτίζουν ένα βράδυ, μια ώρα. Άνθρωποι χωρίς εφόδια και κοινωνικό γόητρο, νέοι ή γηραιότεροι αλλά ακάματοι τερατολόγοι και κομιστές απίθανων ιστοριών.
Τα σεξουαλικά τους κατορθώματα –σχεδόν εξολοκλήρου φανταστικά– έβγαιναν από την ανελέητη χειμωνιάτικη στέρηση. Από το ελάχιστο των γυμνών εικόνων κατάφερναν, παρόλα αυτά, να αποθησαυρίζουν ηδονή όπως οι άλλοι αποταμίευαν χρήμα. Ήταν βέβαια οι εποχές πριν τους πορνογραφικούς κορεσμούς, η εποχή των ακατέργαστων σωμάτων.
Οι ιστορίες που ρουφούσαμε περιείχαν συνήθως αλλόκοτα ζώα, νυχτερινούς τρόμους, οικογενειακά μυστικά. Οι αφηγητές τέντωναν την άκρη μιας φήμης ή μυθολογούσαν το καθημερινό. Επισκέπτονταν απόμερες σπηλιές, ορμίσκους, βαθιά πηγάδια όπου είχε σίγουρα αυτοκτονήσει κάποιο σπουδαίο πρόσωπο. Γύριζαν ανάποδα το χρόνο για να δούμε τι σκοτεινό υπάρχει «από κάτω».
Όλα αυτά πήγαιναν μαζί με αξιοσημείωτη φαντασία. Καλοί αφηγητές ήταν πάντα όσοι μπορούσαν να μεγεθύνουν επαρκώς τις δυνατότητες των πραγμάτων. Παίζοντας δηλαδή, εν αγνοία τους, το ρόλο μιας εφαρμογής τύπου pokemon go για την «επαυξημένη πραγματικότητα».
Έτσι μάθαμε πως τα σπίτια μας χτίστηκαν πάνω σε πάθη που ούτε να τα φανταστούμε. Πως στα μέρη μας επιβίωναν εξαφανισμένα είδη και ψάρια των τροπικών (προτού η υπερθέρμανση φέρει στ΄ αλήθεια ψάρια απ’ τον Ινδικό ωκεανό στο Αιγαίο). Πως ζούσαμε εντέλει κάτι ξεχωριστό, ενώ εμείς βλέπαμε γύρω μας τα ίδια και τα ίδια…
Δεν υπάρχει αυτό το «τα ίδια και τα ίδια», έλεγαν με τον τρόπο τους. Και ούτε εμείς ούτε εκείνοι υποψιάζονταν τότε πως μας έκαναν ένα σπουδαίο δώρο: μας χάριζαν ιστορίες που τις μοιραζόμασταν και τις ανταλλάσσαμε ελεύθερα στο μοναδικό δημοκρατικό κομμουνιστικό πείραμα που γνωρίσαμε: στον κομμουνισμό της φαντασίας.
Γιατί όμως δεν τραύλιζαν με κάτι «εγώ λοιπόν νομίζω» και «βασικά πιστεύω» και άλλες τέτοιες αναιμικές εισαγωγές; Ίσως, λέω τώρα, γιατί είχαν κάτι να πουν. Κάτι σπουδαιότερο από αυτούς τους ίδιους. Όπως συμβαίνει και στην καλή λογοτεχνία που ξεκινάει σχεδόν πάντα από έναν παράξενο συνδυασμό ματαιοδοξίας και ταπεινότητας.
Αλλά οι άνθρωποι μαρμαροτεχνίτες και ναυτικοί και αλητάμπουρες ήταν, όχι των βιβλίων. Και τέτοιες μέρες, μέσα του Αυγούστου, ήταν η στιγμή τους. Πίσω από ένα τείχος μπίρες και με μάτια που έψαχναν το δρόμο, προς κάτι πιο μακρινό.
σχόλια