Ο γλάρος πάνω στην σκεπή του μουσείου με κοιτά περήφανα, επιθεωρεί τον Πειραιά, το αρχαίο θέατρο, τα ερείπια, τους περαστικούς, τον χοντρό κύριο με την πράσινη μπαντάνα στο κεφάλι, που ακολουθεί λάγνα από πίσω δυο κοριτσάκια, την κυρία που μιλά αυστηρά στο σκύλο της, τραβώντας τον κάπως βίαια από το λουρί.
Από το σχολείο του Αγ. Παύλου τον κοιτώ. Και αυτός εμένα. Είμαι σίγουρη ότι με βλέπει και νιώθει ότι γίνομαι ένα μαζί του, ότι είμαστε από την ίδια στόφα. Μοιραζόμαστε την ίδια σκέψη. Αίφνης έρχεται και ο σύντροφός του δίπλα με ένα πέταγμα δυνατό, με μια πτήση μετρημένη και προσγειώνεται εκεί στη στέγη, πιο πέρα. Όχι, δεν είναι σαν τα τέρατα των καθολικών εκκλησιών που τρομάζουν με την άσχημη και άγρια σιγή τους το κακό! Τούτα δω, βρίσκονται εδώ για να δουν πως είναι η πόλη, πως παλεύουν καθημερινά οι συνηθισμένοι άνθρωποι. Θέλουν μόνο να ξεπλύνουν λίγο το μυαλό τους από τον θαλασσινό λιμανίσιο αέρα, από τη βρώμικη θολούρα του Πειραιά, για να ξαναφύγουν για λίγο μακρύτερα μέχρι τη Σαλαμίνα ή γιατί όχι μέχρι την Αίγινα και τον Πόρο ή την Ύδρα. Να παίξουν με τα κατάρτια, να χαϊδολογηθούν με τα κύματα, να γευματίσουν τότε ένα αθώο, ανυποψίαστο ψαράκι, που χοροπηδά έξω από το νερό, να ταϊστούν από τους επιβάτες των πλοιαρίων, να αναπαυθούν πάνω σε μια μοναχική κυματοδαρμένη ξέρα.
Ο γλάρος πάντα στη θέση του. Επίσκοπος της δράσης στη γειτονιά. Το βλέμμα του έχει συναντηθεί με το δικό μου στις ίδιες παρατηρήσεις, στις ίδιες μαύρες σκέψεις και στις ίδιες αναπολήσεις των μεγάλων θαλασσών και της ελεύθερης πτήσης, της ελεύθερης σκέψης.
Η στέγη του μουσείου δίπλα, έχει όμως άλλη αίσθηση! Στην απέναντι ταράτσα είναι ένας φίλος, ο σκύλος, ο Τζακ, ξεχασμένος εκεί από τα φιλόζωα αφεντικά του. Μια ταράτσα πνιγμένη στα απορρίμματά του. Στο αυτοκίνητο είναι η γάτα, την έχει ονομάσει Τομ και στην απέναντι βεράντα μια κυρία με μαγιό κάνει ηλιοθεραπεία. Πόσες διαφορετικές εικόνες, ακόμα και από τη θέση αυτή στάσης, που βρίσκεται!
Ο Τομ, από ώρα πάνω στην οροφή του αυτοκινήτου, πλένεται, γλείφοντας επιμελώς το τρίχωμά του και μετά μένει ακίνητος, σαν αποσβολωμένος, παρακολουθώντας μια μικρή αγέλη τεσσάρων γατιών να κυνηγιούνται μέσα στα αρχαία, σαν να έβλεπε κανείς τις τίγρεις της Βεγγάλης, να πηδούν με μια εκπληκτική ευκολία πάνω στον τοίχο και μετά στην απέναντι οροφή και να συνεχίζουν σε κάτι αποθήκες, χαλάσματα του μουσείου.
Εξωτική εικόνα! Η γάτα, ο Τομ, μαύρος ακίνητος σαν τη Σφίγγα σαν το βιγλάτορα, από την οροφή του αυτοκινήτου.
Νάτο πάλι! Έβγαλαν έξω τον ανάπηρο! Παλιός στρατηγός. Τώρα ένα κουβάρι σε μια αναπηρική καρέκλα, όμως με καλή σύνταξη! Τον περιφέρει γύρω από το τετράγωνο, ούτε καν, η κυρία Ζηνοβία, η γυναίκα του, με τον αδελφό της, μαζί με τη Φιλιπινέζα, που τον φροντίζει και που σήμερα ακολουθεί όπως έκανε πάντα, αλλά τώρα, με το πόδι στο γύψο. Ποιος ξέρει πως το έσπασε; Στην προσπάθειά της να τον σηκώσει; Είναι και βαρύς ο γέρος ! Κάνουν μια αξιοθρήνητη βόλτα, μονολογώντας « τι να σου κάνει ο άνθρωπος, άμα γεράσει ; », περνούν με δυσκολία τον δρόμο, ακόμα και αυτός ο είλωτας, η Φιλιπινέζα και χώνονται στην ασφάλεια της μικρής, παλίας μονοκατοικίας, με μικρή αυλή, απέναντι από το Μουσείο. Μετά άμεση επιστροφή στη στεγνή καθημερινότητα. Ξάπλα στο κρεβάτι, μπροστά στην τηλεόραση, τα φάρμακα στη σωστή ώρα και ύπνος, πολύς ύπνος πριν τον θάνατο.
Η γάτα σταθερά πάντα στη σχάρα της στέγης του αυτοκινήτου. Απορεί με την ματαιοδοξία του ανθρώπου. Ο γλάρος τον κοιτά, κοιτά και εμένα και όλοι κάνουμε την ίδια σκέψη.
Μια άλλη γατούλα απολαμβάνει τα αρχαία, το λιοντάρι το αρχαίο θέατρο. Έχει συνηθίσει άραγε να μιλά με τους αρχαίους; Είναι πάντως βασίλισσα στο σκηνικό της, νιώθει την ασφάλεια του περιφραγμένου χώρου και μιλά με τα αγάλματα, που τη σέβονται όπως και εκείνη βέβαια τα σέβεται με τη σειρά της.
Ο γλάρος πάντα στη θέση του. Επίσκοπος της δράσης στη γειτονιά. Το βλέμμα του έχει συναντηθεί με το δικό μου στις ίδιες παρατηρήσεις, στις ίδιες μαύρες σκέψεις και στις ίδιες αναπολήσεις των μεγάλων θαλασσών και της ελεύθερης πτήσης, της ελεύθερης σκέψης. Ελεύθερο το Άλμπατρος, ελεύθερη και εγώ, μακριά από οποιοδήποτε ακρωτηριασμό ή τραυματισμό έστω, που θα μπορούσε να επιφέρει την κατάρα στον καταραμένο αυτόν τόπο. Μόνη σωτηρία η πνοή της αρχαίας πέτρας που αναδύει μια ανάσα ζεστή μαζί με υγρασία.
Ο γλάρος έκανε να φύγει, αφού πρώτα με κοίταξε για τελευταία φορά, έχοντας καρφώσει τη πλαϊνή ματιά του στο βλέμμα μου. Το ταίρι του τον ακολούθησε. Τι όμορφα που πέταγαν παρέα!
Γλάρε πάρε μαζί σου την ατίθαση ψυχή μου! Πάρε με στου αφρούς της θάλασσας και στις ξερολιθιές ! Εκεί όπου θα βρω την αλήθεια, την καθαρότητα, μακριά από βρώμικες, μικρές σκέψεις, μικρότητες των γύρω, βρωμιές και μολύνσεις. Εκεί που θα ενωθώ με το αρχέγονο, το πραγματικό, με τη φύση, όπως την έβλεπε ο Αριστοτέλης και ο Πλάτωνας ! Σε αυτή την συμπαντική ολότητα του καθηγητή, του Λιαντίνη, εκεί που δεν υπάρχει ο μικροαστικός θάνατος, αλλά μόνο η Ζωή νυν και Αεί !
Σαν να άκουσε τη σκέψη μου και έκανε να γυρίσει. Δεν ήμουν εγώ έτοιμη. Έπρεπε να κάνω κι άλλη διαδρομή. Το ήξερε αυτό, το ένιωθε, δεν χρειάστηκε να το συζητήσουμε. Θα περιμένει και αν δεν είναι αυτός, θα είναι κάποιος άλλος γλάρος, ίδιος με αυτόν ή μπορεί και όχι. Τι σημασία θα έχει; Σταθερή θα είναι η επικοινωνία με τους γλάρους, τα μοναχικά και αποδιοπομπαία σκυλιά της ταράτσας, τις βασιλικές γάτες, τη τσακισμένη ζωή, τη τραυματισμένη φύση. Χωρίς λόγια, στα βουβά. Με έναν λόγο υπέρτατο, διαισθητικό, κοινό και παγκόσμιο.
Μαρία Μαρή
εκπαιδευτικός - Θεατρολόγος