Οι Κολομβιανοί μοιάζουν έτοιμοι να στηρίξουν την ειρηνευτική συμφωνία με τους μαρξιστές αντάρτες στο δημοψήφισμα που διεξάγεται σήμερα και αποτελεί το τελευταίο εμπόδιο στη συμφωνία αυτή, με την οποία μπαίνει τέλος σε 52 χρόνια πολέμου και οι μαχητές των FARC καλούνται να ενταχθούν και πάλι στην κοινωνία και να σχηματίσουν ένα πολιτικό κόμμα.
Το δημοψήφισμα ζητεί ένα απλό «ναι» ή «όχι» στην ερώτηση αν οι Κολομβιανοί υποστηρίζουν τη συμφωνία που υπογράφηκε την περασμένη εβδομάδα από τον πρόεδρο Χουάν Μανουέλ Σάντος και τον διοικητή των ανταρτών γνωστό ως Τιμοσένκο.
Οι Επαναστατικές Ένοπλες Δυνάμεις της Κολομβίας (FARC), ο αριθμός των οποίων μειώθηκε τα τελευταία χρόνια σε περίπου 7.000 μέλη λόγω της υποστηριζόμενης από τις ΗΠΑ στρατιωτικής επίθεσης εναντίον τους, συμφώνησαν να παραδώσουν τα όπλα και να αγωνισθούν για την εξουσία στις κάλπες, αντί με τις σφαίρες.
Έπειτα από τέσσερα χρόνια διαπραγματεύσεων στην Αβάνα, η τελική συμφωνία χειροκροτήθηκε σ' όλο τον κόσμο. Πρόσφατες δημοσκοπήσεις δείχνουν πως είναι πιθανό να την επικυρώσουν περίπου τα δύο τρίτα των ψηφοφόρων.
Ο πρώην πρόεδρος Άλβαρο Ουρίμπε ηγήθηκε του στρατοπέδου του «όχι», υποστηρίζοντας πως οι αντάρτες θα πρέπει να πληρώσουν μπαίνοντας στη φυλακή για εγκλήματα τα οποία έχουν διαπράξει, και όχι να τους δοθούν κοινοβουλευτικές έδρες. Όμως οι περισσότεροι Κολομβιανοί, ακόμη και μερικοί που θεωρούν τη συμφωνία υπερβολικά ήπια για τις FARC, μοιάζουν πεισμένοι πως μια ατελής ειρήνη είναι καλύτερη από τη συνέχιση του πολέμου.
«Ακόμη κι ένας θάνατος λιγότερος είναι επαρκές επιχείρημα», λέει η Σάντρα Γκεβάρα, μια 42χρονη γραμματέας. «Ψηφίζω ναι επειδή στοιχηματίζω στην ελπίδα, για να υπάρξει εγγύηση ότι ο γιος μου θα μπορέσει να δει μια καλύτερη χώρα».
Βάσει της συμφωνίας που συνήφθη, οι FARC, οι οποίες άρχισαν μια αγροτική εξέγερση το 1964, μπορούν να συμμετάσχουν στις προεδρικές και βουλευτικές εκλογές του 2018 και έχουν 10 έδρες στο Κογκρέσο εγγυημένες έως το 2026.
Μολονότι ο αριθμός των εδρών δεν επαρκεί για να αλλάζουν νομοθετήματα, μερικοί εξακολουθούν να είναι εξοργισμένοι.
«Ο πρόεδρος έδωσε στους αντάρτες τη δυνατότητα να είναι στην κυβένηση. Ξεπούλησε τη χώρα», λέει η 66χρονη Φάνι Κάστρο, νοικοκυρά στην Μπογκοτά, ο γαμπρός της οποίας είναι στον στρατό. «Πρέπει να ψηφίσουμε όχι, διαφορετικά θα έχουμε τους αντάρτες από πάνω μας».
Αν η ειρηνευτική συμφωνία εγκριθεί σήμερα, ο Σαντος είναι πιθανο να στραφεί προς μια φορολογική μεταρρύθμιση, την οποία χρειάζεται πολύ η χώρα, καθώς και σε άλλα μέτρα για να αντισταθμιστεί η πτώση στο εισόδημα από το πετρέλαιο, καθώς και προς ενδεχόμενες συνομιλίες με τη μικρότερη ανταρτική οργάνωση ELN.
Η ψηφοφορία ολοκληρώνεται στις 4 μ.μ. (τοπική ώρα, μεσάνυχτα ώρα Ελλάδας) και τα αποτελέσματα αναμένονται νωρίς το βράδυ.
Αυτό το αντάρτικο, το αρχαιότερο στη Λατινική Αμερική, ιδρύθηκε το 1964, εν μέσω μιας αγροτικής εξέγερσης, και μετράει ακόμα 5.765 μαχητές, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα κυβερνητικά στοιχεία. Η συμφωνία ειρήνης προβλέπει τον αφοπλισμό και την αποστράτευσή τους μέσα σε έξι μήνες, καθώς και τον μετασχηματισμό των FARC σε νόμιμο πολιτικό κίνημα.
Σύμφωνα με τις αρχές, οι αντάρτες έχουν στην κατοχή τους τεράστιες εκτάσεις γης, κτηνοτροφικές μονάδες, αγροκτήματα, καταστήματα και κατασκευαστικές εταιρείες, που αξιοποιούνταν για να χρηματοδοτείται η δράση τους και να νομιμοποιούνται έσοδα από απαγωγές, εκβιάσεις ή εμπορία ναρκωτικών.
Βάσει της συμφωνίας, οι αντάρτες θα αναλάβουν πρωτοβουλίες σε τομείς της οικονομίας όπως ο τουρισμός, η γεωργία, η κτηνοτροφία ή η παραγωγή διατροφικών ειδών, στις οποίες θα απασχολούνται πρώην μαχητές. Δεν επιτρέπεται ωστόσο η χρηματοδότηση τέτοιων έργων με χρήματα που εξασφαλίστηκαν από εγκληματικές δραστηριότητες.
Η περίπλοκη ένοπλη σύρραξη στην Κολομβία, στην οποία ενεπλάκησαν οργανώσεις της άκρας αριστεράς—περιλαμβανομένου του Στρατού Εθνικής Απελευθέρωσης (ELN), που κατά τις αρχές διαθέτει 1.500 μαχητές και συνεχίζει τη δράση του—παραστρατιωτικές οργανώσεις της άκρας δεξιάς και οι ένοπλες δυνάμεις, στοίχισε τη ζωή σε τουλάχιστον 260.000 ανθρώπους, ενώ άλλοι 45.000 παραμένουν επισήμως αγνοούμενοι και 6,9 εκατομμύρια πολίτες εκτοπίστηκαν.
Πηγή: ΑΠΕ/ΜΠΕ
σχόλια