Βαριόμουν φριχτά τον Μπομπ Ντίλαν, κυρίως γιατί ο μπαμπάς μου, που έχει όλους τους δίσκους του, σχεδόν με ανάγκαζε από νήπιο να ακούω την κλαψιάρικη φωνή του τραγουδοποιού απ' τα βινύλια, ενώ, πολύ πιο συχνά απ' ό,τι θα ήθελα, ο ίδιος γρατζουνούσε μια κιθάρα με τα ίδια και τα ίδια τραγούδια.
Τον Φεβρουάριο του 2008, όταν παίχτηκε η ταινία του Todd Haynes εμπνευσμένη απ' τη ζωή του Ντίλαν, το 'I'm Not There', τον συνόδευσα στον κινηματογράφο Βακούρα ξέροντας πως ήθελε να τη δει.
Μετά την ταινία, που μου άρεσε πολύ, κάτι περίεργο έγινε. Ο μπαμπάς μου μίκρυνε σαράντα χρόνια. Και καθώς περπατούσαμε στη βραδινή Θεσσαλονίκη, άρχισα να ακούω πράγματα που δεν μου είχε πει ποτέ και που (ντρέπομαι να πω) δεν είχα ενδιαφερθεί ποτέ να μάθω.
Για τις μπομπίνες που δανειζόταν για να ακούει Ντίλαν, για το σπίτι που έπιασε αμέσως με το που τελείωσε το σχολείο το 1964 - δυο δωμάτια στην Πλατεία Ναυαρίνου, για τη ζωή του τότε, για τους στίχους των τραγουδιών που του κρατούσαν παρέα στα 18 του και προσπαθούσε να τους καταλάβει γράφοντάς τους σ' ένα τετραδιάκι, για το πώς όταν τους κατάλαβε ένιωσε πως ο Ντίλαν ήταν ο μεγαλύτερος ποιητής της γενιάς του και πως θα του άξιζε Νόμπελ Λογοτεχνίας, για τις κασέτες που έχασε, για τον ηλεκτρισμό που ένιωθε όταν άκουγε τα τραγούδια του Ντίλαν και ανατρίχιαζε κι ονειρευόταν να 'χε μια κιθάρα και να γύριζε τον κόσμο τραγουδώντας...
Γυρίσαμε μαζί στο πατρικό μου και κοιμήθηκα εκεί. Και για πρώτη φορά εγώ του ζήτησα να γρατζουνίσει την κιθάρα του. Και, πάλι για πρώτη φορά, συνειδητοποίησα πως τα 'παιζε καλά ο άτιμος.