Άτιτλο μυστικό. Αφιερωμένο στους ανθρώπους των τοίχων.

Άτιτλο μυστικό. Αφιερωμένο στους ανθρώπους των τοίχων. Facebook Twitter
2

 

Άτιτλο μυστικό. Αφιερωμένο στους ανθρώπους των τοίχων. Facebook Twitter

Λένε ότι αν για κάτι δεν αντέχεις να μιλήσεις, είναι γιατί « απλά » δεν το έχεις ακόμη ξεπεράσει.

Αυτές τις μέρες συμπληρώνονται δύο χρόνια από την πρακτική άσκηση που όλοι οι μεταπτυχιακοί φοιτητές κληθήκαμε να επιλέξουμε και να φέρουμε εις πέρας στην σχολή Εγκληματολογίας της Λουβέν. Μου το θύμισε σήμερα ένα απόκομμα εισιτηρίου τρένου που έπεσε – φθινοπωρινό φύλλο σωστό! – από την μέσα τσέπη μιας ξεχασμένης γκρι κάπας.


Άλλος συμφοιτητής επέλεξε τα δικαστήρια, άλλος τις ανακριτικές υπηρεσίες κι αρκετοί την φυλακή. Εγώ ανήκα στην τελευταία αυτή κατηγορία. Στο Βέλγιο υπάρχουν μικρά μη-κερδοσκοπικά σωματεία, που επιτελούν σπουδαίο έργο, τα οποία αναλαμβάνουν διάφορες κοινωνικές δράσεις και επιβιώνουν με ευρωπαϊκές αλλά και κρατικές επιχορηγήσεις. Το σωματείο στο οποίο με δέχθηκαν για την άσκηση ήταν αυτοδιαχειριζόμενο και αποτελούμενο από μία πολυμελή ομάδα καθηγητών και δασκάλων οι οποίοι έμπαιναν με μεράκι καθημερινά ως επισκέπτες στις φυλακές της χώρας προκειμένου να κάνουν μάθημα σε τάξεις κρατουμένων: γλώσσα, ιστορία, μαθηματικά, γεωγραφία κτλ. Σε εμένα, ξένη γαρ και για να μην ξεχάσουν οι κρατούμενοι και τα λίγα γαλλικά που ήξεραν, ανατέθηκε να δίνω το μάθημα της Γενικής Κουλτούρας από κοινού με τον ήδη υπάρχοντα καθηγητή. Σε αυτό το μάθημα υπήρχε μία μεγαλύτερη ευελιξία στην επιλογή της ύλης: μπορούσες να επιλέξεις να μιλήσεις στην τάξη για τέχνη, ιστορία, μυθολογία, ταξίδια κτλ. Άρα ήταν ό,τι έπρεπε για μια νεαρή αλλοεθνή φοιτήτρια με αμήχανα και στρεσαρισμένα γαλλικά σαν κι εμένα.


Τρεις μήνες λοιπόν έδινα μαθήματα Γενική Κουλτούρας, δύο φορές την εβδομάδα, σε δύο φυλακές του Βελγίου. Η μία ήταν υψίστης ασφαλείας και βρισκόταν σε ένα απομονωμένο μέρος κάπου στη βελγική επαρχία, στις όχθες του Μόζα. Η δεύτερη βρισκόταν σε μία από τις μεγαλύτερες πόλεις της χώρας.


Στριφογυρίζουν στο μυαλό μου στιγμές και ιστορίες. Όχι πρόσωπα. Μόνο ιστορίες ανθρώπων. Ο φούρναρης από το Ιράκ, από την πόλη των χιλίων και μίας νυχτών. Ο ισοβίτης εκείνος, πενήντα οκτώ ετών, που από τα εννιά του ήταν εισηγμένος σε αναμορφωτήριο και που στην κηδεία της μητέρας του τον περίμεναν, λέει, στην έξοδο του νεκροταφείου δύο περιπολικά με αναμμένα τα μπλέ τους φώτα. Ο εικοσιτετράχρονος εκείνος νεαρός που τα μάτια του φώτισαν στο μάθημα για την Λατινική Αμερική και έλεγε σε όλη την τάξη πόσο ήθελε να βρεθεί στο Περού και να « κατακτήσει » το Μάτσου Πίτσου. Θεέ μου, ήταν είκοσι τεσσάρων ετών, κι αν τον έβλεπε κανείς, θα έλεγε πως ήταν ένας κουρασμένος μεσήλικας. Κι εκείνος ο απόμακρος κύριος, είκοσι χρόνια στην φυλακή μου είχε πει ο καθηγητής, που στο μάθημα για τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου είχε γαντζωθεί από τις εικόνες του Φάρου της Αλεξάνδρειας κι ήθελε να τα μάθει όλα.


Ήθελε να τα ζήσει όλα.
Ήθελε.
Ήθελε ακόμα.
Αν αυτό δεν είναι η ίδια η Zωή αυτοπροσώπως, τότε τί;

Κι είναι κι εκείνη η στιγμή, εκείνη η μορφή. Είχε έρθει μονάχα μία φορά στο μάθημα και μου είπαν να προσέχω πολύ γιατί ήταν επικίνδυνος. Μιλούσαμε για την θάλασσα εκείνο το πρωί μέσα στ' ολόκλειστο δωμάτιο-τάξη. Κι ήταν ο μόνος που δεν είχε βγάλει λέξη. Και ξαφνικά με μια βαθιά φωνή που λες και προσπάθησε κι αποφάσισε ν'ακουστεί στον πάνω κόσμο : « Ξέρετε, κυρία, εγώ...έχω μεγαλώσει δίπλα στην θάλασσα. » Αυτό. Τίποτε άλλο. Μετά σιωπή. Σιωπή που έμοιαζε πως θα ήταν για πάντα.


Κι ένα ποίημα στο πίσω μέρος του ακυρωμένου εισιτηρίου τρένου που μου θύμισε σήμερα εκείνες τις στιγμές. Έμοιαζε μ'αυτά τα ποιήματα που γράφω για να τα ξεχάσω μετά, αλλά παρόλα αυτά τώρα θυμόμουν: το είχα γράψει σε ένα μεσημεριανό διάλειμμα καθισμένη στις όχθες του Μόζα και το είχα τιτλοφορήσει 'άτιτλο μυστικό':

« Με τα χέρια μου στραγγάλισα τούτον τον κύκνο.

Μονομιάς.
Σκληρά.

Χωρίς να του χαρίσω ούτε μία τελευταία ανάσα.

Κάτω απ'τη ροδιά.
Και δίπλα στην πράσινη πόρτα.

Τον σκότωσα.

Έσφιξα τον λαιμό του μες στο δεξί μου χέρι.
Και πέθανε λευκός. Κοιτώντας με στα μάτια.
Και πέθανε ανέγγιχτος. Όπως τα δυο μου χείλη.
Και πέθανε ανίερα. Όπως τα χέρια μου όταν δεν σ'αγαπούν.

Και πέθαινε. Με συντροφιά τα ρόδινα τα ρόδια. »

 

Λένε ότι αν για κάτι δεν αντέχεις να μιλήσεις, είναι γιατί « απλά » δεν το έχεις ακόμη ξεπεράσει. Πώς να είναι άραγε όταν την ζωή σου την δένει κάτι για το οποίο δεν αντέχεις να μιλήσεις ούτε στον ίδιο σου τον εαυτό (;)

Ελένη Βελέντζα
Υποψήφια διδάκτωρ της Εγκληματολογίας στο Πανεπιστήμιο της Λουβέν

2

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

σχόλια

1 σχόλια