Ο Cream Cracker ήρθε στα χέρια μου μέσα σε ένα μικροσκοπικό κλουβί μια πολύ θλιβερή μέρα. Μου τον χάρισε κάποιος εκτροφέας που λάβαινε μέρος στον διαγωνισμό τραγουδιού μαλινουά, κάπου στην Καλλιθέα. Την ημέρα που μου τον έδωσε, έγινε κάτι τρομερό στον διαγωνισμό των καναρινιών. Μόλις έγινε η απονομή των νικητών, και ενώ ο κόσμος είχε αρχίσει να διαλύεται, κάποιος από τους νικητές της πρώτης τριάδας δεν άντεξε τη χαρά και έπαθε έμφραγμα την ώρα που κατέβαινε την σκάλα. Μέχρι να έρθει το ασθενοφόρο ο άνθρωπος πέθανε και έτσι αυτός ο διαγωνισμός θα πρέπει να είναι μια οδυνηρή ανάμνηση για όλους τους συμμετέχοντες.
Η εκδήλωση γινόταν στο Πολιτιστικό Κέντρο Μελίνα Μερκούρη και είχε πάρα πολύ κόσμο από όλη την Ελλάδα -είναι πάρα πολλοί οι Έλληνες καναρινόφιλοι, πιο πολλοί από όσους μπορείς να φανταστείς: εκτροφείς, χομπίστες, απλά περίεργοι. Είχε επίσης πολλά καναρίνια που διαγωνίζονταν μόνα τους και σε τετράδες. Κάποια τραγουδούσαν συγκλονιστικά. Ο Cream Cracker δεν ήταν από τους διαγωνιζόμενους, που σημαίνει ότι δεν ήταν από τους συγκλονιστικούς τραγουδιστές, ήταν όμως απίστευτα ήρεμος, τόσο που στην αρχή νόμισα ότι ήταν ναρκωμένος για να μην τρομάξει από το ταξίδι. Δεν ήταν. Απλά είχε μεγαλώσει σε ένα κλουβί που ήταν σχεδόν όσο και το μήκος του και είχε ζήσει για μήνες ακίνητος και μέσα στο σκοτάδι. Έτσι τα εκπαιδεύουν τα μαλινουά για να γίνουν καλοί τραγουδιστές, στο σκοτάδι. Τα κλείνουν σε μια ντουλάπα χωρίς φως για να είναι συγκεντρωμένα και τους βάζουν να ακούν όλη μέρα το κελάηδημα των εκπαιδευτών που είναι παλιοί καλοί τραγουδιστές. Φως βλέπουν για λίγο, ίσα για να φάνε και να πιουν νερό και μετά επιστρέφουν πάλι στο σκοτάδι.
Εκεί στη μοναξιά, το σκοτάδι και το στριμωξίδι που είχε ζήσει σχεδόν τους περισσότερους μήνες της ζωής του, ο Cream Cracker είχε γίνει σαν ζαβλακωμένος. Σε κοιτούσε ακίνητος, γέρνοντας μόνο λίγο το κεφάλι, χωρίς να τρομάζει ή να αντιδρά, ακόμα και στην πιο απότομη κίνηση. Κι όταν τον πήγα στο σπίτι και τον έβαλα σε μεγάλο κλουβί, δεν ήξερε τι να κάνει. Στεκόταν σαν βαλσαμωμένος, τίναζε τα φτερά του και δίσταζε ακόμα και να πηδήσει στο διπλανό κλαδί. Χρειάστηκαν μέρες για να αρχίσει να πηδάει από κλαδί σε κλαδί και να φτερουγίζει. Όταν όμως συνήθισε το νέο του σπίτι, έγινε το πιο cool πουλί του κόσμου. Πουλί με τρόπους και χαλάλι η εκπαίδευση και τα σκοτάδια, γιατί τίποτα δεν πήγε χαμένο. Όταν αποφάσισε να ανοίξει το στόμα του, το τραγούδι του ήταν σχεδόν σοκαριστικό, δεν είχε καμία σχέση με τον εκκωφαντικό ήχο των άλλων καναρινιών. Ξεκίναγε με ένα χαμηλόφωνο κουκ κουκ κουκ, γινόταν κλοκ κλοκ κλοκ και μετά άλλαζε συνέχεια φωνές, ήρεμα όμως και χαμηλά, χωρίς τις τσιρίδες και το κρεσέντο των άλλων καναρινιών. Έτσι ύπουλα και χαλαρά που ξεκίναγε να τραγουδάει ξάφνιαζε και όποιον ερχόταν στο σπίτι και τον άκουγε για πρώτη φορά, κανείς δεν πίστευε ότι αυτός ήταν ήχος από καναρίνι.
Με τον Cream Cracker αγαπηθήκαμε πολύ από την πρώτη στιγμή. Χοροπήδαγε από τη χαρά του κάθε φορά που έμπαινα στο σπίτι και πλησίαζε προς το μέρος μου με ανοιχτά τα φτερά. Και μετά άρχιζε το τραγούδι. Τραγούδαγε ασταμάτητα και έμαθε να σιγοντάρει οποιαδήποτε μουσική κι αν έπαιζε, τραγούδαγε ακόμα και μέσα στα άγρια μεσάνυχτα αν σηκωνόμουν και άνοιγα το φως, μερικές φορές τραγούδαγε και με τα φώτα της λάμπας του δρόμου.
Η αγάπη μας ήταν αμοιβαία και τα πηγαίναμε μια χαρά. Μέχρι που ήρθε στο σπίτι η γάτα. Τον έβαλα πάνω στα ντουλάπια της κουζίνας, σχεδόν στο ταβάνι, αλλά πάλι φοβόμουν μήπως βρει τρόπο η γάτα και ανέβει και καταλήξει ένα άδοξο γεύμα-ποτέ δεν ξέρεις, γάτα ήταν- έτσι τον πήγα στους γονείς μου.
Ο Cream Cracker μαράζωσε. Σταμάτησε να τραγουδάει, έτρωγε ελάχιστα, άρχισε να χάνει τα φτερά, έπαθε κατάθλιψη. Όταν πήγα να τον δω ήταν αγνώριστος: μαδημένος και ταλαίπωρος, είχε πάλι ζαβλακωθεί και είχε κολλήσει σε ένα κλαδάκι. Τον έφερα πάλι στο σπίτι, τον έβαλα πάνω στον απορροφητήρα και ξαναγαπηθήκαμε. Όταν πέθανε η γάτα τον κατέβασα πάλι στο σκαμπό του καθιστικού και άρχισε πάλι τις χαμηλόφωνες άριες.
Όταν τον έβγαζα από το κλουβί, στεκόταν στο χέρι μου, ανέβαινε στον ώμο μου και μετά πετούσε πίσω στο κλουβί, δεν την συμπαθούσε την άπλα και τους ανοιχτούς χώρους. Επίσης, δεν συμπάθησε ποτέ μια κανάρα που του έφερα για παρέα, δεν την πλησίαζε, και παρόλο που έμειναν για μήνες μαζί, έδειχνε με κάθε τρόπο ότι του ήταν ανεπιθύμητη. Του άρεσε η ησυχία του και η μοναξιά.
Το περσινό καλοκαίρι, με τον μεγάλο καύσωνα, έπαθε πνευμονία από το κλιματιστικό και κόντεψε να πεθάνει. Τη γλίτωσε στο τσακ. Του έμεινε όμως μια βραχνάδα και για έναν ολόκληρο χρόνο σταμάτησε να τραγουδάει. Μια μέρα του Νοεμβρίου, νωρίς το πρωί, τον άκουσα να τραγουδάει όπως παλιά, -μόλις έπεφτε πάνω του το φως του ήλιου ξεκίναγε το τραγούδι.
Στις 8 Δεκεμβρίου, την ημέρα που γίνονταν τα επεισόδια στα Εξάρχεια, τον ξέχασα στο μπαλκόνι ανάμεσα στους καπνούς από τις μολότοφ και τα χημικά. Όταν γύρισα τα ξημερώματα από τη δουλειά, τον βρήκα νεκρό στον πάτο του κλουβιού. Είχε πεθάνει από ασφυξία.
Ήταν 6 χρονών.