Παρέες / Παρίες
Καθένας τους και καθεμιά τους ήθελε σε μια παρέα να ανήκει. Υπάρχουν οι παρέες και οι παρίες. Το ανάμεσα δεν υπάρχει. Ο Οδυσσέας Γεωργίου ήταν το ανάμεσα που δεν υπήρχε. Αλλά έπρεπε να υπάρξει. Ήθελε να υπάρχει. «Θέλω να υπάρχω», άκουγε από τον χώρο μιας άλλης ύπαρξης/ανυπαρξίας, ήτοι από της ποίησης τον χώρο, να φωνάζει ο Νίκος Καρούζος. «Θέλω να υπάρχω», φώναζε εντός του, μέσα του, μυχίως, ούρλιαζε με σιγαστήρα, ο Οδυσσέας Γεωργίου.
Αυτός που δεν υπάρχει και θέλει να υπάρχει, γίνεται μνήμων. Γίνεται memory babe. Γίνεται αν όχι Ειρηναίος Φούνες, αν μη τι άλλο Jack Kerouac. Ο Συγγραφέας πίνει μια γουλιά από το ουίσκι του, ανάβει ένα άφιλτρο τσιγάρο, και το επαναλαμβάνει, και στο σημειωματάριο, αλλά και, αργότερα, στην παλιά γραφομηχανή, μάρκας Olympia, μοντέλο Monica του 1963, μέταλλο, όχι πλαστικό, μέταλλο: «Αυτός που δεν υπάρχει και θέλει να υπάρχει, γίνεται μνήμων».
Ο ξεχωριστός, η ξεχωριστή: παρίας. Και όποιος και όποια δεν θέλει να είναι παρίας γίνεται παρέα. Δεν προσχωρεί σε παρέες, γίνεται παρέα. Που σημαίνει: επινοεί παρέες, φτιάχνει παρέες, οργανώνει παρέες, συγκροτεί παρέες, συνθέτει παρέες. Κι αν οι παρέες αυθαδιάσουν, αν οι παρέες πάρουν ψηλά τον αμανέ, αν οι παρέες σηκώσουν το μπαϊράκι της αυταρέσκειας, αν οι παρέες πάνε να το παίξουν η αλεπού εκατό τα αλεπουδάκια εκατόν δέκα, ο πρώην παρίας και νυν επινοητής της παρέας κάνει μια έτσι, και με μια ακαριαία στρατηγική κίνηση, διαλύει τις παρέες εις τα εξ ων συνετέθησαν, τις κατακερματίζει, τις σαρώνει, τις ανασκολοπίζει, τις τινάζει στον αέρα, τις στέλνει στης λήθης τη λίμνη.
Στο Πάρκο του Βόλου, στη ζώνη ανάμεσα στον Άγιο Κωνσταντίνο και τη Σκάλα των Μιλάνων, στο bunker της εφηβείας, μιας φέτας μάλλον της εφηβείας που συνέρρεε στην ντισκοτέκ Sanitarium και συνάμα διάβαζε περιπαθώς Σεφέρη (ακούει ο Συγγραφέας ακόμη τον Χαΐμ Μπεϊκέρη με φωνή βελούδινη να απαγγέλλει «πάμε στο σπίτι μας, πάμε στο σπίτι μας ν’ ανάψουμε το φως» ενώ ο Κώστας Μπακιρτζής τον συνοδεύει στην κιθάρα παίζοντας ιδιοφυώς μιαν αδιανόητη εκδοχή του Adagio για Έγχορδα του Barber), στο point culminant της ζέουσας εφηβείας, και πιο κει, στο Ξενία (άραγε ο Σταμάτης το σχεδίασε ή ο Κωνσταντινίδης;) με το εξωφρενικά αταίριαστο για κείνη την εποχή μίνι-γκολφ αλλά με τα απολύτως ταιριαστά παράνομα φιλιά και χάδια, έγιναν εκείνες οι πρώτες συναντήσεις και σημειώθηκαν εκείνα τα πρώτα συμβάντα που κατέστησαν τις παρέες σημαντικές και έκαναν μνήμονα τον παρία. Κάπου εκεί ενταφιάστηκαν κάμποσων γονέων τα όνειρα να μεγαλώσουν τα παιδιά τους και να σημειώσουν κοινωνικές επιτυχίες και να ανελιχθούν στη μία ή την άλλη ιεραρχία.
Όποιος από νωρίς στις αφροσύνες και στον έρωτα ενδίδει, όποιος από μικρός στη φιλία και στην ποίηση ομνύει, θα δει πολλές φορές των γονιών του τα μάτια από ματαίωση να βουρκώνουν.
Συνεχίζεται. Αύριο: Η Διαλεκτική της Διάρκειας, Ι
σχόλια