Αυτές τις μέρες οι δουλείες μου με φέρνουν κάθε πρωί γωνία Ιπποκράτους με Πανεπιστημίου. Χαζεύω λοιπόν και εγώ, όπως και οι περισσότεροι, τις εφημερίδες που κρέμονται στο γωνιακό κιόσκι. Εντυπωσιασμένος από την «έγκυρη» ειδησεογραφία του Αθηναϊκού Τύπου, έψαξα παλιά αρχεία σε αναζήτηση απάντησης στο ερώτημα: «Πόσο κίτρινος ήταν ο Τύπος τα παλιά χρόνια;» Ανακάλυψα ένα χρονογράφημα του Δημήτρη Ψαθά που φαντάζει σήμερα εξοργιστικά επίκαιρο. Απολαύστε το.
«Τι είνε αυτή η τρικυμία πού εσηκώθη στα καλά καθούμενα; Καθώς ανοίγει την εφημερίδα του το πρωΐ ο Έλλην αναγνώστης πάει να τρελλαθή. Επέστρεψαν λοιπόν οι ωραίοι καιροί κατά τους οποίους έβγαινε το πρωΐ από το σπίτι του και δεν ήξερε αν θα επέστρεφε το μεσημέρι; Φέρνει το χέρι εις το μέτωπο, φαίνεται πώς έχομεν πυρετόν. Μια κρίσις κιτρίνου πυρετού με θερμοκρασίαν υπό σκιάν τριανταοχτώ βαθμών. Ο Θεός να βάλη το χεράκι του….
Το πρωΐ ο αθηναϊκός δρόμος είνε γεμάτος από συνωφρυωμένες φάτσες. Όλων των ειδών οι τύποι, από τον λαϊκώτερον έως τον αγαθόν αστόν, πού δεν τον πιέζουν εξαιρετικά τα γενικώτερα προβλήματα της χώρας, ευρίσκονται σε ανησυχίαν. Ένα περίεργον αίσθημα πού κυμαίνεται μεταξύ εκπλήξεως και περιεργείας, μεταξύ φόβου και πολεμικού μένους κυριαρχεί επάνω στα πρόσωπα.
-Τι γίνεται αδελφέ μου… χανόμαστε!
-Δεν θα κηρύξουν τον … στρατιωτικόν νόμον;
Τα πολύστηλα άρθρα και η φοβερές φωτογραφίες σκορπίζουν παντού ρίγη. Η ατμόσφαιρα είνε γεμάτη από ηλεκτρισμόν. Εις τας στήλας των εφημερίδων μαίνεται ο πόλεμος! Ο φυσικός νόμος της επιταχύνσεως εις τας θριαμβευτικωτέρας του στιγμάς. Κάθε πρωΐ και μια καινούργια έκπληξις.
Εκείνο πού ελέγετο ειδησεογραφία άλλοτε, και από το οποίον ο αναγνώστης επληροφορείτο τα γεγονότα της ημέρας, έχει περιπέσει προ πολλού εις αχρηστίαν. Η πρωϊνή εμφάνισις των εφημερίδων δίνει την εντύπωσιν φοβερών ιπποδρομιών, αγώνων διαγωνισμού, εις τον οποίον καθεμία προσπαθεί να υπερβάλη την άλλην. Η στήλες μετεβλήθησαν σε ένα περίεργον δημοπρατήριον εις το οποίον οι γράφοντες πλειοδοτούν σε εκφράσεις, χαρακτηρισμούς, επιθέσεις. Ο αγών δεν γίνεται πλέον για την ενημερότητα. Αυτή είνε παλαιότατον φρούτον. Η μεγάλη μάχη δίδεται ολόγυρα από την εντύπωσιν. Ποια εφημερίς θα καταφέρη να καταπλήξη περισσότερον; Αυτή έρχεται γκανιάν. Επαρακολουθήσατε την τακτικήν των; Είνε αριστουργηματική εις το είδος της.
-Ο τάδε υπουργός στερείται μεγάλων προσόντων.
-Είνε ανίκανος!.
-Είνε ύποπτος!
-Είνε παληανθρωπάκος!
-Είνε λωποδύτης!
-Είνε κοινός κλεφταράς!
-Είνε σεσημασμένος. Εδραπέτευσε χθές από τας φυλακάς!
Ο αναγνώστης πρέπει να καταπλαγή από τους χαρακτηρισμούς. Αλλοιώς ο σκοπός των γραφομένων κομματιών απέτυχε παταγωδώς. Επροσέξατε πώς αρχίζει η αρθρογραφία επί ενός θέματος και πού καταλήγει με την δημοσιογραφικήν δημοπρασίαν;
-Η Ελλάς δεν ευημερεί.
-Η Ελλάς δυστυχεί…
-Πεινά.
-Γυμνητεύει…
-Καταποντίζεται…
-Αλλά ούνα, αλλά ντούα…
-Η Ελλάς δεν υπάρχει…
-Αλλά τρέ…
-Ενθάδε έκειτο ποτέ η Ελλάς!...
Το κακόν έφθασε εις το μη περαιτέρω τας τελευταίας ημέρας. Εφωνάζαμε για τα άσεμνα! Δεν ήταν προτιμότερο εκατό φορές εις αυτήν την πρώτη σελίδα όπου εμφανίζονται σήμερα μαχαίρια και κουμπούρια να απελαμβάναμε τας γυμνάς καλλονάς του αγνώστου κινηματογραφικού αστέρος ή τα λιγωμένα μάτια της τάδε «κοκαϊνομανούς κυρίας της αριστοκρατίας»;
Το ύφος των εφημερίδων έχει καταπληκτικήν επίδρασιν εις την διάθεσιν των αναγνωστών. Εβλέπατε προ ολίγου καιρού ακόμα μέσα στο καφενείο, το εμειδίαμα πού έσταζεν από τα χείλη των αναγνωστών καθώς απελάμβαναν στρωμένοι εις της καρέκλες και στρατοπεδευμένοι εμπρός εις τον καφέν, το Χόλλυγουντ έν… αδαμιαία περιβολή.
-Μπρέ, μπρέ, μπρέ… γάμπες!
-Πώ, πώ, πώ, ωμορφιές…
Την εφημερίδα την εγλεντούσαν πρώτα από της εικόνες. Αυτές έδιναν το κουράγιο διά την συνέχισιν της αναγνώσεως. Διότι ο αναγνώστης έπρεπε να οπλισθή οπωσδήποτε με σχετικήν διάθεσιν και αρκετό κουράγιο για να περάση εις της λοιπές στήλες. Εκεί ήταν το τροπάριον των «καταστροφών»:
Η χάλαζα μεγέθους καρπουζίου πού έπεφτε και κατέστρεφε όλην την παραγωγήν, η ραγδαιοτάτη βροχή πού πλημμύριζε τας πεδιάδας, τα σύννεφα των ακρίδων πού κατέτρωγαν τα σπαρτά, οι πλημμύρες των ποταμών πού παρέσυραν ολόκληρους νομούς, οι ποταμοί του πυρός πού έκαιαν τα δάση, τα τάγματα των ληστών πού εκρεουργούσαν τον κόσμον, η φοβερές ακτίνες του ηλίου πού εβασάνιζαν τον αγρότην, τα κοπάδια των αρουραίων πού δεν άφηναν σπαρτό για σπαρτό, η επανάστασις των χωρικών πού εβάδιζαν ωπλισμένοι προς την πρωτεύουσαν, οι παντοίου είδους λιμοί, σεισμοί, καταποντισμοί πού έδερναν την δύσμοιρον χώραν, προσεφέροντο ως πρωϊνόν ρόφημα.
Μετά την ανάγνωσιν της εφημερίδος οι αναγνώσται… ετσιμπούσαν εαυτούς και αλλήλους για να πεισθούν ότι ευρίσκονται εις την ζωήν.
-Σωθήκαμε εμείς αδελφέ μου; Ζούμε ακόμη;
-Δόξα σοι ο Θεός. Κάνε το σταυρό σου!
Και οι άνθρωποι εδέοντο υπέρ της ψυχής των χιλιάδων τεθνεώτων και ευχαριστούσαν τον Ύψιστον ότι έμεινε ένα κομμάτι γής, επάνω εις το οποίον να μπορούν να διαβάζουν την εφημερίδα των και να πληροφορούνται τας συμφοράς των άλλων.
-Σώσον Κύριε τον λαόν σου…
-Πάμε ν’ ανάψωμε ένα κερί στην Παναγία…
Της τελευταίες ημέρες όμως ο Έλλην αναγνώστης πάει να τρελλαθή. Κυττά την εφημερίδα του πλέον με πραγματικόν τρόμον. Κάθε πρωΐ πού πηγαίνει στο κιόσκι και την αγοράζει κάνει το σταυρό του:
-Ποιος ξέρει τι μού έχει μαγειρέψει πάλι σήμερα.
Γιατί η ελληνική εφημερίς κατήντησε μαγέρικο, πού αγωνίζεται κάθε μέρα να του σερβίρη καινούργιο και καταπληκτικόν φαγητό. Οι μάγειροι των εφημερίδων ξέρουν καλά τα γούστα της πελατείας. Το ίδιο πιάτο και μαύρο χαβιάρι ακόμα να περιέχη κάθε μέρα κουράζει τον στόμαχο. Γι’ αυτό φτιάχνουν και τα σερβίρουν όσο μπορούν καλύτερα.
Ο πρόεδρος της κυβερνήσεως ταξειδεύει για διάφορα εξωτερικά ζητήματα. Αν προσφερθή έτσι η είδησις είνε ξερό… ψωμοτύρι. Ο πελάτης θα στραβομουτσουνιάση. Το ίδιο πράγμα μπορεί να γίνη… ιμάμ μπαϊλντί με αφθονώτατες σάλτσες. Εφ’ ώ και μετατρέπεται αυτοστιγμεί εις ανάγνωσμα με πολυστήλους τίτλους.
Ο πρωθυπουργός διασκεδάζει ενώ ο λαός πεινά! Κάμνει τα λουτρά του εις το Μπανιόλ ενώ ο λαός πεθαίνει. Και ούτω καθ’ εξής…
Βλέπετε μερικούς λαϊκούς τύπους, από τους οποίους χωνεύεται ευφροσύνως η Γκρέτα Γκάρμπο ως ντεμουαζελίδιον της Βλασσαρούς και η Λίλιαν Χάρβεϋ ως αστήρ καφέ-αμάν, να παίρνουν στα σοβαρά όλην αυτήν την ιστορίαν:
-Έχουν δίκηο αυτοί πού τά γράφουν!
-Τι λές μωρέ;
-Αλλά; Δεν βλέπεις τι γίνεται;
-Άντε…
-Δεν είδες πού τα γράφει;… Να πάρε και διάβασε!
Και ο νοήμων αναγνώστης αναγινώσκει τρίβων τα μάτια.
Πού θα πάη αυτό το κακόν; Άγνωστον. Υπάρχουν πολλοί πού παρακολουθούν τας εφημερίδας διά το περίεργον του πράγματος. Υπάρχουν άλλοι όμως πού πιστεύουν. Οι τελευταίοι αυτοί μίαν ημέραν θα πληροφορηθούν ασφαλώς από την εφημερίδα των ότι… απέθανον! Το έχουν πάθει ήδη αρκετοί».
(«Αθηναϊκά Νέα», Δ.Ψ. 1931)
Η Παλιά Αθήνα ανανεώθηκε για τον Απρίλιο και περιμένει την επίσκεψί σας.
σχόλια