Ξύπνησε κάθιδρος και κοίταξε απευθείας το ρολόι στο κομοδίνο του. 04:17 τα ξημερώματα... Τινάχτηκε πάνω, και ξυπόλητος βάδισε γρήγορα προς την κουζίνα. Άνοιξε τη βρύση απότομα και γέμισε ένα ποτήρι με νερό, μέχρι που ξεχείλισε στα χέρια του. Το ήπιε δίχως να πάρει ανάσα... Με το που το άδειασε, το πέταξε στο νεροχύτη. Το ποτήρι χτύπησε στο ανοξείδωτο και έγινε κομμάτια... Θρύψαλα παντού, γυαλιά...
"Άντε στο διάολο κι εσύ", μουρμούρισε καθώς πήγαινε προς το τραπέζι της κουζίνας. Τράβηξε την καρέκλα και κάθισε. Άρπαξε το πακέτο με τα τσιγάρα, έβγαλε ένα και το έφερε στα χείλη του. Το άναψε με τα σπίρτα που υπήρχαν πεταμένα πιο 'κει. Τράβηξε μία δυνατή τζούρα, και ξεφυσώντας τον καπνό άφησε έναν σιγανό αναστεναγμό...
Την είχε δει και πάλι στο όνειρό του... Ξανά, το ίδιο άσχημο όνειρο, να τη φιλάει κάποιος άλλος... Το χειρότερο; Ήξερε πως δεν ήταν απλά όνειρο. Ήταν όντως με κάποιον εδώ και αρκετούς μήνες... Από τότε που έφυγε από τη ζωή του με την ίδια ταχύτητα με την οποία ήρθε... Όλα είχαν γίνει πολύ γρήγορα. Η γνωριμία τους, η σχέση στην οποία προσπάθησαν να μπουν...
Δεν είχε νιώσει έτσι για καμία άλλη. Η κοπέλα αυτή τον έκανε να αισθάνεται όπως δεν είχε αισθανθεί με καμία άλλη. Στα δικά του μάτια, ήταν ό,τι πιο όμορφο, και κοντά της, αισθανόταν άνετα, αισθανόταν πως μπορεί να είναι ο εαυτός του... Με λίγα λόγια, ήταν σίγουρος πως βρήκε την τελειότητα στα δικά της μάτια, στη δική της παρουσία...
Συνέχισε να καπνίζει το τσιγάρο του με μανία. Και να σκέφτεται... Να σκέφτεται πως πλέον αυτή είχε φύγει, πως αυτή η ιστορία δεν ήταν για εκείνη, παρά μία επιπολαιότητα, τίποτε περισσότερο από λίγες στιγμές τις οποίες περάσανε καλά... Ήξερε πως αυτή είχε μετανιώσει για ό,τι πέρασαν μαζί... Ήταν πλέον αλλού.
Το τσιγάρο τελείωσε. Το έσβησε, τρίβοντας τη γόπα δυνατά στο ήδη γεμάτο τασάκι. Άναψε αμέσως άλλο. "Το τσιγάρο μίας μεγάλης αποφάσεως" μουρμούρισε με επιτηδευμένο στόμφο, γελώντας μόνος του. Το κάπνιζε αργά, αναλογιζόμενος τη μέχρι τώρα πορεία του. Είχε βρει επιτέλους μία δουλειά που του άρεσε, αν και ο μήνας περνούσε λίγο δύσκολα σε επίπεδο οικονομικών. Κουτσά-στραβά όμως κάτι γινόταν, "την έβγαζε" που λένε... Σκέφτηκε και τους φίλους του, τα τρία αυτά ρεμάλια, που όπου κι αν πήγαιναν, γέμιζαν τον τόπο με τα γέλια και τα αστεία τους. Γέλασε δυνατά, σκεπτόμενος τις νεανικές βλακείες που είχανε κάνει όλοι τους μαζί...
Και έτσι χαμογελαστός όπως ήταν από αυτή την ανάμνηση, σηκώθηκε όρθιος, πετώντας το μισοκαπνισμένο τσιγάρο μέσα στο νεροχύτη. Τον πλησίασε και κοίταξε τα σπασμένα γυαλιά... Τότε, ύψωσε το βλέμμα προς το παράθυρο του φωταγωγού, που ήταν από πάνω. Το άνοιξε, και ένιωσε τον ψυχρό αέρα να τον χτυπάει λυσσασμένα στο πρόσωπο. Τέλη Γενάρη, και το κρύο έξω περόνιαζε τα κόκκαλα. Με μια γρήγορη κίνηση βρέθηκε με τα πόδια πάνω στον πάγκο της κουζίνας, αντίκρυ από το παράθυρο. "Ειρωνεία" σκέφτηκε προσέχοντας μη πατήσει κανένα γυαλί που είχε πεταχτεί έξω από το νεροχύτη... Άφησε ένα ελαφρύ βογκητό να ξεφύγει από το στόμα του, και έσκυψε μπροστά...
Έξω χάραζε. Τα λιγοστά αυτοκίνητα έσπαγαν τη σιωπή των τελευταίων ωρών της νύχτας... Ο κόσμος σε λίγες ώρες θα πήγαινε στη δουλειά του, και κάποιοι ξενύχτηδες ήδη επέστρεφαν σπίτι...
Και χάραζε... Μία ημέρα δίχως αυτόν...
σχόλια