Όπως μπαίνεις στο στούντιο του Λουκιανού Κηλαηδόνη, που είναι πάνω από το θέατρο Μεταξουργείο και κάτω από το σπίτι του, υπάρχει μια μεγάλη δεξαμενή που την αποκαλεί «το κουτί των αναμνήσεων» και περιέχει φωτογραφίες, κάρτες, φακέλους, σημειώσεις, πολλές σημειώσεις, ένα αγαλματάκι Ρομπέν των Δασών, τετράδια και άλλα μικροαντικείμενα που δεν βρήκαν τη θέση τους στην αυστηρή ταξινόμηση των υπόλοιπων πραγμάτων του που βρίσκονται στον χώρο. Μια αυστηρή, σχεδόν ψυχαναγκαστική ταξινόμηση, που μοιάζει με κάτι μεταξύ παιδικού μουσείου, στούντιο ηχογραφήσεων και μεταμοντέρνου εργαστηρίου αργυροχρυσοχοΐας. Έχει έναν πάγκο με αραδιασμένα διάφορα αντικείμενα, στυλό, μολύβια, κόλλες UHU, χαρτιά, μια μινιατούρα ενός φάρου, μια εικόνα του Αγίου Λουκιανού, κασέτες, βινύλια, δεκάδες post-it με τσιτάτα του τύπου «τίποτα δεν έγινε με την πρώτη» ή «φίλε, δεν παίρνεις κόσμημα, παίρνεις εργαλείο», κουτιά με μπομπίνες, αφίσες στους τοίχους, ένα πιάνο κι έναν πορτοκαλί καναπέ, όπου κάθεται ο Λουκιανός και σερφάρει στο ίντερνετ από τον υπολογιστή που έχει πάνω στο τραπέζι.
Λίγο πριν έβλεπε στην τηλεόραση το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Snooker. Παρακολουθεί φανατικά snooker και τένις - δεν έχει ιδέα από ποδόσφαιρο. «Πριν από μερικά χρόνια πήγαμε με την οικογένεια διακοπές στο Λονδίνο και στο Εδιμβούργο και στην επιστροφή κάναμε στάση στο Σέφιλντ, όπου γίνεται κάθε χρόνο το Παγκόσμιο. Πήγαμε στο μέρος όπου διοργανώνεται. Ήθελα να δω από πού μπαίνουν, από πού βγαίνουν, τι κάνει στο διάλειμμα ο κόσμος. Τα είδα όλα και τώρα, όταν βλέπω στην τηλεόραση μπιλιάρδο, ξέρω τι γίνεται».
Ο Λουκιανός γεννήθηκε το 1943 στην Κυψέλη, στη Νέα Κυψέλη. « Ήταν άλλο η πλατεία Κυψέλης, άλλο η Νέα Κυψέλη και άλλο η Άνω Κυψέλη. Η Νέα είναι όπως ανεβαίνεις την οδό Κυψέλης και φτάνεις στη πλατεία δεξιά. Είναι αυτή που συνορεύει με το Ψυχικό, ενώ η Άνω Κυψέλη συνορεύει με το Γαλάτσι, είναι αριστερά. Η Νέα Κυψέλη ήταν μεικτός πληθυσμός, δηλαδή και αστοί και προλετάριοι, και φτωχοί και εργάτες και επιστήμονες και τέτοια. Η Άνω Κυψέλη ήταν κυρίως εργατική γειτονιά. Αυτά, όμως, δεν συγκοινωνούσαν μεταξύ τους -τώρα είναι ενωμένα-, τότε μεσολαβούσαν αγροί ενδιάμεσα, ήταν σαν αυτοτελείς οικισμοί.
Στη γειτονιά υπήρχε μια αίσθηση αγάπης και ασφάλειας, δεν υπήρχε τίποτα κακό, ήταν όλα πολύ κοντινά και οι άνθρωποι, οι αποστάσεις.
Η βόλτα μας, δηλαδή, ήταν από το σπίτι μέχρι την πλατεία της Νέας Κυψέλης, όπου υπήρχε μια μικρή πλατειούλα μ’ ένα περίπτερο και μια Έβγα, που ήταν το στέκι όλων. Μέσα εκεί ήταν ο μικρόκοσμος μέσα στον οποίο μεγαλώσαμε.
Υπήρχε, λοιπόν, αυτή η αίσθηση της ανοιχτής πόρτας, ο ύπνος στις ταράτσες, στα μπαλκόνια. Η ζωή μας θύμιζε το αναγνωστικό της Α’ Δημοτικού».
Εκεί στην Κυψέλη θα μυηθεί σ’ ένα σύμπαν γεμάτο μουσικές, πάρτι και την εφηβική ελαφρότητα των μπλουζ, της αγάπης για το ραδιόφωνο («ακόμα και τώρα έχω παντού στο σπίτι διάσπαρτα τρανζιστοράκια, ξέρω πότε έχουν εκπομπές αυτοί που μ’ ενδιαφέρουν και ακούω φανατικά») και της πρώτης μεγάλης βόλτας για το κλαμπ ή τα μπουρδέλα με την παρέα του μεγαλύτερου αδερφού του. Έλβις, Πατ Μπουν, Everly Brothers, Fats Domino και ενδιάμεσα Γούναρης και επτανησιακές καντάδες που τότε έπαιζε το Δεύτερο Πρόγραμμα στο ραδιόφωνο.
Ο Λουκιανός αρχίζει να γίνεται εξπέρ στο να χορεύει ροκ εν ρολ. «Το ροκ εν ρολ είναι η μετεξέλιξη του σουίνγκ. Υπήρχαν, λοιπόν, κάποιοι δάσκαλοι του σουίνγκ, οι οποίοι το μετέφεραν στο ροκ εν ρολ και μας έμαθαν τις φιγούρες. Αυτά που βλέπεις στις ταινίες, που πετάνε τις γκόμενες από πάνω, τις περνάνε κάτω από τα πόδια και τέτοια ήταν συνοικιακά, εμείς δεν τα δεχόμασταν. Πάντως, αυτοί που χορέψανε καλό ροκ εν ρολ στην Ελλάδα δεν πρέπει να είναι πάνω από 20-25 ζευγάρια και είμαι ένας από αυτούς. Παρένθεση: μεγάλη ατάκα ωρολογοποιού, ο οποίος φτιάχνει ρολόγια και καμπάνες, κυρίως καμπάνες: «Η τέχνη δεν μεταδίδεται, ούτε διδάσκεται, κλέπτεται». Εμείς, λοιπόν, κλέψαμε τα κόλπα από τους μεγαλύτερους κι εξελιχθήκαμε γρήγορα σε πολύ καλούς χορευτές. Κάναμε και διαγωνισμό αντοχής. 15-17 συνεχόμενους χορούς, δεν καταλαβαίναμε Χριστό. Πηγαίναμε, θυμάμαι, τότε στο Τοπ Χατ που ήταν στην οδό Κυψέλης, στο Green Park στη Μαυροματαίων και στο Chez Nous που ήταν στη Σκαραμαγκά, ένα αδιέξοδο δρομάκι, κάθετο στην Πατησίων. Σκάγανε τότε οι διάσημες γκομενάρες της εποχής, οι οποίες πηγαίνανε με πλούσιους γέρους, τους άφηναν έξω, ψωνίζονταν με πιτσιρικάδες και γενικά γινόταν ένας χαμός. Βάλε μερικά παγάκια και συνεχίζουμε». Ο Λουκιανός κάθεται στον πορτοκαλί καναπέ, πίνει ουίσκι από ένα σφηνάκι – καπνίζει άφιλτρα Gauloises και μιλάει με την ευφράδεια ενός σοφού ανθρώπου, που όμως είναι ακόμα παιδί. Όπως πάντα ήταν. Εκπροσωπεί αυτή την κατηγορία των ανθρώπων που αρνείται να γεράσει, που ακολουθεί ευλαβικά τα χούγια και τις συνήθειες που είχε πάντα, όχι αυτές που θα έπρεπε ν’ αποκτήσεις ως ηλικιωμένος. Ένας φτωχός και μόνος καουμπόη, που έλεγε και ο Λούκι Λουκ, το alter ego του Λουκιανού. «Διάβαζα πολύ Λούκι Λουκ. Έτσι μου ήρθε και ο τίτλος του τραγουδιού. Ήξερες ότι το άλογό του κανονικά δεν το λένε Ντόλι; Ντόλι έλεγαν την κόρη του Έλληνα εκδότη του κόμικ, κανονικά το άλογο το λένε Jolly Jumper». Μικρός έλεγε ότι θα γίνει αρχιτέκτονας, αλλά, λόγω μια παρόρμησης και μιας ροπής στην περιπέτεια, αποφάσισε να μπαρκάρει για λίγο καιρό. «Ακούγαμε τις ιστορίες των άλλων, ότι πήγανε στην Αργεντινή έναν μήνα και κάθε βράδυ το περνούσαν στα μπαρ με μεθύσια, γυναίκες και τέτοια και είχαμε γοητευτεί. Πήγα, λοιπόν, κι εγώ σ’ ένα κρουαζιερόπλοιο που ξεκινούσε από τη Γένοβα και πήγαινε Μαγιόρκα, Μινόρκα, Κορσική, Βόρεια Αφρική και τέτοια. Μας είχαν στα υπόγεια - πάνω ήταν κάτι χοντροί Κεντροευρωπαίοι, κάτι γκομενάρες, δεν γούσταρα καθόλου. Είχα βρει, λοιπόν, ένα πονηρό μονοπάτι μέσα στο πλοίο κι ανέβαινα στα κρυφά πάνω και καθόμουν κι έπαιζα πιάνο, υποδυόμενος τον επιβάτη. Κάποια στιγμή με πήρε χαμπάρι ο ύπαρχος και μου είπε “να σας ρωτήσω κάτι, εσείς είσαστε επιβάτης η πλήρωμα;”. Εγώ λέω, “πλήρωμα, αλλά από αυτήν τη στιγμή και μετά είμαι επιβάτης”, με αφήσανε στον Πειραιά και τελείωσε αυτή η ιστορία. Πάντως, ακόμα έχω το ναυτικό φυλλάδιο». Τελικά, θα καταφέρει να μπει στην Αρχιτεκτονική Θεσσαλονίκης, αλλά δεν θα εξασκήσει ποτέ το επάγγελμα. «Η αρχιτεκτονική τελικά είναι εξίσου ακριβή ιστορία με το σινεμά. Ποιος θα σου αναθέσει να σχεδιάσεις μια βίλα στη Βάρκιζα και να την κάνεις όπως γουστάρεις, χωρίς να έχεις την κυρία που θέλει να είναι και λίγο σαλέ και λίγο αφρικάνικο - σαν ένα τέρας που είναι μισό γουρούνι με ουρά φασιανού;». Στον τοίχο έχει, μεταξύ άλλων, μια αφίσα από τον πίνακα «Τα γεράκια της νύχτας» του Έντουαρντ Χόπερ. «Ο Χόπερ μας έδωσε χρωματικά την ατμόσφαιρα του νουάρ.
Εμείς το νουάρ το ξέραμε ασπρόμαυρο και το είδαμε πώς ήτανε με χρώμα. Δες αυτό τον πίνακά του. Είναι 1943, η Αμερική έχει ήδη μπει στον πόλεμο, λείπουν οι άντρες και είναι ένα μοναχικό μπαρ που δεν ξέρεις αν είναι σε δρόμο, σε στοά, σε τι διάολο είναι, και είναι τέσσερις μοναχικοί τύποι, ο μπάρμαν, ένα ζευγάρι κι ένας άλλος. Ο Βέντερς έχει κάνει μια ταινία που λέγεται Το τέλος της βίας κι έχει αναπαραστήσει ακριβώς αυτό το μπαρ. Φοβερό».
Ο Λουκιανός είναι αυτή η ιδιότυπη περίπτωση Έλληνα καλλιτέχνη που δεν μπήκε ποτέ στα καλούπια του ρεύματος της εκάστοτε εποχής. Είτε συνεργαζόταν με τη Μοσχολιού είτε με τον Μπιθικώτση είτε με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο για το σάουντρακ του Θιάσου, πάντα διατηρούσε τη sui generis προσωπικότητά του. Και παρόλο που γουστάρει τον Χόπερ, πάντα σκέφτεται ασπρόμαυρα, όπως και ο Γούντι Άλεν. «Με αυτό τον τύπο έχουμε πολλά κοινά -είχε κάνει και το Radio Days-, μας αρέσει η τζαζ, γάμησέ τα. Κάποτε, μάλιστα, πήγα και τον είδα σε αυτό το μαγαζί στη Νέα Υόρκη όπου παίζει κλαρινέτο κάθε Δευτέρα». Και κάτι που δεν το περιμένεις.
Δεν του αρέσει το ροκ. «Δεν μου αρέσει ο ήχος της ηλεκτρικής κιθάρας, αυτό το “ντιιιιν”. Τη ροκ δεν την ξέρω καθόλου. Εγώ είμαι του ροκ εν ρολ. Και αυτήν τη μυθολογία της ροκ σκηνής στην Ελλάδα δεν την καταλαβαίνω. Είναι πολύ υπερεκτιμημένη. Δηλαδή, και ο Πουλικάκος και ο Σιδηρόπουλος και ο Άσιμος και όλοι αυτοί καλά κομμάτια γράψανε, αλλά νομίζω υπερεκτιμημένα. Είναι σαν να παίζουν οι Σουηδοί ρεμπέτικα. Δεν γίνεται».
Ανάβει άλλο ένα τσιγάρο. Και μου μιλάει για το περίφημο πάρτι στη Βουλιαγμένη το 1983, όπου μαζεύτηκε 100.000 κόσμος και την άλλη μέρα ο Φίλιας έγραφε στην «Ελευθεροτυπία» κάτι για τις αναθυμιάσεις του χασίς και ότι «ασπόνδυλα πολιτιστικά μαλάκια προσπαθούν να συμπαρασύρουν μια νεολαία σε δυτικότροπες συνήθειες». «Όσο για τα μπαρ της Αθήνας που με ρωτάς, τα ξέρω όλα και με ξέρουν κι αυτά. Τα έχω βαρεθεί πια. Αν θέλω να πάω κάπου, πάω στο Galaxy. Αλλιώς, κάθομαι σπίτι και βλέπω snooker και τένις στη Nova».
Στην είσοδο του σπιτιού του, έξω από την πόρτα, έχει κολλημένο ένα post-it που γράφει «η κρίση δεν πέρασε αυτή την πόρτα».
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη LIFO τον Μάιο του 2012, από τον Φώτη Βαλλάτο. Φωτογραφία: Στάθης Μαμαλάκης/ LIFO