Ο κίνδυνος της διάλυσης της Ευρώπης φαντάζει ολοένα και πιο ρεαλιστικός με πολλαπλές κρίσεις να ξεσπούν ταυτόχρονα στην Γηραιά Ήπειρο, καθεμιά τους σύμπτωμα και αιτία για τα βαθύτερα προβλήματα που την ταλανίζουν.
Η Βρετανία έκανε ένα βήμα πίσω αποχωρώντας από την ΕΕ, η Σκωτία ήδη διεκδικεί την ανεξαρτησία της, η ακροδεξιά στην Ολλανδία ελπίζει σε αυξημένα ποσοστά στις επερχόμενες εκλογές, με τη χώρα βρίσκεται παράλληλα σε μετωπική σύγκρουση με την Τουρκία κι όλα μαζί να υπογραμμίζουν το πόσο δύσκολο είναι πλέον να κρατηθεί ενωμένη η Ευρώπη εν μέσω τόσων απειλών.
Βέβαια, η κάθε κρίση ξεχωριστά δεν είναι ικανή να διασπάσει την Ευρώπη, που έχει αναμφίβολα αντέξει και χειρότερα. Αλλά, σε κάθε περίπτωση, αν συγκεντρωθούν πολλές, τότε το ενδεχόμενο είναι σαφώς πιο πιθανό. Ωστόσο, τα γεγονότα της τελευταίας εβδομάδας σίγουρα αποτελούν στο σύνολό τους ένα σημαντικό τεστ για την Ευρώπη, που καλείται να ξεπεράσει ή έστω να διαχειριστεί σωστά τα προβλήματά της. Ή να διαπιστώσει αν αυτά τα προβλήματα θα οδηγήσουν τελικά στην μεγαλύτερη, μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, κρίση στους κόλπους της.
Αυτές είναι, σύμφωνα με τους New York Times, οι τέσσερις μεγάλες κρίσεις που απειλούν αυτή τη στιγμή με διάλυση την Ευρώπη:
Η νίκη της Ακροδεξιάς στις εκλογές της Ολλανδίας
Η Ολλανδία διεξάγει αύριο, Τετάρτη, εκλογές, στις οποίες η ακροδεξιά αναμένεται να σημειώσει πολύ καλές επιδόσεις. Το Κόμμα της Ελευθερίας του Γκέερτ Βίλντερς κατέχει τώρα 15 από τις 150 θέσεις του ολλανδικού κοινοβουλίου και σύμφωνα με δημοσκοπήσεις προβλέπεται να κερδίσει από 5 μέχρι και 15 νέες έδρες, κάτι που θα το καταστήσει τη δεύτερη μεγαλύτερη πολιτική δύναμη της χώρας. Το να καταλήξει το κόμμα του Βίλντερς να κυβερνά την Ολλανδία φαντάζει σχεδόν απίθανο, αφού χρειάζεται γι' αυτό 76 έδρες και κανένα από τα υπόλοιπα κόμματα δεν είναι διατεθειμένο να συνεργαστεί μαζί του. Άλλωστε το εκλογικό σύστημα της χώρας επιτρέπει στα συστημικά κόμματα να σχηματίσουν κυβερνητικό συνασπισμό χωρίς το Κόμμα της Ελευθερίας.
Παρόλ' αυτά, οι συγκεκριμένες εκλογές συνιστούν μεγάλο τεστ για την Ευρώπη σε συνδυασμό με τις επερχόμενες εκλογές σε Γαλλία και Γερμανία, σχετικά με το αν μπορεί να διαχειριστεί την γενικότερη άνοδο των ακροδεξιών κινημάτων. Ακόμη κι αν οι ακροδεξιοί Βίλντερς και Λεπέν χάσουν στις εκλογές, η απήχηση που έχουν δεν παύει να ασκεί πίεση στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Το πραγματικό τεστ δεν είναι οι εκλογές καθαυτές αλλά το πώς τελικά θα αντιμετωπίσουν τα συστημικά κόμματα την συρρίκνωση της δύναμής τους και το πλήγμα από την άνοδο της ακροδεξιάς.
Το μείον: Οι ακροδεξιοί προφανώς και δεν θα πάρουν την εξουσία στα χέρια τους, αλλά θα πιέσουν για πιο λαϊκίστικες πολιτικές, όπως η στοχοποίηση των μεταναστών αλλά και η αποδυνάμωση της ΕΕ.
Τουρκία και Ευρώπη στα μαχαίρια
Η έντονη διαμάχη μεταξύ Τουρκίας και Ολλανδίας εξυπηρετεί τα πολιτικά συμφέροντα και των δύο πλευρών, αφού επιτρέπει στον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να κάνει επίδειξη δύναμης στην Ευρώπη αποδεικνύοντας πως θα κάνει τα πάντα για το εθνικό συμφέρον της χώρας του και στον Ολλανδό πρωθυπουργό να αποδείξει στο λαό του πως τολμά να «αντιμιλήσει» στον πανίσχυρο Τούρκο ηγέτη.
Επειδή, όμως, και οι δύο χώρες έχουν μπροστά δύο σημαντικές εκλογικές αναμετρήσεις, μπορεί εν τέλει να αποφασίσουν να αποκλιμακώσουν την μεταξύ τους ένταση. Ή και όχι. Όπως και να έχει βέβαια η όλη κρίση σίγουρα αποτελεί ένα ακόμη τεστ για την Ευρώπη και το αν και κατά πόσον δύναται να συνεργαστεί με την Τουρκία. Επίσης ανακύπτουν και πρακτικά προβλήματα: Η Ευρώπη έχει ανάγκη την Τουρκία που περιορίζει τις αφίξεις μεταναστών, όπως προστάζει η συμφωνία που έχουν υπογράψει στο προσφυγικό. Αν ο Ερντογάν πιεστεί, θα μπορούσε μέχρι και να ακυρώσει την συμφωνία, στέλνοντας ο ίδιος ή επιτρέποντας σε εκατομμύρια πρόσφυγες να έρθουν στην Ευρώπη. Μια ξαφνική εισροή προσφύγων θα συντελούσε σε βαθιά αποσταθεροποίηση των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και βέβαιη άνοδο της ακροδεξιάς.
Το μείον: Η αποκλιμάκωση της έντασης είναι προς συμφέρον τόσο της Τουρκίας όσο και της Ευρώπης, αλλά οι πολιτικές πιέσεις μπορεί τελικά να ενταθούν τόσο που να οδηγήσουν σε έναν «χωρισμό», ο οποίος θα πληγώσει τους πάντες.
Το Άρθρο 50 φέρνει πιο κοντά το Brexit
Το βρετανικό Κοινοβούλιο ενέκρινε τη νομοθεσία που θα επιτρέψει στην πρωθυπουργό Τερέζα Μέι να ενεργοποιήσει κι επισήμως το Άρθρο 50, που υπαγορεύει τον τρόπο που ένα κράτος-μέλος θα αποχωρήσει από την ΕΕ. Η ίδια ανάφερε πως θα το έχει κάνει μέχρι τα τέλη του μήνα. Μόλις, λοιπόν, ενεργοποιηθεί το Άρθρο 50 η Βρετανία θα έχει στη διάθεσή της δύο χρόνια -σκληρών- διαπραγματεύσεων για να αποχωρήσει οριστικά.
Αν σε αυτό το διάστημα δεν καταλήξει σε συμφωνία τότε θα εκδιωχθεί από την ΕΕ «κακήν κακώς» και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τι ακριβώς μπορεί να σημαίνει αυτό. Η Βρετανία θέλει απελπισμένα το Brexit να ολοκληρωθεί όσο γίνεται πιο ομαλά, αλλά η ΕΕ έχει κάθε λόγο να κάνει το «διαζύγιο» επώδυνο προκειμένου να αποτρέψει άλλα κράτη- μέλη να ακολουθήσουν το παράδειγμα των Βρετανών.
Το μείον: Το Brexit δείχνει να έχει δρομολογηθεί ανεπιστρεπτί και θα βλάψει σημαντικά τόσο την βρετανική οικονομία όσο και την ενότητα της Ευρώπης.
Σκωτία και Β. Ιρλανδία υπό αμφισβήτηση
Η πρωθυπουργός της Σκωτίας, Νίκολα Στέρτζον, προειδοποίησε για δημοψήφισμα λόγω Brexit, το οποίο θα καθιστούσε τη χώρα της ανεξάρτητη με την προοπτική να παραμείνει μετά στην ΕΕ. Σύμφωνα με την ίδια, το δημοψήφισμα μπορεί να διεξαχθεί μεταξύ του φθινοπώρου του 2018 και της άνοιξης της επόμενης χρονιάς. Ωστόσο, αυτό δεν μπορεί να διεξαχθεί χωρίς την εξουσιοδότηση του κοινοβουλίου της Σκωτίας αλλά και της βρετανικής κυβέρνησης, που είναι ασαφές αν τελικά θα το εγκρίνει. Υπενθυμίζεται πως ενώ το Ηνωμένο Βασίλειο ψήφισε με ποσοστό 52% υπέρ της αποχώρησης από την Ε.Ε στο δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου του 2016, η Σκωτία τάχθηκε σε ποσοστό 62% υπέρ της παραμονής στην Ένωση.
Την ίδια στιγμή, στα ψιλά γράμματα έχουν περάσει οι πρόσφατες εκλογές στη Β. Ιρλανδία, που ανέδειξαν νικητή το Σιν Φέιν, ένα αριστερό, εθνικιστικό κόμμα που έχει προτείνει η χώρα να εγκαταλείψει τη Βρετανία και να επανενωθεί με την Ιρλανδία.
Το μείον: Το Ηνωμένο Βασίλειο μπορεί να καταρρεύσει, παρόλο που είναι ακόμη πολύ νωρίς για οποιαδήποτε πρόβλεψη.