Σχεδόν ένα μήνα μετά την έναρξη της δεύτερης θητείας του Ντόναλντ Τραμπ ως Προέδρου των ΗΠΑ, αρχίζουμε να βλέπουμε το περίγραμμα της εξωτερικής του πολιτικής στη Μέση Ανατολή με την... μπάλα να παίρνει και την Τουρκία.
Έχοντας κάνει προεκλογική εκστρατεία με την υπόσχεση να δώσει προτεραιότητα στα αμερικανικά συμφέροντα, ο Τραμπ δεσμεύτηκε να μειώσει - αν όχι να τερματίσει - την εμπλοκή των ΗΠΑ σε περιοχές που δεν εξυπηρετούν άμεσα την εθνική ασφάλεια.
Η πιο ορατή έκφραση αυτής της πολιτικής μπορεί σύντομα να υλοποιηθεί στην Ευρώπη, όπου η Ουάσινγκτον φέρεται να εξετάζει το ενδεχόμενο απόσυρσης στρατευμάτων, σηματοδοτώντας μια πιθανή απομάκρυνση από τη δέσμευσή της εδώ και δεκαετίες για την ευρωπαϊκή ασφάλεια.
Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση εντείνει τις προσπάθειές της να περιορίσει την άνοδο της Κίνας ως παγκόσμιας υπερδύναμης. Η μετατόπιση αυτή είναι εμφανής σε κινήσεις πολιτικής που αμφισβητούν προηγούμενες θέσεις των ΗΠΑ, όπως τα βήματα προς την αναγνώριση της ανεξαρτησίας της Ταϊβάν, η επιβολή υψηλών δασμών στις κινεζικές εισαγωγές και η αυξανόμενη ρητορική του Υπουργείου Άμυνας που τονίζει την περιοχή της Ασίας-Ειρηνικού ως στρατηγική προτεραιότητα.
Στη Μέση Ανατολή, η δεύτερη θητεία του Τραμπ φαίνεται να επικεντρώνεται στην αναπροσαρμογή της δυναμικής ισχύος. Η κυβέρνηση ενισχύει τη στήριξή της στο Ισραήλ, εμβαθύνει τους οικονομικούς δεσμούς με τη Σαουδική Αραβία και τα κράτη του Κόλπου και αυξάνει τη διπλωματική και οικονομική πίεση στο Ιράν.
Ωστόσο, αυτό που ξεχωρίζει δεν είναι μόνο η ευρύτερη στρατηγική της Ουάσινγκτον, αλλά και η απόφασή της να παραγκωνίσει την Τουρκία.
Η περίπτωση της Τουρκίας
Η Άγκυρα ανέμενε ότι μια δεύτερη θητεία του Τραμπ θα έφερνε ένα ανανεωμένο πνεύμα συνεργασίας μεταξύ των δύο συμμάχων του ΝΑΤΟ. Αντ' αυτού, οι αναδυόμενες εξελίξεις υποδηλώνουν ότι η Ουάσινγκτον δεν βλέπει πλέον την Τουρκία ως αξιόπιστο περιφερειακό εταίρο - μια πραγματικότητα που δεν θα έπρεπε να αποτελεί έκπληξη. Τουλάχιστον από το 2016, η Τουρκία ακολουθεί σταθερά πολιτικές που υπονομεύουν τα συμφέροντα της Δύσης και των ΗΠΑ στην περιοχή.
Η σαφέστερη ένδειξη της αυξανόμενης απομόνωσης της Τουρκίας προέρχεται από τις πρόσφατες διπλωματικές δεσμεύσεις του υπουργού Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο στη Μέση Ανατολή. Οι περιφερειακές προτεραιότητες του Τραμπ φαίνεται να επικεντρώνονται σε τρεις βασικούς στόχους: την επέκταση του Οικονομικού Διαδρόμου Ινδίας-Μέσης Ανατολής-Ευρώπης (IMEC), την ενίσχυση των σχέσεων με τη Σαουδική Αραβία και τα κράτη του Κόλπου και την ενίσχυση των σχέσεων ΗΠΑ-Ισραήλ. Αξίζει να σημειωθεί ότι από τα σχέδια αυτά απουσιάζει οποιοσδήποτε ουσιαστικός ρόλος για την Τουρκία. Ο Rubio φαίνεται να προτιμά τη συνεργασία με τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, ιδίως για την αντιμετώπιση των υπολειμμάτων της Χαμάς και την αποτροπή της ανόδου ισλαμιστικών καθεστώτων.
Η Συρία χρησιμεύει ως χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της μετατόπισης. Επί πολλά χρόνια η Τουρκία «έπαιζε» με τις διάφορες οργανώσεις αντικαθεστωτικών, εξτρεμιστών, τζιχαντιστών, μουσουλμάνων Ουιγούρων και τις επί μέρους συμμαχίες τους, εκμεταλλευόμενη τις ισορροπίες μεταξύ τους για να ελέγξει περιοχές στη βόρεια Συρία, για να εκπαιδεύσει μισθοφόρους στο Γκαζιάντεπ και να τους στείλει στη Λιβύη (σε υποστήριξη του Φαγέζ αλ Σάρατζ), στο Ναγκόρνο Καραμπάχ (για λογαριασμό του Αζερμπαϊτζάν).
Εν τέλει αποφάσισε να προσεταιριστεί τον ακραία οπορτουνιστή (αρχικά παιδί της Αλ Κάιντα, μετέπειτα εκλεκτός του αρχιτζιχαντιστή του ISIS Αμπού Μπακρ αλ Μπαγκντάντι και στη συνέχεια απλώς 'αντικαθεστωτικού') Αχμέντ Αλ Σαράα και της τζιχαντιστικής οργάνωσής του Hayat Tahrir al-Sham (HTS), βοηθώντας τους με οπλισμό και χρήματα ώστε να ρίξουν τον Μπασάρ Αλ Άσαντ, όμως η προσέγγισή της δεν ευθυγραμμίστηκε με τα συμφέροντα των ΗΠΑ.
Ενώ ορισμένες αραβικές χώρες συζητούν με τον Αλ Σαράα, είναι επιφυλακτικές ως προς το παρελθόν και τους δεσμούς του με τους τζιχαντιστές της Αλ Κάιντα και του ISIS. Η Σαουδική Αραβία και άλλοι περιφερειακοί παράγοντες μπορεί να προσπαθήσουν να επηρεάσουν τη Συρία μετά τον Άσαντ με οικονομικά κίνητρα για να διασφαλίσουν ότι δεν θα μετατραπεί σε ισλαμιστικό κράτος -μια προσπάθεια που οι ΗΠΑ φαίνεται πρόθυμες να αναθέσουν στους Άραβες συμμάχους τους, δεδομένης της απροθυμίας του Τραμπ να εμπλακεί η Αμερική άμεσα στη Συρία.
Ωστόσο, το μεγαλύτερο εμπόδιο της Τουρκίας στην Ουάσινγκτον είναι η στάση της απέναντι στο Ισραήλ. Εδώ και χρόνια, ο πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έχει διαλύσει συστηματικά τους άλλοτε ισχυρούς στρατιωτικούς, οικονομικούς δεσμούς και δεσμούς ασφαλείας της Τουρκίας με το Ισραήλ.
Η Τουρκία παρείχε στη Χαμάς μια βάση επιχειρήσεων, διευκόλυνε τις δημόσιες συγκεντρώσεις και επέτρεψε τη συγκέντρωση χρημάτων και τις δραστηριότητες σχεδιασμού εντός των συνόρων της. Ο Ερντογάν κήρυξε μάλιστα εθνική ημέρα πένθους μετά τον θάνατο του ηγέτη της Χαμάς Ισμαΐλ Χανίγια τον οποίο προστάτευε εντός των συνόρν της Τουρκίας.
Ο Ρούμπιο και άλλοι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ γνωρίζουν καλά τον ρόλο της Τουρκίας στην υπονόμευση του στενότερου συμμάχου της Ουάσινγκτον στην περιοχή. Σε πρόσφατη συνάντησή του με ανώτερη αμερικανική αντιπροσωπεία, ο Ισραηλινός υπουργός Εξωτερικών Gideon Sa'ar προειδοποίησε για εντατικοποίηση των ιρανικών προσπαθειών να διοχετεύσει λαθραία κεφάλαια στη Χεζμπολάχ μέσω της Τουρκίας. Αναφορές στα μέσα ενημέρωσης κατηγορούν Τούρκους υπηκόους ότι είναι κούριερ, που πετούν από την Κωνσταντινούπολη στη Βηρυτό για να παραδώσουν οικονομική βοήθεια στην υποστηριζόμενη από το Ιράν τρομοκρατική οργάνωση Χεζμπολάχ. Εάν οι αναφορές αυτές είναι ακριβείς, ενισχύουν περαιτέρω την αντίληψη ότι η Άγκυρα συνδράμει ενεργά το Ιράν στην ενίσχυση των επιχειρήσεων της Χεζμπολάχ κατά του Ισραήλ.
Δεδομένου αυτού του πλαισίου, η περιθωριοποίηση της Τουρκίας υπό την κυβέρνηση Τραμπ δεν θα πρέπει να αποτελεί έκπληξη - τουλάχιστον για τον Ερντογάν. Ο Ερντογάν έκανε μια συνειδητή επιλογή να αγκαλιάσει και να υποστηρίξει ομάδες όπως η Χαμάς και η Χεζμπολάχ.
Η Τουρκία συνεχίζει να έχει εμπλοκή στη Συρία και θα μπορούσε να παίξει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του μέλλοντος της χώρας. Ο Ερντογάν έχει την ευκαιρία να συνεργαστεί με τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα για να διασφαλίσει τη διακυβέρνηση της Δαμασκού χωρίς αποκλεισμούς. Ωστόσο, εάν αξιοποιήσει την επιρροή του στην HTS για να προωθήσει μια ισλαμιστική ατζέντα, θα επικυρώσει μόνο τις ανησυχίες του Ρούμπιο για τον ρόλο της Τουρκίας στην περιοχή.
Παραμένει πολύ νωρίς για να προβλέψουμε τις πλήρεις συνέπειες αυτών των μεταβαλλόμενων συμμαχιών, αλλά το ιστορικό του Ερντογάν δείχνει ότι θα συνεχίσει να ακολουθεί πολιτικές που τον φέρνουν σε αντίθεση με την Ουάσιγκτον. Προς το παρόν, η Τουρκία βρίσκεται στο περιθώριο - ένα αποτέλεσμα που έχει φέρει σε μεγάλο βαθμό πάνω της.