Ξεπέρασαν τους 300 οι νεκροί από την τεράστια κατολίσθηση λάσπης που σημειώθηκε στην πόλη Μοκόα στον Αμαζόνιο, στη νότια Κολομβία, τη νύχτα της Παρασκευής προς Σάββατο, ανακοίνωσαν το βράδυ της Τετάρτης οι αρχές. Την ίδια ώρα, έγινε γνωστό ότι οι αρχές της Κολομβίας ζήτησαν να διεξαχθεί έρευνα για την τραγωδία.
Τριακόσιοι ένας άνθρωποι σκοτώθηκαν στην πόλη αυτή, σύμφωνα με τον νεότερο απολογισμό τον οποίο ανακοίνωσε ο διευθυντής της Εθνικής Μονάδας Διαχείρισης Κινδύνων Καταστροφών Κάρλος Ιβάν Μάρκες. Ο αριθμός των τραυματιών έχει φτάσει τους 332.
Στο μεταξύ, συνεχίζονται οι έρευνες στα ερείπια για τους 314 ανθρώπους που εξακολουθούν να αγνοούνται, μεταξύ αυτών ένας Καναδός και ένας Γερμανός. Εκσκαφείς ξεκίνησαν την Τρίτη να απομακρύνουν τον μεγάλο όγκο των ερειπίων, αφού πέρασαν 72 ώρες μετά την τραγωδία, διάστημα στο οποίο θα μπορούσαν να εντοπιστούν ακόμη ζωντανοί.
Η καταστροφή στη Μοκόα είναι η πιο σοβαρή που έχει σημειωθεί στην Κολομβία έπειτα από αυτή της Σάλγκαρ, τον Μάιο του 2015 οπότε 92 άνθρωποι σκοτώθηκαν στην πόλη αυτή που βρίσκεται περίπου 100 χιλιόμετρα βορειοδυτικά του Μεντεγίν.
Σύμφωνα με τον Ερυθρό Σταυρό, από την κατολίσθηση επλήγησαν συνολικά 45.000 κάτοικοι. Η Μοκόα και τα περίχωρά της αριθμούν περίπου 70.000 κατοίκους, όπως δήλωσε η κυβερνήτης του Πουτουμάγιο Σορέλ Αρόκα. Οι συνοικίες που επλήγησαν περισσότερο από την κατολίσθηση λάσπης κατοικούνται από φτωχούς ανθρώπους, οι οποίοι εκδιώχθηκαν από τις εστίες τους εξαιτίας του συνεχιζόμενου εδώ και δεκαετίες πολέμου ανάμεσα στην Μπογοτά και στους αντάρτες.
Η έρευνα που ζήτησαν οι κολομβιανές αρχές θα επικεντρωθεί στο αν έχει τηρηθεί ο οικοδομικός κανονισμός και αν οι τοπικές αρχές είχαν προετοιμαστεί επαρκώς για την αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών. Μια παράλληλη έρευνα θα επικεντρωθεί στην κυβερνήτη της επαρχίας, στον δήμαρχο της πόλης και στους προκατόχους τους, μετέδωσαν τα κολομβιανά μέσα ενημέρωσης.
σχόλια