Έχω αναρωτηθεί πολλές φορές,
σχεδόν από τότε που άρχισε η παροξυσμική μυθολόγηση των
80ς, της πιο βαμμένα πράσινα μαλλιά έβερ δεκαετίας,
(από αθώους του αίματος αλλά κυρίως από σαβαναρόλειες
επιστημονικές αιμορροΐδες με κρυμμένη πολιτική ατζεντούλα)
τι θα κρατούσα-με
από τα 90ς αν ερχόταν η σειρά της δικιάς μας γενιάς.
Δεν περίμενα πόσο αυτή η ανώδυνη αναδίφηση
θα έφερνε στην επιφάνεια την επώδυνη συνειδητοποίηση:
υπήρξαμε όλοι εμείς οι 30-40sthing η τελευταία (τουλάχιστον στην αρχή της) προιντερνετική γενιά που κολύμπησε ανέμελα ανάμεσα στα ευφρόσυνα απομεινάρια της 80ς κιτσερέλα,
στη συνέχεια εντρυφήσαμε με μανία, καθώς ενηλικιωνόμασταν,
ασελγώντας με μανία στο θαύμα της βιοποικιλότητας των 90ς
τα οποία καθώς μετεωριζόνταν στη
μετάβαση από την αναλογική στη ψηφιακή εποχή
συσσώρευαν και εκτόξευαν στα διάφορα μικροσυμπαντά μας
συμπυκνωμένες βομβίτσες τεράστιας δυναμικής
τις οποίες τότε δεν καταλαβαίναμε
ακριβώς τι είδους αποτύπωμα θα άφηναν
αλλά ούτε και την χαρμολύπη που από τότε θα μας καταλάμβανε όποτε θα
ανασύραμε αυτή ακριβώς την επίγνωση τούτης της συνειδητοπόιησης.
Αν για κάτι υπήρξαν χαρακτηριστικά τα 90ς είναι η ιδανική-ηδονική
ακροβασία ανάμεσα στη χυμώδη real life αναρχία
που τότε δεν γνώρίζαμε πόσο εκκωφαντικά θα κατέρρεε
και στην ψηφιακή ευταξία-ματριξοποίηση των επόμενων ετών.
Σιχαίνομαι τις ωραιοποίησεις κυτταρικά σχεδόν, αλλά πρέπει να
αναγνωρίσω στα 90ς πως υπήρξαν ενα ιδανικό χρονικό melting pot:
Ανάμεσα στο θαύμα της ανάστασης που δεν ήρθε ποτέ και στο τραύμα
της άδικοδικαιας νέκρωσης που επικράτησε αναπόφευκτα.