Την Κυριακή, ο πρώτος γύρος των εκλογών στη Γαλλία είναι καθοριστικός για το μέλλον όχι μόνο της Γαλλικής Δημοκρατίας, αλλά και ολόκληρης της Ευρώπης. Μαζί με τις γερμανικές εκλογές του ερχόμενου Σεπτεμβρίου αποτελούν τις δύο κρίσιμες αναμετρήσεις που θα επηρεάσουν κατά πολύ το οικοδόμημα του ευρωπαϊκού αρχιτεκτονήματος. Ο κεντρώος Εμανουέλ Μακρόν, ο υποψήφιος της άκρας αριστεράς Ζαν-Λικ Μελανσόν, ο συντηρητικός Φρανσουά Φιγιόν και η ηγέτιδα της άκρας δεξιάς Μαρίν Λεπέν συγκαταλέγονται στις τέσσερις επικρατέστερες υποψηφιότητες που θα κονταροχτυπηθούν για τις δύο πρώτες θέσεις, οι οποίες και θα οδηγήσουν στο δεύτερο γύρο της 6ης Μαΐου. Η ακραία αντιευρωπαϊκή ρητορική της Μαρίν Λεπέν, τα θέματα τρομοκρατίας και εθνικής ασφάλειας αλλά και το προσφυγικό είναι τα βασικά σημεία που, σε συνδυασμό με το ποσοστό της αποχής, θα καθορίσουν το εκλογικό αποτέλεσμα. Μετά το Brexit και τη νίκη Ερντογάν, οι εκλογές στη Γαλλία τι αλλαγές μπορούν να επιφέρουν; Μπορεί να οδηγηθούμε σε ακραίες λύσεις, καθώς και στη διάλυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Πώς εξηγείται το πανευρωπαϊκό έλλειμμα ηγεσίας και πώς θα διαμορφωθούν οι συσχετισμοί της επόμενης μέρας; Θέσαμε αυτές τις απορίες στον αναπληρωτή καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης του Παντείου Πανεπιστημίου και Life Member στο Πανεπιστήμιο του Cambridge, Σεραφείμ Σεφεριάδη.
— Πώς σχολιάζετε τις τέσσερις υποψηφιότητες στις προεδρικές εκλογές της Γαλλίας; Μια πιθανή επικράτηση της Μαρίν Λεπέν στον πρώτο γύρο τι μπορεί να σημάνει για την υπόλοιπη Ευρώπη;
Καταρχάς, έχει σημασία να επισημάνει και να τονίσει κανείς ότι στις τέσσερις αυτές υποψηφιότητες, στις οποίες αναφέρεστε, δεν συμπεριλαμβάνεται το παραδοσιακό Σοσιαλιστικό Κόμμα −σύμφωνα με μια πρόσφατη δημοσκόπηση, ο επίσημος υποψήφιός του Μπενουά Αμόν αναμένεται να συγκεντρώσει ποσοστό αρκετά μικρότερο του 10%‒, ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε ούτε την πρωτοφανή απόσυρση Ολάντ ούτε την ήττα του πρωθυπουργού Βαλς που διεκδίκησε την υποψηφιότητα, αλλά ηττήθηκε κατά κράτος. Επίσης, ο υποψήφιος της ρεπουμπλικανικής δεξιάς Φιγιόν θεωρείται απίθανο να μπει στον δεύτερο γύρο (τα ποσοστά του σήμερα βρίσκονται στην περιοχή του 20%) και θα είναι έτσι η πρώτη φορά που κανένα από τα δύο βασικά συστημικά κόμματα, η δεξιά ή οι σοσιαλιστές, δεν θα βρίσκονται στον δεύτερο γύρο. Το μήνυμα είναι ξεκάθαρο: οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές που ακολουθούν αμφότερα τα κόμματα, λόγω και έργω, είναι αδιέξοδες και οι ψηφοφόροι το κατανοούν και το διαισθάνονται. Το κατεστημένο ρίχνει έτσι το βάρος του στον Μακρόν, τη «δεξιά» αυτή διάσπαση των σοσιαλιστών, που επιχειρεί να επανασυνθέσει τον συστημικό χώρο, προτάσσοντας το υποτιθέμενα φέρελπι της νεαρής του ηλικίας και ένα εμπρόθετα ασαφές «νέο» (χαρακτηριστικό είναι επ' αυτού το όνομα του κόμματός του: «Εν Κινήσει»). Το ερώτημα είναι «εν κινήσει» προς τα πού; Και η απάντηση είναι σαφέστατη για όποιον δεν εθελοτυφλεί: προς το απολύτως παλιό και δοκιμασμένο, η απόλυτη χρεοκοπία του οποίου έφερε άλλωστε στην επιφάνεια και την ακροδεξιά της Λεπέν, που η συμμετοχή της στον δεύτερο γύρο θεωρείται δεδομένη. Το πολιτικό στίγμα του Μακρόν δεν είναι παρά πατενταρισμένος νεοφιλελευθερισμός (περικοπές στη φορολόγηση των επιχειρήσεων κατά 25%, περαιτέρω μαζική συρρίκνωση του Κράτους Πρόνοιας και απολύσεις, απόλυτη συνταύτιση με τη θεσμοποιημένη δημοκρατική συρρίκνωση που εκπροσωπεί η Ε.Ε. της κρίσης), που όμως αυτοπροβάλλεται ως κάτι νέο − είναι ακριβώς αυτό που λέμε, «παλιό κρασί, σε νέα μπουκάλια». Όμως η παρουσία και η ενίσχυση του Μακρόν από το κατεστημένο δεν πρέπει να εκπλήσσει: αντανακλά την απελπισία των συστημικών δυνάμεων, τον πανικό τους αλλά και την πνευματική τους οκνηρία. Πρόκειται για τους ανθρώπους (αρκετοί απ' αυτούς περίοπτοι στον δημοσιογραφικό και ακαδημαϊκό χώρο) που με τη δογματική τους εμμονή στον νεοφιλελευθερισμό έκαναν τη Λεπέν παράγοντα του γαλλικού δημόσιου βίου. Στην ουσία δημιούργησαν το πολιτικό και αξιακό κενό το οποίο η Λεπέν φιλοδοξεί να καλύψει. Δεν αναφέρομαι στα απεχθή χαρακτηριστικά της τελευταίας (τον ρατσισμό, τον σοβινισμό, τον αυταρχισμό), διότι αυτά έχουν αρκούντως σχολιαστεί. Αρκεί μόνο να επισημάνω ότι υπάρχουν κι άλλα, στον παρόντα χρόνο λιγότερο ορατά, που όμως είναι ακόμη χειρότερα, ακόμη απεχθέστερα. Θέλω όμως να επαναλάβω και να τονίσω ότι τη Λεπέν τη γιγάντωσαν πολιτικές τύπου Φιγιόν και Ολάντ/Βαλς/Αμόν, τις οποίες σήμερα εκφράζει ο Μακρόν. Απάντηση ουσιαστική προς όφελος της κοινωνίας δεν μπορεί, ως εκ τούτου, να δώσει ο Μακρόν, αλλά μόνο ο τέταρτος διεκδικητής, που την ώρα αυτή η υποψηφιότητά του γνωρίζει εκρηκτική άνοδο και σπέρνει πανικό στις συστημικές δυνάμεις. Αναφέρομαι, βέβαια, στον αριστερό Μελανσόν, που έχει σοβαρές πιθανότητες να μπει στον δεύτερο γύρο. Ανεξάρτητα απ' το αν θα το πετύχει ή όχι, πρέπει να γίνει ιδιαίτερη αναφορά στα 350.000 νέα μέλη που έχει ως σήμερα καταφέρει να έλξει η οργάνωσή του ‒ μια εξαιρετικά σημαντική παρακαταθήκη, τόσο για το παρόν όσο και για το μέλλον. Αν και ακόμα δεν έχει μιλήσει με συγκεκριμένο τρόπο για το πώς προτίθεται να αντιμετωπίσει την επίθεση που θα δεχτεί από το εγχώριο και διεθνές κεφάλαιο, η δυναμική που αναπτύσσει ο Μελανσόν μπορεί πραγματικά να ανακόψει την άνοδο της ακροδεξιάς: μέσα από την ενδυνάμωση της εργασίας, την άσκηση δημοκρατικού ελέγχου στο κεφάλαιο (που για να προβεί στην «ανάπτυξη» που ευαγγελίζονται οι νεοφιλελεύθεροι απαιτεί πλήρη συντριβή της κοινωνίας ‒ χωρίς ούτε καν αυτό να φτάνει) και τη διεθνική αμφισβήτηση της αντιδραστικής Ε.Ε. Η υποψηφιότητα Μελανσόν έδειξε για άλλη μια φορά πως η αριστερά που στοιχειωδώς παραμένει αριστερά μπορεί να ανακόψει τη διολίσθηση στη βαρβαρότητα.
— Τα μεγάλα ποσοστά της ακροδεξιάς στη Γαλλική Δημοκρατία δείχνουν ότι οδηγούμαστε σε ακραίες λύσεις; Διαπιστώνετε ότι υπάρχει πανευρωπαϊκό έλλειμμα ηγεσίας;
Μα, τι άλλο από ακραίο είναι αυτό που βιώνει σήμερα όχι μόνο η Γαλλία αλλά ολόκληρη η Ευρώπη; Ο νεοφιλελευθερισμός ανάγκασε τις κοινωνίες να βρεθούν με την πλάτη στον τοίχο και να προσπαθούν απεγνωσμένα να αντιδράσουν ‒ κάποτε (όπως στην περίπτωση της γαλλικής ακροδεξιάς) με λάθος τρόπο. Αυτό αναμφίβολα αντανακλά ένα τεράστιο έλλειμμα ηγεσίας, ένα έλλειμμα πολιτικής θα έλεγα. Όμως, για να είναι η διαπίστωση χρήσιμη, πρέπει να γίνει συγκεκριμένη. Έλλειμμα υπάρχει καταρχάς στον καπιταλισμό της καταστροφής και σε όσους, με τον έναν ή άλλον τρόπο, αναζητούν λύσεις στο πλαίσιό του. Το έχω πει κι άλλες φορές: το να προσπαθεί κανείς να βρει λύσεις εντός του καπιταλιστικού πλαισίου είναι σαν να προσπαθεί να σωθεί από μια πυρκαγιά χωρίς να τη σβήσει − είναι αδύνατο. Όπως ανέφερα και πριν, όσοι δογματικά, και ράθυμα, επιμένουν σ' έναν τέτοιο δρόμο και διέπονται από ένα τέτοιο σκεπτικό ευθύνονται για την απεχθή άνοδο της ακροδεξιάς. Όμως το πρόβλημα έχει επεκταθεί και στην αριστερά, που, σε περιπτώσεις όπως η ελληνική, έφτασε να εφαρμόζει τα χειρότερα νεοφιλελεύθερα μέτρα που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί. Ο «ευρωπαϊκός», εξ ανάγκης νεοφιλελεύθερος δογματισμός απορρόφησε και μετάλλαξε έτσι κόμματα και τάσεις που πριν από λίγα χρόνια είχαν καταφέρει να εκφράσουν τις αντιστάσεις της κοινωνίας. Είναι, λοιπόν, απολύτως ακριβές ότι τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε σήμερα μπορούν να αναχθούν σε μια τεράστια κρίση ηγεσίας, που, αν δεν αντιμετωπιστεί πάραυτα, θα κινδυνέψει να συμπαρασύρει με την ανεπάρκειά της τον ίδιο τον πολιτισμό των δικαιωμάτων και των ελευθεριών. Ωστόσο, δεν πρέπει να είναι κανείς απαισιόδοξος. Η εμπειρία Μελανσόν δείχνει πως οι κοινωνίες είναι ζωντανές και αντιστέκονται. Για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της ελλιπούς ηγεσίας χρειάζονται βέβαια σύντονες δράσεις, φαντασία και αποφασιστικότητα. Όμως οι ευκαιρίες δεν λείπουν και οι δυνατότητες είναι μεγάλες. Οι κυρίαρχοι δεν μπορούν, ούτε θα μπορέσουν ποτέ, να κοιμούνται ήσυχοι.
— Ο εθνικισμός και ο λαϊκισμός αυξάνονται όλο και περισσότερο στην Ευρώπη; Πώς το εξηγείτε;
Μου δίνετε την ευκαιρία να αναφερθώ σ' αυτήν τη φαιδρή έννοια, τον «λαϊκισμό», που δεν ξεκίνησε φαιδρή, αλλά στα χέρια όσων τη διαχειρίζονται σήμερα κατάντησε έτσι. Με διάφορες ανόητες προφάσεις, όπως το γεγονός ότι αναφέρεται και απευθύνεται στον λαό ή ότι θεωρεί τις ελίτ αντιδραστικές, «λαϊκιστής» έφτασε στις μέρες μας να λέγεται όποιος αντιτίθεται στο χρηματιστικό κεφάλαιο και τα εγκλήματά του και διατείνεται ότι αυτό εκφράζει την πλειονότητα του κόσμου, το 99%, όπως λέει και το γνωστό σύνθημα. Ο Μελανσόν, για παράδειγμα, σίγουρα θα χαρακτηριστεί έτσι − αν δεν έχει χαρακτηριστεί ήδη. Όσοι όμως απεργάζονται αυτή την ανοησία, το κάνουν για έναν και μόνο λόγο: γιατί θέλουν να εξισώσουν τον Μελανσόν με την ακροδεξιά. Πρόκειται για πολύ απλό, θα έλεγα απλοϊκό, τέχνασμα, που όμως γνωρίζει τη διάδοση που γνωρίζει λόγω της ευρύτατης αναπαραγωγής του από μέσα ενημέρωσης και άλλους κύκλους. Πρέπει, λοιπόν, να ξεκαθαρίσουμε ότι, αν έχει κάποιο νόημα ο όρος, αυτό είναι το εξής: «λαϊκιστής» είναι όποιος προσποιείται τον φιλολαϊκό, χωρίς να είναι. Τέτοια είναι ασφαλώς η περίπτωση της ακροδεξιάς, όμως η ίδια διάσταση ενυπάρχει και σε όλους αυτούς στη δεξιά, στη σοσιαλδημοκρατία αλλά και στην κατ' όνομα αριστερά (σαν την ελληνική κυβερνώσα) που υπόσχονται καθημερινά έξοδο από την κρίση με συντριβή της κοινωνίας: οι μεν ακροδεξιοί επαγγέλλονται λαϊκή ενδυνάμωση μέσω της στρατιωτικοποίησης και του αυταρχισμού, οι δε υπόλοιποι μέσα από τον εκσυγχρονισμό του αέναου ζόφου και της «ανάπτυξης» χωρίς δικαιώματα. Ως προς το γιατί το φαινόμενο επεκτείνεται, νομίζω ότι ήδη σας απάντησα. Για όσο διάστημα κυριαρχούν ο νεοφιλελεύθερος δογματισμός και η αριστερά, λόγω των δικών της εμμονών και αυταπατών (που στην Ελλάδα πλέον τις γνωρίζουμε πάρα πολύ καλά), αρνείται ή αδυνατεί να δώσει διέξοδο στην κατεύθυνση της πραγματικής κοινωνικής ενδυνάμωσης και του σοσιαλισμού, φαινόμενα όπως η ακροδεξιά και ο σοβινιστικός ιρασιοναλισμός θα εξακολουθούν να υπάρχουν και κατά περίπτωση να ενδυναμώνονται.
— Brexit, νίκη Ερντογάν στην Τουρκία, επικείμενες εκλογές στη Γερμανία. Τι είναι αυτό που σας ανησυχεί σήμερα στην Ευρώπη;
Μα, ακριβώς αυτός ο συνδυασμός που μόλις σας ανέφερα, ο οποίος τείνει να προσλάβει τα χαρακτηριστικά ενός φαύλου κύκλου. Ο νεοφιλελευθερισμός (δεξιός, σοσιαλδημοκρατικός και ανεπίγνωστος «αριστερός», όπως αυτός του ΣΥΡΙΖΑ) εκτρέφει την ακροδεξιά, κατηγορεί όποιον αντιστέκεται ως «λαϊκιστή» και χρησιμοποιεί την ακροδεξιά απειλή ως λόγο για τη δική του επιβίωση ‒ μόνο που έτσι η ακροδεξιά ενδυναμώνεται, και ούτω καθεξής. Πρόκειται για κατάπτωση του συστημικού πολιτικού προσωπικού που, αν και ιστορικά έχει επαναληφθεί, εντούτοις εντυπωσιάζει για την τρέχουσα χυδαιότητά της. Αν και τα συμβάντα που αναφέρετε είναι μεταξύ τους διαφορετικά (και βέβαια δεν είναι δυνατόν να επεκταθούμε στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του καθενός), διατρέχονται από το συγκεκριμένο στοιχείο αυτού του ιδιότυπου φαύλου κύκλου. Υπάρχει παντού η λυσσαλέα προσπάθεια των ελίτ να πείσουν ότι ο καπιταλισμός της καταστροφής είναι μονόδρομος (το γνωστό δόγμα ΤΙΝΑ), παντού έχουμε εκμετάλλευση των συστημικών αδιεξόδων από δυνάμεις που απεργάζονται περαιτέρω δημοκρατική συρρίκνωση και παντού υπάρχει ανεπάρκεια της κυρίαρχης αριστεράς, που βρίσκεται και η ίδια παγιδευμένη ‒υποταγμένη θα έλεγα‒ στο αδιέξοδο σκεπτικό της ενδοσυστημικής λειτουργίας: στην οκνηρή της ατολμία να προβάλλει συστηματικά το σοσιαλιστικό όραμα, όχι ως απλή προοπτική για το απροσδιόριστο μέλλον ή σεχταριστικό τοτέμ χωρίς συνάφεια με τις αγωνίες του παρόντος αλλά ως συστατικό στοιχείο των κοινωνικών αγώνων ‒μικρών και μεγάλων‒ που καθημερινά ξεσπούν, και των πολιτικών διεργασιών που διαρκώς συντελούνται. Είπα και πριν, όμως, ότι οι κυρίαρχοι δεν μπορούν να είναι ήσυχοι: η απόλυτη αντιδραστικότητα του συστήματος εκτρέφει διαρκώς αντιστάσεις, όπως η περίπτωση Μελανσόν, που αφήνουν τεράστιες παρακαταθήκες. Απαιτείται εγρήγορση και ενεργοποίηση, αλλά εκτιμώντας τα ισοζύγια και τις τεράστιες κοινωνικές δυνάμεις, που, αν και πρόσκαιρα υποχωρούν, ποτέ τους δεν εξαλείφονται, μπορεί κανείς να αισιοδοξεί.
Ιnfo:
Το βιβλίο του Σεραφείμ Σεφεριάδη «Το κόκκινο νήμα μιας δεκαετίας. Αναλύσεις και κείμενα στα χρόνια της κρίσης» κυκλοφορεί στα τέλη Απριλίου από τις εκδόσεις Τόπος.