Ασύδοτα λόγια, φτηνές δικαιολογίες

Ασύδοτα λόγια, φτηνές δικαιολογίες Facebook Twitter
Αν οι λέξεις σου ψάχνουν να κινητοποιήσουν τα πιο ταπεινά ένστικτα του κοινού σου, δεν μπορεί να διεκδικούν, εκ των υστέρων, την ωραία ιδέα της ελευθερίας.
0

Οι λέξεις είναι βόλια που μπορεί και να σκοτώσουν. Τι είναι, τελικά, αυτά που γράφουμε στο Facebook; Ιδιωτικές ή ημι-ιδιωτικές κουβέντες «μεταξύ μας»; Ή δημόσιες δηλώσεις που έχουν την ίδια υπόσταση με ένα άρθρο γνώμης;


Ο θόρυβος που ξεσήκωσε η ανάρτηση του Φιλιππάκη τράβηξε προς όλες τις κατευθύνσεις, αλλά, φυσικά, δεν έλυσε τη βαθύτερη απορία: ποια είναι η σημασία όλων αυτών που εκτοξεύονται σε αναρτήσεις, οι οποίες έχουν γίνει το υγρό πυρ της κάθε μέρας μας;


Ειπώθηκαν ήδη τα πάντα για τη συγκεκριμένη ανάρτηση και την αντήχησή της. Για μένα είναι αυτονόητο πως όσα γράφουμε στα social media ανήκουν σε έναν δημόσιο χώρο που υπερβαίνει τον στενό κύκλο των πιο κοντινών, των ομοϊδεατών, των γνωστών μας. Ακόμα και αν δεν έχουμε ανοιχτό προφίλ, ακόμα και αν γράφουμε όπως μας έρχεται η στιγμή, έχουμε ευθύνη για ό,τι διακινούμε. Έχουμε ευθύνη και για το τι μας θυμώνει και για το πώς χειριζόμαστε πρόσωπα και καταστάσεις.


Με άλλα λόγια, κάθε βήμα έξω από την απόρρητη και ιδιωτική ανταλλαγή είναι δημόσιος λόγος. Ενώ δεν είναι όλα πολιτικά, είναι αδύνατον να δει κανείς τα γραμμένα σε δημόσια θέα ως off the record εκμυστηρεύσεις στο γωνιακό τραπέζι κάποιου καφενείου. Δεν μιλάμε ψιθυριστά γράφοντας, ακόμα και όταν αποφεύγουμε το κραυγαλέο, πόσο μάλλον αν το κάνουμε σημαία μας.

Ο πειρασμός να μετατρέψουμε κάθε σχόλιο σε λυγμό και «Κατηγορώ», σε θανατική καταδίκη ή λυρικό ξέσπασμα, είναι καθημερινός και προσφέρεται σε πλείστες εκδοχές.


Κάτι άλλο πρέπει να μας απασχολεί, όμως, σε περιπτώσεις όπως αυτή του Φιλιππάκη. Ο απίστευτος νηπιοπαιδισμός της πρόκλησης και της ωμότητας. Η έκφραση ως απελευθέρωση των πιο μύχιων παρορμήσεων. Και συγχρόνως η εκμετάλλευση ενός τέτοιου στυλ ρητορικής εκτράχυνσης με τη διαρκή μόχλευσή του προς ίδιον όφελος. Με μια μάσκα της αυθορμησίας που βέβαια με την πρώτη δυσκολία μετατρέπεται σε παράπονο για «παρεξήγηση» και «παρερμηνεία των λόγων μας».

Καμιά παρεξήγηση. Αν γράφεις με εντερικό μίσος, αποκλείεται να εννοούσες κάτι πιο απόκρυφο και μεταφορικό. Αν είσαι ριγμένος στην επιθυμία σου για βόμβες και μπουνιές, δεν μπορεί απλώς να ασκούσες έντονη ιδεολογική κριτική. Αν οι λέξεις σου ψάχνουν να κινητοποιήσουν τα πιο ταπεινά ένστικτα του κοινού σου, δεν μπορεί να διεκδικούν, εκ των υστέρων, την ωραία ιδέα της ελευθερίας.

Γιατί ελευθερία δεν σημαίνει απουσία κανόνων, ούτε απόλυτη απελευθέρωση της θανατολαγνείας μας, έστω με το πρόσχημα της ριζοσπαστικής επίθεσης στο σύστημα.

 
Θα αναρωτηθεί κανείς μήπως με αυτό που λέω εδώ υποστηρίζω κάποιο είδος αυτολογοκρισίας. Μήπως επιμένοντας στην ιδέα πως δεν μπορούμε να γράφουμε ό,τι θέλουμε δίχως αίσθηση της ευθύνης παίρνω υπερβολικά στα σοβαρά την ελαφρότητα των social media. Δεν μιλώ όμως για αυτολογοκρισία αλλά για αυτοσυγκράτηση. Δύσκολη, αφόρητη, απαραίτητη απώθηση της ασυδοσίας που με κατοικεί και κάθε στιγμή θέλει να βγει στην επιφάνεια. Πιστεύω, με άλλα λόγια, ότι όταν μιλάμε για τους άλλους, για τη ζωή, την πολιτεία τους ή τα πεπραγμένα τους, μιλάμε σοβαρά. Ακόμα και ασκώντας το σπορ της λοιδορίας, της βεβήλωσης και του λιβέλου. Ακόμα και όταν βλέπουμε τη γελοιότητα και το γλεντάμε με κακίες. Δεν μπορούμε να κάνουμε εκ των υστέρων πως δεν γνωρίζαμε τι είπαμε.


Αυτός ο εξτρεμιστικός παλιμπαιδισμός που κυμαίνεται από τη βλακώδη ατάκα και μπορεί να πάρει μέχρι και τη μορφή σχοινοτενούς άποψης, αυτό το κάλεσμα στη μία ή άλλη πράξη δολοφονικής δικαιοσύνης, είναι πια ιός. Ούτε ελευθεροστομία, ούτε αθυρόστομο χιούμορ, ούτε σημειολογικός ανταρτοπόλεμος που λέγαμε στα νιάτα μας, όταν διαβάζαμε εντυπωσιασμένοι τον Έκο και τον Μπαρτ. Απλώς ένας ιός αναίδειας με ολοκληρωτικές τάσεις.

Να αντιστέκεσαι σε αυτή την ορμή έχει κάτι ψυχοφθόρο. Γιατί προσπαθείς να βάζεις ένα αόρατο δίχτυ ανάμεσα σε αυτό που γουστάρεις να πεις και σε αυτό που τελικά λες. Δεν είναι «αστική υποκρισία» αυτό. Είναι η τήρηση ενός άγραφου κώδικα κυκλοφορίας στον δημόσιο χώρο. Το να προσπαθείς δηλαδή να διασχίσεις αυτή την εποχή με τις λιγότερες δυνατές μικρότητες και επιμένοντας στη διάκριση δημόσιου και ιδιωτικού, γραφής και απλής εκτόνωσης.

 
Ο πειρασμός να μετατρέψουμε κάθε σχόλιο σε λυγμό και «Κατηγορώ», σε θανατική καταδίκη ή λυρικό ξέσπασμα, είναι καθημερινός και προσφέρεται σε πλείστες εκδοχές. Και ο αντίπαλος αυτού του πειρασμού δεν είναι η μειλίχια συγκατάβαση, ούτε μια ουτοπική μεγαθυμία που συγχωρεί και κατανοεί τα πάντα. Μακάρι να είχαμε τη δύναμη της υπέρβασης όταν λουζόμαστε τα απόνερα της πραγματικότητας. Μπορούμε, όμως, να ελπίζουμε στο γεγονός πως κάποια στιγμή θα απορρίψουμε τη βαρβαρότητα ως σκοτεινό βάθρο της καθ' ημάς πολιτικής. Ως κοινωνία που θα αφήσει, εν τέλει, πίσω της το «καλά του κάνανε» και όλα τα άλλα εξαρτήματα του τρομοκρατικού της ειδώλου.


Παραφράζοντας τη ρήση του Μαντεβίλ, ίσως καταλάβουμε πως τα ιδιωτικά μίση δεν μπορούν ποτέ να γίνουν δημόσιες αρετές. Γιατί όπου και αν βρισκόμαστε και απευθυνόμαστε στους άλλους, μεταφέρουμε μαζί την ευθύνη των λόγων και το ανεξάλειπτο βάρος των προτροπών μας. Χωρίς άλλες φτηνές δικαιολογίες.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO

Δεύτερες Σκέψεις
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο δολοφόνος και το ψέμα: Με αφορμή την περίπτωση Τσέζαρε Μπατίστι

Ν. Σεβαστάκης / Ο δολοφόνος και το ψέμα: Με αφορμή την περίπτωση Τσέζαρε Μπατίστι

Τερατώδη ψέματα έχουν ειπωθεί στο όνομα της ιδεολογίας, με τους διανοούμενους να φέρουν σοβαρότατες ευθύνες για το τείχος προστασίας σε διάφορες πολύ σκοτεινές περιπτώσεις
ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ