H άλλη χώρα μες στη χώρα. Από τον Νικόλα Σεβαστάκη

H άλλη χώρα μες στη χώρα. Από τον Νικόλα Σεβαστάκη Facebook Twitter
Κάτοικοι πραγματοποιούν πορεία διαμαρτυρίας, μετά τον τραγικό θάνατο του 11χρονου μαθητή από αδέσποτη σφαίρα στο Μενίδι. Φωτο: ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΣΥΜΕΛΑ ΠΑΝΤΖΑΡΤΖΗ
0

Η λέξη «γκέτο» είναι βαριά. Πάει πίσω στον χρόνο, στην εβραϊκή εμπειρία της χωριστής ζωής, στη διάσπαση της πόλης στον βίο της πλειονότητας και στην επιβίωση της μειονότητας. Από το παρελθόν της ανασύρουμε μνήμες περικύκλωσης και διωγμών. Αλλά το πέρασμα του χρόνου «προίκισε» τα γκέτο με καινούργια νοήματα: η χωριστή ζωή συμβαδίζει τώρα με την οικονομία της βίας και τη λαθραία δράση. Το γκέτο είναι κάτι μάλλον αδιάφορο για τους υπόλοιπους και πιο απόμακρους γεωγραφικά από την επικράτειά του. Έχει γίνει όμως και πιο επικίνδυνο για τους γείτονές του και κυρίως για όσους βρίσκονται εντός.


Φυσικά, είναι μια λέξη που δεν την αγαπούν οι ειδικοί. Ένας όρος για τη δημοσιογραφική αμηχανία, τον αστυνομικό συντάκτη ή τις αψιμαχίες των social media. Αυτοί που δεν θα μιλήσουν για «ευαίσθητες περιοχές», για «δύσκολα» προάστια και προβληματικές περιφέρειες αλλά για γκέτο και, στη δική μας συγκυρία, για τα σύγχρονα άβατα.


Αν πάμε τώρα πέρα από τη λέξη και τους χαρακτηρισμούς (που έχουν όμως πάντα την πολιτική τους σημασία), το μεγάλο πρόβλημα που προβάλλει είναι ένα: ο κατακερματισμός. Η μεγάλη πόλη πάντα είχε ιδιαίτερες συνοικίες, ζώνες σχετικά εύπορες και πιο φτωχές, ταξικά και πολιτιστικά σύνορα. Και παρά την ιδέα της ελληνικής ομοιογένειας, ποτέ δεν έλειπαν οι γλωσσικοί, εθνοτικοί ή άλλοι διαχωρισμοί. Όσο και αν το σύγχρονο κράτος έφτιαξε τον λαό του –τους πολίτες του–, πάντα επιβίωναν περισσότεροι τρόποι ένταξης στη ζωή του κράτους και στην επικράτεια των νόμων του.

Το κράτος της κρίσης δεν αποτυγχάνει απλώς να περιορίσει την ανασφάλεια. Φοβάται και να την αναγνωρίσει, να την κατονομάσει και να οργανώσει απαντήσεις. Η δεξιά απλούστευση του «παντού αστυνομία» εναλλάσσεται με τον αριστερό πειρασμό για «παντού κοινωνιολογία».


Εδώ και χρόνια, όμως, αλλάζει η ίδια η φύση του κατακερματισμού μας. Νέες ομάδες έρχονται να στεγαστούν κακήν κακώς δίπλα στις παλαιές, νεοεισερχόμενοι μετανάστες μένουν πλάι σε πληθυσμούς που πάνε αιώνες πίσω στον χρόνο (όπως οι Τσιγγάνοι), ενώ καινούργιες πρακτικές στο έγκλημα μεταβάλλουν την οικονομία του: κάπου εδώ συναντάμε τα περίχωρα, περιοχές της δυτικής Αττικής, τον Δενδροπόταμο ή άλλους δήμους στην περιφέρεια Θεσσαλονίκης.


Όλα αυτά δεν συνθέτουν ένα ενιαίο φαινόμενο. Η άλλη χώρα μέσα στη χώρα έχει στους κόλπους της διαφορετικές στρατηγικές επιβίωσης, ηθικές και οικονομίες. Όπως συνήθως, όμως, αποκτούν ορατότητα η εξαθλίωση και η απειλή. Η αφανής φτώχεια καταπλακώνεται από τις συμμορίες, τους ντίλερ και την οργανωμένη επαιτεία. Η σκέτη μιζέρια στριμώχνεται πίσω από το νταηλίκι και τις επιδεικτικές μουσικές των αυτοκινήτων που ξυπνούν τη γειτονιά.


Το μάτι το δικό μας (εξωτερικό, κατά κανόνα) δεν πιάνει τις διαφορές παρά στέκεται στην αισθητική και κοινωνική κακοφωνία. Και από αυτό το ενοχλημένο βλέμμα αντλεί ένας ακατέργαστος ρατσισμός τις πρώτες του νίκες.


Αλλά δεν τελειώνει εδώ το θέμα. Γιατί όσο και αν το γκέτο δεν είναι κάτι ενιαίο και συχνά δεν υπάρχει ως γκέτο (πώς να το κάνουμε, δεν έχουμε ανατολικό Λος Άντζελες εδώ), το πρόβλημα της ανομίας είναι υπαρκτό. Και όχι μόνο υπάρχει αλλά έχει αποκτήσει διαστάσεις που δεν υπήρχαν πριν από είκοσι χρόνια. Έτσι, δεν έχουμε να κάνουμε με διαφορές τρόπων ζωής και πολυπολιτισμικό couleur local (όπως διαβάζουμε σε κάποιους «δικαιωματιστές») αλλά με μια νέα ένταση ανασφάλειας.


Το κράτος της κρίσης δεν αποτυγχάνει απλώς να περιορίσει την ανασφάλεια. Φοβάται και να την αναγνωρίσει, να την κατονομάσει και να οργανώσει απαντήσεις. Η δεξιά απλούστευση του «παντού αστυνομία» εναλλάσσεται με τον αριστερό πειρασμό για «παντού κοινωνιολογία». Οι άνθρωποι γίνονται έτσι έρμαια της φήμης, η αγανάκτηση αλλάζει χρώμα και γίνεται μαύρη, οι δημαγωγίες του «έξω οι γύφτοι» αποκτούν μεγαλύτερο κοινό.


Όσο λειτουργούσε η κλασική πελατειακή λογική, το πράγμα έμοιαζε ελεγχόμενο. Υφαίνονταν δημοτικές και πολιτικές ανταλλαγές με «αμοιβαίο όφελος». Αλλά στη νέα, πιο χαοτική συνθήκη, η μεσολάβηση ανάμεσα στο κράτος, στην αυτοδιοίκηση και σε αυτές τις κοινότητες γίνεται πιο δύσκολη. Νέες γενιές που τα φέρνουν βόλτα με παρανομίες δεν έχουν κατά νου κάποιον συμβιβασμό αλλά ψάχνουν να διατηρήσουν τους χώρους επιρροής τους.


Παρά την τελετουργική επίκληση του «νεοφιλελευθερισμού» από τις αριστερές ελίτ, η τωρινή εξουσία δεν κάνει κάτι άλλο: αφήνει την κοινωνία να «αυτορρυθμιστεί» στους χαμηλής έντασης εμφυλίους της. Με την ελπίδα, ίσως, να μείνουν οι διαιρέσεις σε μια μέτρια κλίμακα, να μην περάσουν ένα επίπεδο συναγερμού.


Το κράτος οργανώνει έτσι την κουτοπόνηρη αδυναμία του, μια διάχυτη ακροδεξιά ονειρεύεται πυρές και κάποιοι άλλοι φαντάζονται πως με επιδόματα μπορεί να αγοράσουν ησυχία. Μέχρι που ένας ακόμα πυροβολισμός, από «στραβή» ή ευθεία γραμμή, θα ταράξει ξανά τον ύπνο μας.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO

Δεύτερες Σκέψεις
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο δολοφόνος και το ψέμα: Με αφορμή την περίπτωση Τσέζαρε Μπατίστι

Ν. Σεβαστάκης / Ο δολοφόνος και το ψέμα: Με αφορμή την περίπτωση Τσέζαρε Μπατίστι

Τερατώδη ψέματα έχουν ειπωθεί στο όνομα της ιδεολογίας, με τους διανοούμενους να φέρουν σοβαρότατες ευθύνες για το τείχος προστασίας σε διάφορες πολύ σκοτεινές περιπτώσεις
ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ