Δεν είσαι πια παιδί, αν και, «είσαι». Δε χωράς πια να κρυφτείς κάτω από το κρεβάτι, κρύβεσαι ωστόσο μέσα στις σκέψεις σου. Τρυπώνεις σκιαγμένη τις νύχτες, κουλουριάζεσαι σε στάση εμβρυακή κι αφήνεσαι να σε κλυδωνίζει των ονείρων το άμνιο.
Το «μπαμπούλα», τον κοιτάς στα μάτια... Και πας στο σαλόνι να καπνίσεις μαζί του ένα τσιγάρο, προτού του ξεκλειδώσεις την πόρτα της ψυχής σου και τον πετάξεις έξω-αύριο πρωί δεν έχει νωρίς-νωρίς σχολείο, αλλά τη δουλεία της δουλειάς. Και δεν μπορείς καν να προφασιστείς πως «πονάει η κοιλίτσα σου», για να μην πας... Κι ούτε να γράψεις με μελάνι από τον bic πάνω στο θρανίο «people are strange» την ώρα που ο μαθηματικός ξελαρυγγιάζεται με εκείνη την υποτιμημένη υποτείνουσα που όλο γέρνει κι όλο... ισούται.
Είσαι ακόμα πεινασμένη για ζωή. Με το σώμα ως κυρίαρχο επιχείρημα της ψυχής για να βρίσκει να πορεύεται. Να πονά για να υπάρχει. Να παραδίδεται για να αναγεννάται. Να νοιώθει τον κάματο λίγο πιο βαρύ και το μεροκάματο απεχθές μα αναγκαίο.
Αυτά τα ίσον, οι πράξεις και τα συνεπάγεται. Τα θεωρητικά θεωρήματα, τα ανάξια αξιώματα και οι επ-αληθεύσεις των πράξεων, ακόμη κι αν αυτές κρύβουν ψεύδη...
Μεγαλώνεις. Μεγαλώνει μαζί σου κι η ανοχή, κρύβεται ο παρορμητισμός. Δε σε αγγίζει πια ένα ηλιοβασίλεμα, κι όταν σε αγγίζει, το βουτάς μέσα σε μια κούπα καφέ. Δεν πιστεύεις πια σε παραμύθια, σε δράκους και σε πρίγκιπες, ακόμη κι όταν τα αποζητάς για να σου ομορφύνουν μια καθημερινότητα με λιγοστούς φίλους και μια αρμαθιά γνωστούς.
Μέσα στα μαλλιά καμαρώνει περήφανη μια άσπρη τρίχα που αντιστέκεται σθεναρά στη βαφή. Μια άσπρη τρίχα, δυνατή και επίμονα λευκή, σα λεπτοδείχτης που δείχνει το χρόνο να περνά και να προσπερνά. Και μια λεπτή γραμμή στο μεσόφρυο. Εκείνη που κάποτε έκανε τη μάνα σου να σε μαλώνει «μη συννεφιάζεις» κι εσύ έβγαζες κοροϊδευτικά τη γλώσσα στο χρόνο, γιατί ήσουν μικρή να συνειδητοποιήσεις πως «κάποτε» θα είχες ρυτίδες. Κι αυτό το κάποτε, ήρθε. Και θες να τις σβήσεις τις λεπτές χαρακιές της εμπειρίας, με κείνη τη μαλακή λευκή γόμα που όλο έχανες από την κασετίνα σου. Θες να ισιώσουν αυτές οι ρυτίδες που θυμίζουν πόσες φορές «συννέφιαζες» σκεπτόμενη. Κι άλλες τόσες, που ξεχνούσες να γελάς...
Είσαι ακόμα πεινασμένη για ζωή. Με το σώμα ως κυρίαρχο επιχείρημα της ψυχής για να βρίσκει να πορεύεται. Να πονά για να υπάρχει. Να παραδίδεται για να αναγεννάται. Να νοιώθει τον κάματο λίγο πιο βαρύ και το μεροκάματο απεχθές μα αναγκαίο. Να αναζητά εγρήγορση μα και να αποζητά ανάπαυλες-μικρές εκρήξεις χαράς που σκάνε σα γιορτινά πυροτεχνήματα, φωτίζουν υπέρλαμπρα το σκοτεινό θόλο του ουρανού για λίγα δευτερόλεπτα και βυθίζονται στης ανυπαρξίας τα σκοτάδια...
Η ζωή, διατηρεί μια επιφυλακτική στάση απέναντί σου. Δεν προδίδει τις προθέσεις της, δεν προλέγει τίποτα, δε σου αποκαλύπτει τις προθέσεις της. Ούτε σου υπόσχεται. Εσύ φαντάζεσαι και φαντασιώνεσαι... Εκείνη υπάρχει και σε αφήνει να τη δεις εσύ, όπως θέλεις. Είναι σοφή. Σε προφυλάσσει από την πλήξη. Γιατί είναι μια πλήξη να ξέρεις τι θα συμβεί. Ή να το προσχεδιάζεις...
Αμβλύνονται οι γωνίες σου. Χαμογελάς ενώ θέλεις να ουρλιάξεις. Καταπίνεις μια σκέψη και μια λέξη, όταν χοροπηδούν στο κεφάλι σου μύριες απογραφές κι άλλες τόσες διαγραφές. Ζητάς εκείνη τη «συγγνώμη» που κάποτε ήταν απαγορευμένη λέξη. Που και που, βλέπεις το πρόσωπο της μάνας σου στον πρωινό καθρέφτη. Μπορείς και λες «δε θέλω» μα αρνείσαι ακόμη πεισματικά να πεις «δε μπορώ...» Δε σε νοιάζει πια τι θα πει ο κόσμος γιατί πλέον ξέρεις πως ποτέ δεν τον ρώτησες κάτι.
Ξε-φορτώνεις πράγματα. Ξε-σκαρτάρεις. Πετάς πιο εύκολα στο καλάθι των αχρήστων τα άχρηστα και τα... κοινόχρηστα. Διεκδικείς τη δική σου σκοτεινή γωνιά στο πατάρι του νου για να ανοίξεις τα παλιά σεντούκια και κλάψεις. Κι ύστερα, να τα βάλεις σε σακούλες μαύρες και να τα παραχώσεις σε κάδους απορριφθέντων ή και απορριμάτων.
Δεν έχεις όρεξη για τούρτες και κεράκια, χρόνια και χρονάκια. Δε θέλεις πλέον να μετράς αλλά να ζεις. Να αφηγείσαι, αντί να συμμετέχεις. Φορτσάρεις για να κλέψεις χρόνο από εκείνα τα κρίσιμα μέτρα. Αναμετρώντας διαρκώς δυνάμεις σε μια φυγοκέντρηση αξίων και αξιών. Κατασταλάζοντας στο ποτήρι της σκέψης όλο το απόσταγμα εκείνων που ζύμωσες και ζυμώθηκες, σα μούστος βαρύς και γραδαρισμένος, με τα αρώματα της πεθυμιάς και με του ήλιου την ανάσα...
Σα κρασί κεχριμπαρένιο, διάφανο και απολαυστικό, με τις βαριές του σταγόνες να σχηματίζουν σταλακτίτες γεύσης στα τοιχώματα της φιάλης που λέγεται ζωή. Δεν παλαιώνεις, ωριμάζεις. Κι όσο παίρνεις ανάσες, εξελίσσεσαι, πυκνώνεις, ευωδιάζεις, εμπλουτίζεσαι...
σχόλια