Ο Μαρτσέλο Mαστρογιάνι, εκτός από ιδιαίτερα ταλαντούχος και χαρισματικός ηθοποιός του κινηματογράφου, υπήρξε το μεγαλύτερο fashion icon της Ιταλίας και ολόκληρης της Ευρώπης.
Ο διάσημος ηθοποιός είχε την υπέροχη ικανότητα να κάνει δικό του καθετί που φορούσε, είτε το είχε επιλέξει ο ίδιος, είτε το επέβαλαν οι ενδυματολόγοι του. Οι υπέρκομψες εμφανίσεις του τόσο στη μεγάλη οθόνη, όσο και στην προσωπική του ζωή, του χάρισαν μια θέση στη δεκάδα των γόηδων της 7ης τέχνης.
Μόνο ένας τόσο γοητευτικός και καλοντυμένος άνδρας θα μπορούσε να είναι ο μεγάλος έρωτας της Φέι Ντάναγουεϊ και θα στεκόταν δίπλα στη Σοφία Λόρεν παίζοντας μαζί της σε δεκατέσσερις ταινίες.
Δεν είμαι όμορφος ούτε ήμουν ποτέ. Έχω ένα πρόσωπο συνηθισμένο, κοινό, ίσως και λίγο χωριάτικο. Δεν είμαι ούτε γενναίος. Προτιμώ πάντα να γυρίζω γύρω από το εμπόδιο και τις αποφάσεις να τις παίρνουν οι άλλοι.
Γνωστός για την ευθύτητά του αλλά και τη χιουμοριστική προσέγγιση του στη ζωή, δικαίως ο Μαστρογιάνι θεωρείται ο μαέστρος της «Dolce Vita». Ο κομψός, με το σοφιστικέ ύφος του, σταρ έζησε μια επιπόλαιη ζωή που ωστόσο ήταν εντελώς σεβαστή.
Είχε το ταλέντο να είναι ντυμένος πάντα τέλεια, χωρίς ποτέ να ψάχνει για τις τάσεις της μόδας και τις ετικέτες. Ένα κλασικό μαύρο κοστούμι, ένα λευκό πουκάμισο με γαλλικό γιακά και μια μαύρη γραβάτα ήταν ό, τι χρειαζόταν για να εκπλήξει το κοινό σε κάθε του εμφάνιση.
Στη διάρκεια της συνεργασίας του με τον Φεντερίκο Φελίνι, τα ρούχα του έγιναν θέμα συζήτησης ενώ τα τετραγωνισμένα γυαλιά του, ήταν το πιο χαρακτηριστικό αξεσουάρ του. Το να μιμηθεί κάποιος το ύφος του μπορεί να φαίνεται εύκολο, ωστόσο απαιτεί πολύ χρόνο και προσπάθεια αφού τα να εφαρμόζουν τόσο τέλεια τα ρούχα στο σώμα δεν είναι εύκολη υπόθεση.
Ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι ήταν η πεμπτουσία της ιταλικής μόδας, ντυμένος καθώς ήταν πάντα στην εντέλεια, χωρίς ποτέ να πέφτει σε υπερβολές.
Ο Marcello Mastroianni Vincenzo Domenico, όπως ήταν ολόκληρο το όνομά του, γεννήθηκε στη Φοντάνα Λίρι το 1924 από μια οικογένεια ταπεινής καταγωγής. Σπούδασε στο Τορίνο και αργότερα στη Ρώμη, την πόλη που του έδωσε την ευκαιρία να αναπτύξει το ταλέντο και να ξεκινήσει την καριέρα του.
Στο Πανεπιστήμιο Θεάτρου είχε την ευκαιρία να συναντηθεί με τη Giulietta Masina, η οποία αργότερα θα τον συστήσει στον σύζυγό της, Φεντερίκο Φελίνι. Το 1948 προσλήφθηκε από τη θεατρική εταιρεία του Λουκίνο Βισκόντι, κάτι που θεωρείται ακόμη και σήμερα ίσως το πιο σπουδαίο επίτευγμα για την καριέρα του.
Η ομορφιά του, αν και ήταν αρκετά μακριά από τα στάνταρντ της εποχής, όσο και ο σαγηνευτικός τόνος της φωνής του, μάγεψαν τόσο πολύ το κοινό, που σύντομα τον καθιέρωσε ως το ανδρικό πρότυπο της ιταλικής ομορφιάς. Το 1995 θα διαγνωστεί με καρκίνο και θα πεθάνει στο Παρίσι στις 19 Δεκεμβρίου του 1996.
Οι ταινίες που καθιέρωσαν τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι
«Ο κλέψας του κλέψαντος» (1958) του Μάριο Μονιτσέλι.
«La Dolce Vita» (1960) του Φεντερίκο Φελίνι.
«Η νύχτα» (1961) του Μικελάντζελο Αντονιόνι.
«Διαζύγιο αλά ιταλικά» (1961) του Πιέτρο Τζέρμι.
«8 ½» (1963) του Φεντερίκο Φελίνι.
«Χθες, σήμερα, αύριο» (1963) και «Γάμος αλά ιταλικά» (1964) του Βιτόριο Ντε Σίκα.
«Ο ξένος» (1967) του Λουκίνο Βισκόντι.
«Αλονζανφάν» (1973) των Πάολο και Βιτόριο Ταβιάνι.
«Μια ξεχωριστή μέρα» (1977) του Ετόρε Σκόλα.
«Ο μελισσοκόμος» (1986) του Θόδωρου Αγγελόπουλου.
«Μαύρα μάτια» (1987) του Νικίτα Μιχάλκοφ.
Κάνοντας την αυτοκριτική του ο Μαστρογιάνι είχε πει:
«Δεν είμαι όμορφος ούτε ήμουν ποτέ. Έχω ένα πρόσωπο συνηθισμένο, κοινό, ίσως και λίγο χωριάτικο. Δεν είμαι ούτε γενναίος. Προτιμώ πάντα να γυρίζω γύρω από το εμπόδιο και τις αποφάσεις να τις παίρνουν οι άλλοι. Στην πραγματικότητα, περισσότερο από τεμπέλης είμαι εσωστρεφής.
»Δεν μου αρέσει το συλλογικό παιχνίδι. Θέλω να διασκεδάζω μόνος μου. Πάντα από εγωισμό προτιμώ να συναναστρέφομαι με κόσμο που γνωρίζω. Είναι πιο βολικό, με αυτούς ξέρω ήδη πώς να συμπεριφερθώ. Δεν επιθυμώ να γνωρίσω κανέναν: είναι κουραστικό, πάντα προκύπτει κάποιο πρόβλημα. Καλύτερα να αφήνω την ευκαιρία να χάνεται.
»Είμαι ένας πρώην εργάτης. Αυτό έπρεπε να κάνω, εκεί έπρεπε να μείνω: στη γειτονιά με τους χτίστες. Τότε τουλάχιστον κανένας δεν θα μου είχε ζητήσει να γίνω λαμπερός, μοντέρνος, να αποκτήσω προσωπικότητα...»
Το άρθρο δημοσιεύθηκε πρώτη φορά από την Ανδρονίκη Κολοβού στο LIFO.gr το 2014.