Ο εγγονός τού πέντε φορές βουλευτή Νικολάου Τσικλητήρα του νεότερου (1813-1895), που γεννήθηκε στην Πύλο της Μεσσηνίας στις 30 Οκτωβρίου 1888, έρχεται στην Αθήνα για σπουδές τον Απρίλη του 1905 και το φθινόπωρο ξεκινά να σπουδάζει οικονομικά στην ιδιωτική «Βιομηχανική και Εμπορική Ακαδημία». Παράλληλα, γράφεται στον Πανελλήνιο Γυμναστικό Σύλλογο, που βρίσκεται μερικές εκατοντάδες μέτρα από την οδό Φερών, όπου κατοικεί.
Ο νεαρός Κωστής φαίνεται πως ρίχνει όλη του την προσοχή στον αθλητισμό και δεν αργεί να διακριθεί. Το 1906 κατακτά στους Πανελλήνιους Αγώνες την τρίτη θέση στο μήκος άνευ φοράς, με άλμα στα 2,83 μέτρα. Παρότι στους Μεσολυμπιακούς της Αθήνας που ακολουθούν θα αποκλειστεί στον προκριματικό και θα καταταγεί έκτος στο ύψος άνευ φοράς, πηδώντας 1,30 μέτρα, δεν εγκαταλείπει την προσπάθεια και δουλεύει με ακόμα μεγαλύτερο πείσμα.
Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, ανταποκριτής τότε στο Λονδίνο της εφημερίδας «Χρόνος», θα γράψει για τον νεαρό Ολυμπιονίκη: «Είνε σώμα υψηλόν, λεπτόν, καλογραμμένον. Εις το σχέδιον του μελαχροινού προσώπου του, των μήλων, των ματιών, των χειλέων, του πώγωνος νομίζεις ότι επέρασεν, ελαφρώς, ολίγον κοντύλι Γκύζη. Από πάνω ως κάτω ο νέος αυτός έχει ευγενεστάτην γραμμήν».
Το 1907, στους Πανιώνιους Αγώνες της Σμύρνης, θα καταφέρει να κρεμάσει στο στήθος του τρία χρυσά μετάλλια: στο μήκος άνευ φοράς με 3,14 μέτρα, στο ύψος άνευ φοράς με 1,40 μέτρα και στο άλμα εις ύψος με 1,65 μέτρα. Την ίδια χρονιά θα κερδίσει δύο χρυσά μετάλλια στους Πανελλήνιους Αγώνες, ενώ θα αγωνιστεί και με την ποδοσφαιρική ομάδα του Πανελλήνιου Γυμναστικού Συλλόγου, παίζοντας στη θέση του τερματοφύλακα.
![Κωστής Τσικλητήρας](/sites/default/files/styles/main_height/public/articles/2025-02-10/%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CF%80%CF%8D%CE%BB%CE%BF%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%84%CF%83%CE%B9%CE%BA%CE%BB%CE%B7%CF%84%CE%AE%CF%81%CE%B1%CF%82-1-scaled.jpg?itok=VaszoJ2J)
Το 1908 παίρνει μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου και στις 20 Ιουλίου κρεμάει στο στήθος του το ασημένιο μετάλλιο στο μήκος άνευ φοράς με 3,25 μέτρα, ενώ τρεις μέρες αργότερα θα κερδίσει το αντίστοιχο μετάλλιο και στο ύψος άνευ φοράς, με άλμα στα 1,55 μέτρα.
Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, ανταποκριτής τότε στο Λονδίνο της εφημερίδας «Χρόνος», θα γράψει για τον νεαρό Ολυμπιονίκη: «Είνε σώμα υψηλόν, λεπτόν, καλογραμμένον. Εις το σχέδιον του μελαχροινού προσώπου του, των μήλων, των ματιών, των χειλέων, του πώγωνος νομίζεις ότι επέρασεν, ελαφρώς, ολίγον κοντύλι Γκύζη. Από πάνω ως κάτω ο νέος αυτός έχει ευγενεστάτην γραμμήν.
Μελαχροινός, πολύ υψηλός σχετικώς με τη νεότητά του, πόδια μεγάλα και λαστιχένια, ως σκύλου πόιντερ, σύμμετρον και χαριτωμένον σύνολον. Το μόνον μειονέκτημά του είνε ότι δεν έχει, ακόμη, την αθλητικήν ανάπτυξιν που του χρειάζεται. Πολύ ολίγον έχει γυμνασθή και είνε μάλλον αδύνατος. Αλλά η νίκη του εις το αγγλικόν στάδιον του έδειξε τον δρόμον και είνε αρκετά έξυπνος ώστε να μη τον χάση. Από τώρα και εις το εξής πρέπει να ζη διαρκώς μέσα εις τα γυμναστήρια».
Ο Τσικλητήρας την ίδια χρονιά θα κατακτήσει με τον Ποδοσφαιρικό Όμιλο Αθηνών (σημερινός Παναθηναϊκός) το πανελλήνιο πρωτάθλημα, επιτυχία που θα επαναλάβει δύο χρόνια αργότερα, παίζοντας πάντα στη θέση του τερματοφύλακα.
Το 1912, ο Κωστής Τσικλητήρας θα πάρει μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Στοκχόλμης, όντας σημαιοφόρος της ελληνικής αποστολής. Θα καταφέρει να κερδίσει το χρυσό μετάλλιο στο αγαπημένο του άθλημα, το μήκος άνευ φοράς, με 3,37 μέτρα. Θα χρειαστεί να περάσουν ογδόντα ολόκληρα χρόνια για να πανηγυρίσει ο ελληνικός στίβος ξανά τέτοια διάκριση, με τη Βούλα Πατουλίδου. Ένα ακόμα μετάλλιο, χάλκινο, θα κερδίσει ο Έλληνας αθλητής στο ύψος άνευ φοράς, με άλμα στα 1,55 μέτρα.
![Κωστής Τσικλητήρας](/sites/default/files/styles/main/public/articles/2025-02-10/%CE%A4%CE%A3%CE%99%CE%9A%CE%9B%CE%97%CE%A4%CE%97%CE%A1%CE%91%CE%A3%CE%B1.jpg?itok=eRAgqnhc)
Η επιστροφή του στην Ελλάδα θα είναι θριαμβευτική, θα γνωρίσει την αποθέωση, ενώ ο Τύπος θα τον υμνήσει για τα σπουδαία του κατορθώματα. Τρεις μήνες αργότερα, όμως, θα ξεσπάσει ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος και η χώρα θα μπει σε νέες περιπέτειες.
Τον Σεπτέμβριο, έναν μήνα πριν από την επίσημη έναρξη του πολέμου για την Ελλάδα στις 5 Οκτωβρίου 1912, ο Κωστής Τσικλητήρας θα ενημερώσει τον πατέρα του ότι σκοπεύει να καταταγεί. Παρουσιάζεται εθελοντής στο Στρατολογικό Γραφείο Καλαμάτας, αρνείται να παραμείνει στο Φρουραρχείο Αθηνών και προωθείται στη Λάρισα, όπου βρίσκεται το κέντρο των επιχειρήσεων.
Παρότι παίρνει τον βαθμό έφεδρου λοχία, δεν φαίνεται να φτάνει ποτέ στο πεδίο της μάχης. Σύμφωνα με φήμες, ο πρίγκιπας Νικόλαος, που ήταν και μέλος της Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής, φρόντισε να προστατευθεί ο αθλητής-θρύλος, ώστε να μην πληγεί το ηθικό στρατού και πολιτών. Στο τέλος του 1912, ο Τσικλητήρας −προς μεγάλη του δυσαρέσκεια− θα μετατεθεί στην Αθήνα.
Στις 2 Φεβρουαρίου 1913, ο Ολυμπιονίκης μεταφέρεται επειγόντως στο Πολιτικό Νοσοκομείο, με δύσπνοια, υψηλό πυρετό και σπασμούς. Την επομένη, στο ιατρικό συμβούλιο, το οποίο παρακολουθεί και εκπρόσωπος του πρίγκιπα Νικολάου, ο καθηγητής Λιβιεράτος θα ανακοινώσει ότι ο ασθενής πάσχει από φυματιώδη μηνιγγίτιδα. Η κατάστασή του θα επιδεινωθεί ταχύτατα και, παρά τις ελπίδες για ανάκαμψη, ο εικοσιπεντάχρονος αθλητής θα πέσει σε λήθαργο και θα πεθάνει το βράδυ της 10ης Φεβρουαρίου 1913. Το πανελλήνιο, που αγωνιούσε μαζί με την οικογένειά του επί οκτώ ημέρες, συγκλονίζεται.
![Κωστής Τσικλητήρας](/sites/default/files/styles/main/public/articles/2025-02-10/%CE%91%CF%84%CE%BB%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%AF%CF%82-%CE%B1%CF%81.-7-%CE%99%CE%BF%CF%85%CE%BB.-1912-3.jpg?itok=btSV7Vv4)
Χιλιάδες κόσμου θα παρακολουθήσουν την κηδεία του αθλητή, που θα πραγματοποιηθεί υπό καταρρακτώδη βροχή στον Άγιο Γεώργιο Καρύτση – ανάμεσά τους πλήθος αθλητών και συναθλητών του, ο Πρόεδρος της Βουλής Κωνσταντίνος Ζαβιτσάνος και ο δήμαρχος Αθηναίων Σπυρίδων Μερκούρης. Κατά τη διάρκεια της ταφής του στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, άγημα τού απέδωσε τιμές ήρωα πολέμου, ενώ αργότερα τα οστά του μεταφέρθηκαν σε οικογενειακό τάφο στο Α’ Νεκροταφείο Πατρών, όπου φιλοξενούνται μέχρι σήμερα.
Στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Πύλο, βρίσκεται ανδριάντας του στο λιμάνι, μπροστά στο σπίτι του, που σήμερα λειτουργεί ως μουσείο και στεγάζει τη συλλογή του φιλέλληνα δημοσιογράφου Rene Puaux (1878-1837). Ο Πανελλήνιος Γυμναστικός Σύλλογος από το 1963 διοργανώνει προς τιμήν του ετήσιους αγώνες στίβου, τα «Τσικλητήρεια», τα οποία αποτελούν πόλο έλξης για αθλητές και φιλάθλους.