Η όψη του ήταν ασκητική, αγριευτική και αποκρουστική. Το βλέμμα του φαρμακερό. Τα μαλλιά μακριά όσο και η γενειάδα. Τα δόντια του φρικτά και σάπια. Τα ένστικτά του ζωώδη. Οι διαπλοκές του είχαν τσαρικό πρόσταγμα, οι υπερδυνάμεις του έμοιαζαν απόκοσμες, οι συνωμοσίες του μυθιστορηματικές, οι αντοχές του στο σεξ αλλά και τα προσόντα του μνημειώδη.
Ο Γκριγκόρι Ρασπούτιν, αυτός ο αναλφάβητος τυχοδιώκτης χωρικός, υπήρξε ένας διαβολικός τύπος που λατρεύτηκε και διώχθηκε όσο λίγοι, αποπλάνησε εκατοντάδες γυναίκες, κατανάλωσε τόνους αλκοόλ, χειρίστηκε την εξουσία με συγκλονιστική μαεστρία, ξόρκισε τον σατανά με σεξ, δημιούργησε ηδονιστικές θεωρίες, εκμεταλλεύτηκε τη μανία της ρωσικής υψηλής κοινωνίας στις αρχές του 20ού αιώνα για τον μυστικισμό, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην πολιτική σκακιέρα της Ρωσίας τα χρόνια πριν από τη Ρωσική Επανάσταση, διεκδίκησε μια θέση δίπλα στις προτομές των Λένιν, Στάλιν, Τολστόι, Ντοστογιέφσκι, ακόμα κι αν μετά βίας ήξερε να γράφει το όνομά του.
«Ο Ρασπούτιν είναι πιθανότατα ένα από τα δέκα ρωσικά ονόματα που γνωρίζουν οι Δυτικοί. Ίσως, όμως, να είναι ο μόνος Ρώσος που έχει ανακαλυφθεί από την παγκόσμια λαϊκή κουλτούρα... Δεν αντιπροσωπεύει τόσο το παρελθόν ή το μέλλον της Ρωσίας όσο την τάση της να επαναλαμβάνεται, τα πάθη της και την αχαλίνωτη, αγέρωχη ταυτότητά της», όπως χαρακτηριστικά έγραψε το «New York Review of Books».
To 1903, διψασμένος για εξουσία και σεξ, αφίχθη στην Αγία Πετρούπολη. Ωστόσο, η φήμη για τις υποτιθέμενες υπερφυσικές του ικανότητες είχαν φτάσει εκεί πριν από εκείνον και η άρχουσα τάξη τον περίμενε ως μεσσία με τα χέρια και τα πόδια ανοικτά.
Ακόλαστος και αποστάτης καλόγερος, μυστηριώδης προσκυνητής, Μαρκήσιος ντε Σαντ αλλά με ρωσικό επίχρισμα, ρυπαρός και περήφανος πολέμιος της καθαριότητας (ενίοτε καμάρωνε που περνούσαν τα εξάμηνα χωρίς να αλλάζει εσώρουχο), αποδιοπομπαίος τράγος διαφόρων ομάδων αντιφρονούντων, χειριστικός, διεστραμμένος σεξουαλικά, πολιτικός σαμποτέρ.
Ο Γκριγκόρι Γιεφίμοβιτς Ρασπούτιν γεννήθηκε την 21η Ιανουαρίου 1869 σε ένα από τα πιο σκληρά τοπία αυτού του πλανήτη, το χωριό Ποκρόφσκογε της Σιβηρίας. Ο ιστορικός Ντάγκλας Σμιθ επιμένει ότι τα νεανικά του χρόνια και η πρώιμη ενηλικίωσή του αποτελούν «μια μαύρη τρύπα, για την οποία δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα». Στην έλλειψη αξιόπιστων πηγών και πληροφοριών πάτησαν όσοι πόθησαν να κατασκευάσουν ιστορίες που απογείωσαν τον μύθο του.
Ο πατέρας του Eφίμ ήταν ένας αγρότης που περιστασιακά εργαζόταν ως κυβερνητικός ταχυμεταφορέας, πάμφτωχος και θρησκόληπτος. Παντρεύτηκε τη μητέρα του Άννα Παρσουκόβα το 1863 και συνολικά απέκτησαν οκτώ παιδιά. Κανένα τους, όμως, δεν επιβίωσε πέραν της παιδικής ηλικίας κι έτσι άφησαν τον Γκριγκόρι μόνο να διαχειριστεί την οικογενειακή υστεροφημία.
Οι ιστορικοί συμφωνούν ότι, όπως τα περισσότερα χωριατόπαιδα της Σιβηρίας, έτσι κι ο Γκριγκόρι, όχι μόνο δεν έλαβε την παραμικρή εκπαίδευση, παραμένοντας ως το τέλος τραγικά αναλφάβητος (συχνά καμάρωνε ότι δεν ήξερε ούτε την αλφαβήτα), αλλά, σύμφωνα με τα τοπικά αρχεία, έζησε μια άγρια εφηβεία, γεμάτη αλκοόλ, μικροκλοπές, ασέβεια στις τοπικές αρχές, βλασφημίες, εμπειρίες και κακουχίες που σε μικρό χρονικό διάστημα τον μεταμόρφωσαν σε μια αδίστακτη, καταστροφική μηχανή.
Όσο για την έλλειψη μόρφωσης, κανένα πρόβλημα! Την αντικατέστησε άμεσα με πνευματικές αναζητήσεις και γιατροσόφια. Στα 18 του χρόνια μπήκε σε μοναστήρι, όπου μυήθηκε σε μια αίρεση, τα μέλη της οποίας μαστιγώνονταν για λόγους μετανοίας ή εξιλέωσης. Σε αυτό το άρρωστο περιβάλλον κόλλησε μια χαρά τις διεστραμμένες πρακτικές του και διατύπωσε ένα ολοδικό του δόγμα, σύμφωνα με το οποίο η σεξουαλική εξάντληση ήταν ο συντομότερος δρόμος για να βρεθεί κάποιος πιο κοντά στον Θεό.
Φεύγοντας από το μοναστήρι, επιδόθηκε σε έναν μαραθώνιο κατηχήσεων, εκβιασμών, σχέσεων (παντρεύτηκε και απέκτησε παιδιά), περίεργων διαδρομών και περιπλανήσεων (που τον έφεραν μέχρι το Άγιο Όρος και τα Ιεροσόλυμα), σκανδάλων με αντικείμενο τη σεξουαλική του συμπεριφορά. To 1903, διψασμένος για εξουσία και σεξ, αφίχθη στην Αγία Πετρούπολη. Ωστόσο, η φήμη για τις υποτιθέμενες υπερφυσικές του ικανότητες είχαν φτάσει εκεί πριν από εκείνον και η άρχουσα τάξη τον περίμενε ως μεσσία με τα χέρια και τα πόδια ανοικτά.
Κομβική για τη ζωή του υπήρξε η σχέση του με το τελευταίο ζευγάρι της δυναστείας των Ρομανόφ, τον τσάρο Νικόλαο Β’, και ειδικά την τσαρίνα Αλεξάνδρα, με την οποία διατηρούσε ένα ατελείωτο, άρρωστο, διεστραμμένο πάρε-δώσε. Εκείνη αντάλλασσε την απόγνωση με γιατροσόφια, γοητευόταν και επιβεβαίωνε μαζί του τη θηλυκή της πλευρά, όσο εκείνος «μεγαλουργούσε» πάνω στα παιδιά της, απολάμβανε την αδυναμία που του είχε και πατούσε στους ώμους της για να αποκτήσει προστασία, δύναμη, γόητρο και μερικές ακόμα δόσεις σεξουαλικής έξαρσης με... βασιλικό περιτύλιγμα.
Αξίωμα επίσημο δεν είχε. Ποιος νοιαζόταν άλλωστε! Οι υπόγειες διαδρομές ήταν πάντα περισσότερο του γούστου του από τις... πτήσεις. Οι λόγοι για τους οποίους οι Ρομανόφ στράφηκαν σε έναν άνθρωπο που ισοπέδωνε κάθε κοινωνικό πρότυπο αποτελεί συχνό αντικείμενο μελέτης. Σε μία από τις κορυφαίες βιογραφίες του Ρασπούτιν «Rasputin: A Short Life», η Φράνσις Γουέλς λέει πως ο τσάρος «είχε τη ρομαντική ρωσική πεποίθηση ότι οι αγρότες ήταν σοφοί και είχαν μια δική τους μυστική δίοδο προς την αλήθεια». Την ίδια στιγμή, θεωρούσε υποκριτές τους καλλιεργημένους και έκανε το ίδια γκριμάρισμα είτε μιλούσε για «τη διανόηση» είτε για τη «σύφιλη».
Ο αμόρφωτος, λοιπόν, Ρασπούτιν εισχώρησε στο παλάτι σε μια περίοδο έντονων κρίσεων για τη Ρωσία, εκμεταλλευόμενος τη μοναξιά και την απομόνωση του ζεύγους. Ο Νικόλαος Β’ ήταν ένας ευγενής, αλλά αναποφάσιστος άνδρας και η Αλεξάνδρα, εγγονή της βασίλισσας Βικτόριας, μια γυναίκα που γεννήθηκε στη Γερμανία, ανατράφηκε στην Αγγλία και δεν προσαρμόστηκε ποτέ στη ρωσική πραγματικότητα, εξού και επικοινωνούσε πεισματικά με τον σύζυγό της στα αγγλικά.
Το ζευγάρι είχε αποκτήσει τέσσερις κόρες και έναν μόνο γιο, τον Αλεξέι. Ωστόσο, ο 11χρονος κληρονόμος του ρωσικού θρόνου έπασχε από αιμορροφιλία, μια σπάνια διαταραχή που σήμαινε ότι οποιοδήποτε τραύμα, ακόμα και το πιο μικρό ή επιπόλαιο, μπορούσε να οδηγήσει σε εκτεταμένη αιμορραγία.
Καθώς η ασθένεια περιέπλεκε την υπόθεση της διαδοχής, ο Νικόλαος και η Αλεξάνδρα πρόσεχαν τον διάδοχο σαν τα μάτια τους, του είχαν συνοδεία μια στρατιά από φύλακες και γιατρούς, αλλά η καθημερινότητά του ήταν βασανιστική και τα αιμορραγικά επεισόδια συχνά και επίπονα. Στην απόγνωσή τους εναπόθεσαν όλες τους τις ελπίδες στον Ρασπούτιν, ο οποίος, με το που εμφανίστηκε στο παλάτι (τον συνέστησε ένα έμπιστος του τσαρικού ζεύγους), άλλαξε την αγωγή του διαδόχου, κάλμαρε τις αιμορραγίες, εξέθεσε τις πρακτικές των γιατρών και υποχρέωσε το τσαρικό δίδυμο σε αιώνια αιχμαλωσία.
Το ζευγάρι τον χρύσωνε κάθε φορά που τα γιατροσόφια του ανακούφιζαν τον μικρό και η κοινωνία της Αγίας Πετρούπολης δονούνταν από μια ακατάσχετη σκανδαλολογία για το τι ακριβώς συνέβαινε πίσω από τις κλειστές πόρτες του παλατιού. Στην αλληλογραφία της εποχής που διασώζεται η τσαρίνα τον αποκαλούσε πάντα «Ο φίλος μας». Αλλά το πιο ακραίο σενάριο αναφέρει ότι του παρέδιδε ως αντάλλαγμα για τις θαυματουργές του συμβουλές μέχρι και τις κόρες της.
Σύμφωνα, μάλιστα, με έναν από τους πολλούς βιογράφους του Ρασπούτιν, όταν η αυτοκρατορική οικογένεια δολοφονήθηκε από τους μπολσεβίκους, η τσαρίνα και οι τέσσερις δούκισσες βρέθηκαν να φορούν στον λαιμό τους φυλαχτά που περιείχαν μικροσκοπικά πορτρέτα του Ρασπούτιν.
Ακόμα και η Ορθόδοξη Εκκλησία, που αρχικά τον είχε στηρίξει, προσπάθησε να θέσει υπ’ όψιν του τσάρου τις ακολασίες του, αλλά κανείς δεν συγκινήθηκε. Όποιος προσπαθούσε να στρέψει την οικογένεια εναντίον του απομονωνόταν ακαριαία. Κυκλοφορούσε με μια μπάντα από «μικρές κυρίες» που ικανοποιούσαν τις ανεξέλεγκτες ορμές του, αλλά στην πραγματικότητα το βλέμμα του ήταν πάντα στραμμένο στην πολιτική. Διαμόρφωνε μια χαρά τη ρωσική διπλωματία κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ ο ρόλος του στην πτώση του τσαρικού καθεστώτος είναι αδιαμφισβήτητος.
Όταν το 1915 ο Νικόλαος Β’ αναχώρησε για να καθοδηγήσει τις ρωσικές στρατιωτικές δυνάμεις εναντίον των Γερμανών, ο Ρασπούτιν πήρε κανονικά θέση συγκυβερνήτη στο πλευρό της Αλεξάνδρας, πολλαπλασιάζοντας το μίσος και την ανασφάλεια του ρωσικού λαού, που εισέπραττε τη μία ταπείνωση μετά την άλλη κι έβλεπε την τύχη του παραδομένη σε έναν σαλτιμπάγκο μυστικιστή. Ο συνδυασμός ήταν καταστροφικός: στο εξωτερικό ο Νικόλαος αποδείχθηκε ανεπαρκής στη διοίκηση του στρατού στα μέτωπα του A’ Παγκοσμίου Πολέμου και στο εσωτερικό ο Ρασπούτιν σάρωνε το παλάτι, έκανε πάρτι, αναλαμβάνοντας το σύνολο των καίριων υποθέσεων, εξευτέλιζε όποιον τον αμφισβητούσε και επιβεβαίωνε όσους χρέωναν στην αυτοκρατορική οικογένεια παρακμή και διαφθορά.
Ως εκ τούτου, το διαμέρισμά του μετετράπη πολύ γρήγορα σε πολυσύχναστο γραφείο ρουσφετιών, όπου μπαινόβγαιναν ικέτες, μισοκακόμοιροι που αγωνιούσαν για γραφειοκρατικά θέματα, σακάτες που εκπλιπαρούσαν για τις θεραπευτικές του δυνάμεις και απατεωνίσκοι που αναζητούσαν την επιρροή του στις υποθέσεις τους. Η πληρωμή, ανάλογα τον αιτούντα, γινόταν με χρήματα, όρκους πίστης ή σεξουαλική συνεύρεση.
Είναι, λοιπόν, προφανές γιατί τόσοι διαφορετικοί κύκλοι στην Αγία Πετρούπολη επιθυμούσαν την εξαφάνισή του (η Φράνσις Γουέλς στο βιβλίο της απαριθμεί τουλάχιστον τέσσερις απόπειρες δολοφονίας του). Η απόφαση είχε ληφθεί: πρώτα θα ξεφορτώνονταν τον Ρασπούτιν και μετά θα άρχιζε η εκδίωξη του Νικολάου Β’ από τον θρόνο, ώστε να ακολουθήσει η Οκτωβριανή Επανάσταση των μπολσεβίκων που τερμάτισε την κυριαρχία της δυναστείας των Ρομανόφ, η οποία κυβερνούσε από το 1762.
Ελάχιστοι στο πέρασμα των δεκαετιών έχουν υπερασπιστεί τον θειώδη και διαβολικό Ρασπούτιν. Ένας από αυτούς, ο έγκριτος και βραβευμένος ιστορικός Ντάγκλας Σμιθ (συγγραφέας του βιβλίου «Rasputin: Faith, Power, and the Twilight of the Romanovs»), που επιμένει πως δεν ήταν όσο σκληρός, σαδιστής και αιμοδιψής παρουσιάζεται.
«Ελπίζω με αυτό το βιβλίο να ανατρέψω τις γενικευμένες εντυπώσεις. Ο Ρασπούτιν ήταν ένας πραγματικός χριστιανός. Δεν ξέρω αν μπορώ να τον αποκαλέσω ειρηνιστή, πάντως ήταν εναντίον του πολέμου» έχει πει σε συνεντεύξεις του. «Μάλιστα, το καλοκαίρι του 1914 έγραψε μια καταπληκτική επιστολή προς τον τσάρο Νικόλαο Β’ ‒η οποία φυλάσσεται σε μία από τις βιβλιοθήκες του Πανεπιστημίου Yale‒, ικετεύοντάς τον να μην εμπλακεί στον πόλεμο. Είναι μία από τις πολλές άγνωστες πτυχές της Ιστορίας. Αν ο τσάρος άκουγε τον Ρασπούτιν το καλοκαίρι του 1914 και η Ρωσία δεν άνοιγε κι άλλα πολεμικά μέτωπα, η πορεία της ρωσικής ιστορίας και ολόκληρου του 20ού αιώνα θα ήταν πολύ διαφορετική».
Για την τελευταία πράξη του δράματος επίσης γράφτηκαν δεκάδες κεφάλαια. Ο θάνατος του Ρασπούτιν συνάδει απολύτως με τον σατανικό του βίο, τον προσωπικό του μύθο αλλά και το μεγαλείο της Αγίας Πετρούπολης: ήταν αργός, βασανιστικός, μελετημένος, ιντριγκαδόρικος ‒όσο και η άνοδός του‒ και τροφοδότησε αδιανόητα σενάρια.
Τον Δεκέμβριο του 1916, μια ομάδα ευγενών, στην οποία συμμετείχε ο πρίγκιπας Φέλιξ Γιουσούποφ (σύζυγος της ανιψιάς του τσάρου), αποφάσισε να αναλάβει δράση, καθώς οι ακολασίες του Ρασπούτιν υπονόμευαν ξεκάθαρα τον μέλλον της μοναρχίας και... το δικό τους. Tου υποσχέθηκαν μενού που περιλάμβανε γυναίκες (έριξαν για δόλωμα τη σύζυγο του Γιουσούποφ) και αλκοόλ και τον κάλεσαν στο σπίτι, προσφέροντάς του δηλητηριασμένο κρασί και γλυκό. Σύμφωνα με τον μύθο, κανένα φαρμάκι δεν ήταν ικανό να λυγίσει το δίμετρο κορμί του κι έτσι αναγκάστηκαν να καταφύγουν στην οριστική λύση: τον πυροβόλησαν και τον ξεφορτώθηκαν στα παγωμένα νερά του Νέβα. Μια μέρα σαν την σημερινή, πριν από 102 χρόνια, γράφτηκε με μερικές σφαίρες ο επίλογος σε έναν κολοσσιαίο ρωσικό μύθο.
Ο Ρασπούτιν κηδεύτηκε στις 2 Ιανουαρίου σε ένα μικρό χαριτωμένο εκκλησάκι στο Tsarskoye Selo, είκοσι τέσσερα χιλιόμετρα νότια του κέντρου της Αγίας Πετρούπολης. Πλάι στο φέρετρο ήταν η βασιλική οικογένεια, αλλά όχι η δική του. Η σύζυγος, η ερωμένη και τα παιδιά του δεν προσκλήθηκαν, τους ζητήθηκε να πενθήσουν χωριστά. Ωστόσο, ούτε αυτή ήταν η τελευταία πράξη του δράματος. Οι μπολσεβίκοι, μετά την παραίτηση του τσάρου Νικόλαου από τον θρόνο τον Μάρτιο του 1917, αντιλήφθηκαν πως ο θαυμασμός στο πρόσωπό του δεν έλεγε να κοπάσει και πως ο τάφος του μετατρεπόταν σε ιερό σημείο για τους υποστηρικτές του παλαιού καθεστώτος. Έκαψαν, λοιπόν, ό,τι είχε απομείνει από το κορμί του, βάζοντας οριστικό τέλος στη λατρεία των λειψάνων του.
Όσο για εκείνους που υποστηρίζουν ότι το θρυλικό του πέος είχε αποκοπεί από το κορμί του για να διατηρηθεί με τον δέοντα σεβασμό σε κάποιο ευρωπαϊκό σαλόνι, ο δρ. Ντμίτρι Κοσορότοφ, χειρουργός που έκανε την αυτοψία, υπέγραψε πως βρήκε τα γεννητικά του όργανα άθικτα.
Κι αν μια φθαρμένη, χειρόγραφη έκθεση δεν μπορεί να στερήσει τίποτα από τον μύθο του ηδονιστή Ρασπούτιν, το έκανε η Ιστορία, που πάντοτε εκδικείται τη μυθοπλασία με μπόλικο ρεαλισμό. Να, όπως συνέβη με την κόρη του Μαρία Ρασπούτιν, η οποία πέθανε το 1977 σε προάστιο του Λος Άντζελες, αφού πρώτα είχε χορέψει σε παρισινά καμπαρέ, είχε εκδιωχθεί από διάφορα μέρη, είχε αποκτήσει φήμη ως θηριοδαμάστρια και είχε ξεπέσει στις αχανείς λεωφόρους της Δυτικής Ακτής παρέα με δύο σκυλιά, στα οποία είχε δώσει το όνομα του δολοφόνου του πατέρα της. Το ένα ήταν ο Γιούσου και το άλλο ο Ποφ (Γιουσούποφ). Κατά τα άλλα, εξαντλούσε το αμερικανικό όνειρο με αλλεπάλληλες πράξεις αποκήρυξης του κομμουνισμού και της ρωσικής της ψυχής και επιβιώνοντας με κοινωνικά επιδόματα σε δολάρια...
σχόλια