«Εσύ, αν έβλεπες ότι ένας φίλος σου ξεφεύγει στα social media και δώσ’ του οι selfies και να τα αποφθέγματα και βαράτε βιολιτζήδες με τα status updates του, γενικώς, θα του το έλεγες;».
Η ερώτηση έπεσε από συνάδελφο σε ώρα «κοινής ησυχίας», εκεί που ο καθένας κυνηγιόταν με τα δικά του. Το επόμενο που έπεσε ήταν σιωπή.
Είναι από τις ερωτήσεις που δεν θες να (σου) γίνονται δημοσίως. Άλλωστε, με κάποιους (ή πολλούς), αν δεν είσαι «φιλο-γνωστός», κάπως «συνδέεσαι»– στα social media και πέρα από αυτά.
Είναι λίγο σαν τις πολιτικές κουβέντες που ποτέ δεν ξέρεις ποιος κάλος θα πατηθεί και τι «τυραννία» θα προκύψει από το πουθενά.
Ενδέχεται να πικραθείς και να πικράνεις.
Να πεις ψέματα; Αφού βλέπεις τι ποστάρει (ο φίλος), πώς σχολιάζει (ό,τι συμβαίνει), πως δεν αφήνει τίποτα να πέσει κάτω, πόσο ψηλά «κρεμάει» μέσα στη μέρα του αυτό το «”κοίτα – εγώ” παιχνίδι» («Κοίτα εγώ ΠΟΥ είμαι, με ΠΟΙΟΝ είμαι, ΤΙ κάνω, ΠΟΥ πήγα»), απανωτά, άκριτα, ακατάπαυστα. Από ένα σημείο και μετά, ακατάληπτα.
Και μετά οι selfies ή τα πορτρέτα, ατέλειωτα, «πυροβολητά», φωτογραφίες – σεντόνια, η μία πίσω από την άλλη, να «μυρίζουν» απόγνωση ή στρατηγική ή κυνήγι του χρόνου και της αποδοχής ή απλώς ναρκισσίλα.
Τι να πεις; Να γίνεις κακός; Η cool απάντηση θα σε βρει στο μάτι, «άσε τον κόσμο να ζήσει τη ζωούλα του, όπως γουστάρει», η προβοκατόρικη ερώτηση θα σε βρει κατάκαρδα, «ζηλεύεις;». Όχι, δεν ζηλεύεις. Μπορεί να ντρέπεσαι λίγο, αλλά πού και πώς να εξηγείς. Δεν γίνεσαι κακός, λοιπόν.
Συνήθως, γίνεσαι “like”, ένας μπλε αντίχειρας και ξεμπέρδεψες. Είναι λιγότερο κουραστικό από το να τον πάρεις τηλέφωνο («γιατί, βρε άνθρωπε, αυτό το τρελαμμένο βλέμμα; Τι σου συμβαίνει;»). Και δίνει και υλικό να ‘χεις να λες, (αφού κάνεις "like").
Ή γίνεσαι «καπνός». Unfollow, unfriend, block, «να μην παρακολουθώ δημοσιεύσεις από τον/την...».
Να γίνεις επικριτικός; Αν όντως πρόκειται για φίλο, δεν ξέρεις "τι" να γίνεις (κάτω από μία ακόμη selfie, ένα ανόητο σχόλιο, μια φλυαρία πάνω σε 15 άλλες μέσα σε λίγες ώρες, μία χολή επιπλέον). Βασικά, δεν ξέρεις αυτόν τον τύπο που κάποτε είχατε πολλά να πείτε. Δεν τον ξέρεις. Σ’ αυτόν δεν έχεις τι να πεις.
(Κι ας καταλαβαίνεις και την απόγνωση και το καραγκιοζιλίκι και τον κομπασμό ή ακόμη χειρότερα την ανεργία και όλα τα ζόρια της ζωής του «εγκιβωτισμένα» στην 100η selfie με χαμόγελο πιο βεβιασμένο κι απ’ του Τζόκερ).
Θα παρεξηγηθεί, θα γίνει εχθρός.
Θα στενοχωρηθείς, θα γίνεις μίζερος.
Που δεν «μοιράζεσαι», που δεν λες πότε χαίρεσαι, πότε λυπάσαι, πότε χώρισες, που δεν ποστάρεις φωτογραφίες εκτός κι αν είναι με φίλους ή «τραβηγμένες» από φίλους, κανονικούς φίλους που μπορείς να τους πιάσεις, να μετρήσεις δοντάκια στα χαμόγελα και δάκρυα στις «στραβές», που δεν «μπλέκεις» σε «κορδόνια» συζητήσεων (εκτός κι αν είναι απολύτως απαραίτητο), που δεν απαντάς, όχι από απαξίωση, αλλά γιατί πάντα θα υπάρχουν πράγματα που λέγονται και δεν γράφονται και που πάλι θα πρέπει να σκεφτείς δυο και τρεις φορές, πριν μιλήσεις, που δεν «ακολουθείς» δημόσια, αλλά υβρίζεις ιδιωτικά, κόσμο, με τον οποίο – έξω από Twitter, Facebook και Instagram- δεν θα αντάλλαζες ούτε «καλημέρα».
Ό,τι και να πεις, θα έχει επιχείρημα -«δικός μου είναι ο χρόνος, ό,τι θέλω τον κάνω και ό,τι θέλω “ανεβάζω”, εγώ επικοινωνώ (!), έχω άποψη, ζω (!!!)»-, δεν θέλει προστασία, βρε αδερφέ, οπότε δεν λες τίποτα.
Άλλωστε, (πολύ μεταξύ μας), στην όλη ιστορία, το πρόβλημα το έχεις εσύ, το μυαλό και τα δάχτυλα σου, που ακόμη κερνάνε καφέδες σε κανονικά μαγαζιά, χαϊδεύουν κανονικούς ανθρώπους και είναι τόσο δυσκίνητα, που δεν μπορούν να φέρουν βόλτα 40 tweets μέσα σε 15’. Άντε.
σχόλια