Από τον Νικόλα - Νταμόν Παπαδημητρίου
Τον 10ο αι., ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νικόλαος Μυστικός αναφέρει πως ''Δύο βασίλεια εξουσιάζουν ολόκληρη την Οικουμένη: εκείνο των Σαρακηνών και το βασίλειο των Ρωμαίων. Υπέρλαμπροι αστέρες και τα δυό τους, φεγγοβολούν σε ολόκληρο το στερέωμα''. Ο Πατριάρχης αναφέρεται στους Αββασίδες Άραβες και στους Βυζαντινούς. Το χαλιφάτο των Αββασιδών υπήρξε το δεύτερο κατά χρονολογική σειρά στον ισλαμικό κόσμο και διαδέχθηκε εκείνο των Ομεϋαδών της Δαμασκού. Όρισαν ως κεντρική περιοχή δράσης τους τη Μεσοποταμία και εξάπλωσαν την επικράτειά τους από τις ακτές της Βορείου Αφρικής στη Μεσόγειο μέχρι τον Ινδικό Ωκεανό. Επέλεξαν τη Μεσοποταμία για να κατασκευάσουν την πρωτεύουσα τους τη Βαγδάτη και άλλες σημαντικές πόλεις όπως η Σαμάρα διότι οι ποταμοί Τίγρης και Ευφράτης τους εξασφάλιζαν πρόσβαση στον Περσικό Κόλπο ενώ ανατολικά απλωνόταν το Ιρανικό οροπέδιο.
Η Μεσοποταμία, η ενδιάμεση περιοχή του Τίγρη και Ευφράτη φιλοξένησε πολλούς και διαφορετικούς πολιτισμούς. Ως υδάτινοι πόροι υπήρξαν ισχυρό κίνητρο εγκατάστασης των πληθυσμών στις όχθες τους. Όπως ακριβώς μεγαλούργησε ο αιγυπτιακός πολιτισμός στις όχθες του Νείλου ή οι Ινδοί στου Γάγγη και οι Ιουδαίοι στου Ιορδάνη.
Αρχαίοι Σουμέριοι, Ακκάδιοι, Ελαμίτες, Κασσίτες, Αμορίτες, Ασσύριοι, Βαβυλώνιοι, Αχαιμενίδες, Μακεδόνες με τον Μέγα Αλέξανδρο, Σελευκίδες, Σασσανίδες, Άραβες, Μογγόλοι, Οθωμανοί, Άγγλοι και Αμερικάνοι πέρασαν από τη Μεσοποταμία.
Τη Μεσοποταμία δεν παρέλειψε να διασχίσει και ο πατέρας της Ιστορίας και περιηγητής Ηρόδοτος, καταγράφοντας τις εντυπώσεις του από τα μνημειακά κτίσματα των ζιγκουράτ.
Τα ζιγκουράτ πρώτοι τα κατασκεύασαν οι Σουμέριοι στους οποίους αποδίδονται πολλές παγκόσμιες πρωτοτυπίες. Προηγούνται όλων των υπόλοιπων πληθυσμών και η εμφάνιση τους στη Μεσοποταμία ανάγεται στο 5.000 π.Χ.. Εγκαταστάθηκαν στο σημερινό νότιο Ιράκ, εκεί που ενώνονται ο Τίγρης με τον Ευφράτη σε ένα νέο ποταμό τον Σατ αλ Αράμπ και εκβάλει στον Περσικό Κόλπο. Εκεί που σήμερα είναι η πόλη Βασόρα και οι Άραβες αποκαλούν Μπάσρα, οι Σουμέριοι πρώτοι οργανώθηκαν σε αστικά κέντρα και μάλιστα διοικητικώς αυτοτελή, σαν τις πόλεις – κράτη της αρχαίας Ελλάδας. Περίπου τριάντα πόλεις – κράτη απέκτησαν γλυπτά μεγάλου μεγέθους και κτίσματα με μνημειώδη αρχιτεκτονική από ασβεστόλιθο, γύψο, μωσαϊκά και αλάβαστρο. Στα κτίρια αυτά ανήκουν και τα ζιγκουράτ. Ζιγκουράτ στην ακκαδική γλώσσα σημαίνει «να είναι ψηλά» και χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα βαθμιδωτό ψηλό κτίσμα θρησκευτικού χαρακτήρα. Οι ευρωπαϊκές ζωγραφικές απεικονίσεις του Πύργου της Βαβέλ εμπνέονται από τα πολυεπίπεδα ζιγκουράτ. Οι ιστορικοί πιστεύουν πως αρχικά οι Σουμέριοι υπήρξαν ορεσίβιος λαός που όταν μετοίκησαν στην πεδιάδα της νότιας Μεσοποταμίας νοστάλγησαν τα όρη. Στην μορφή των ζιγκουράτ μιμήθηκαν εκείνη των βουνών. Μια άλλη εκδοχή που συνυπάρχει με την προηγούμενη αναφέρεται στην αναζήτηση του θείου, ψηλά στον ουρανό. Εξού και η τοποθέτηση του ιερού στην κορυφή του ζιγκουράτ. Η κορυφή συγχρόνως λειτουργούσε και ως αστεροσκοπείο αφού η αστρονομία υπήρξε αγαπημένη ενασχόληση των Σουμέριων.
Εκτός από τα αστικά κέντρα και την αστρονομία, οι Σουμέριοι επινόησαν τον αγγειοπλαστικό τροχό, τον τροχό της αμάξης, το άροτρο, τα αρδευτικά κανάλια για την καλλιέργεια των αγρών και τη γραφή με ιδεογράμματα σε πήλινες πλάκες.
Αργότερα τους διαδέχθηκε η δυναστεία των Αμοριτών, μια φυλή επιδρομέων από τη Συρία. Αμορίτης ήταν ο γνωστός μας Χαμουραμπί (1792 – 1750 π.Χ). Οι Κώδικες Νόμων του Χαμουραμπί είναι το πρώτο γνωστό νομικό κείμενο. Αποτυπώθηκαν σε μια στήλη από βασάλτη που στις μέρες μας εκτίθεται στο Μουσείο του Λούβρου. Στην κορυφή της στήλης φαίνεται η εγχάρακτη μορφή του Χαμουραμπί που ως ένας άλλος Μωυσής παραλαμβάνει από το χέρι του Θεού του φωτός Σαμάς, τους νόμους για την οργάνωση και διοίκηση της πολιτείας του. Η εποχή των Αμοριτών κληροδότησε στην ανθρωπότητα και δύο σημαντικά λογοτεχνικά έργα, το Έπος του Γκιλγκαμές, γραμμένο στη διεθνή γλώσσα της εποχής, την ακκαδική και το Έπος του Μαρντούκ, του ομώνυμου Θεού και προστάτη της Βαβυλώνας.
Η Βαβυλώνα με τους Κρεμαστούς της Κήπους βρίσκεται κεντρικά της Μεσοποταμίας, βορειότερα των Σουμερίων, σχεδόν 85 χλμ από τη σημερινή Βαγδάτη. Τις πύλες των παλατιών της κοσμούν οι δαίμονες Sedu και Lamassu, οι ανθρωπόμορφοι και φτερωτοί ταύροι. Η μορφή τους διαδίδεται σε ολόκληρη την τότε γνωστή Εγγύς Ανατολή. Είναι οι ίδιοι που φυλάνε την Πύλη των Εθνών στο ανακτορικό σύμπλεγμα των Αχαιμενιδών στην Περσέπολη. Τη Βαβυλώνα θα κυριεύσει ο Κύρος Β' των Αχαιμενιδών και αργότερα το 330 π.Χ, ο Μέγας Αλέξανδρος όπου και θα αφήσει την τελευταία του πνοή μετά από εφτά χρόνια, το 323 μ.Χ.. Επί των ημερών του, η πόλη αποκτάει την ελληνική συνοικία της, με περίφημη ρυμοτομία, θέατρο και νομισματοκοπείο. Η τύχη της Βαβυλώνας συνδέεται και με την πόλη Σελεύκεια που ίδρυσε ο διάδοχος του Μέγα Αλεξάνδρου, Σέλευκος, στις όχθες του Τίγρη.
Οι Ασσύριοι είναι οι χιπστεράδες της αρχαιότητας. Οι αντρικοί χαρακτήρες των επιτοίχιων γλυπτών φέρουν μακριά σγουρά γένια και τη μόδα τους ακολουθούν όλοι οι άντρες των ανατολικών πολιτισμών της αρχαιότητας όπως οι μετακατοπινοί Βαβυλώνιοι, οι Πέρσες και οι Μήδοι. Οι Ασσύριοι βρίσκονται ακόμη πιο βόρεια, στο σημερινό ιρακινό Κουρδιστάν, μαζί με τους Χαλδαίους και τους Κούρδους που ο Ξενοφώντας αποκαλεί Καρδούχους. Το ισχυρό τους κράτος εκτείνεται από τις Θήβες της Αιγύπτου μέχρι την Περσία και ο Σαρδανάπαλος είναι ο χαρισματικός βασιλιάς τους. Οι μεγάλες ασσυριακές πόλεις είναι η Νινευή, η Νιμρούντ και το Χορσαμπάντ. Τα ανάκτορα των κέντρων αυτών είναι διακοσμημένα με πολύχρωμα εφυαλωμένα πλακίδια που αναπαριστούν ταυροθυσίες, στιλιζαρισμένα δέντρα και μυθικές θεότητες. Συγχρόνως στη Νινευή ο βασιλιάς Ασουρμπανιμπάλ διατηρούσε την μεγάλη του βιβλιοθήκη και οι ανασκαφές έφεραν στο φως είκοσι χιλιάδες πήλινες πλάκες σφηνοειδούς γραφής.
Οι Σασσανίδες των Περσών επιλέγουν και αυτοί τη Μεσοποταμία για να εγκαθιδρύσουν την αυτοκρατορία τους. Ιδρύουν την Κτησιφώντα, κοντά στη Βαγδάτη, για πρωτεύουσά τους. Το εκπληκτικό ανάκτορο της Κτησιφώντας κατασκευάζεται από Βυζαντινούς αρχιτέκτονες και στολίζεται με ψηφιδωτά από εξίσου Βυζαντινούς καλλιτέχνες. Οι ανατολικές επαρχίες του Βυζαντίου στα σύνορα με το κράτος των Σασσανιδών φιλοξενούν τους εκτοπισμένους από τις Οικουμενικές Συνόδους, αιρετικούς νεστοριανούς. Οι νεστοριανοί και οι Σύροι μονοφυσίτες συσπειρώνονται σε μονές στα βόρεια της Μεσοποταμίας όπως η Νίσιβι, οι Κάρρες, η Νινευή, τα Άμβαρα και η Ταγρίτ (σημερινή Τικρίτ). Εγκαινιάζουν μια περίοδο έντονης μεταφραστικής δραστηριότητας μελετώντας αριστοτελικά και νεοπλατωνικά έργα τα οποία μεταφράζουν από τα ελληνικά στα συριακά και τα περσικά.
Είναι μια εποχή που η Εγγύς Ανατολή διακρίνεται για την πανσπερμία πολιτισμών και τον έντονο συγχρωτισμό της. Οι βασιλικές αυλές ανταγωνίζονται η μία την άλλη για να προσεταιριστούν τους καλύτερους επιστήμονες, λόγιους και καλλιτέχνες. Όταν ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Ιουστινιανός έκλεισε τη Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών το 529 μ.Χ, οι νεοπλατωνικοί φιλόσοφοι αναζήτησαν άσυλο στην αυλή του Σασσανίδη βασιλιά των Περσών Χοσρόη Α'. Ο Πρισκιανός ο Λυδός, ο Σιμπλίκιος και ο Δαμάσκιος αποτέλεσαν αναπόσπαστο μέρος της αυλής του Πέρση μονάρχη και επηρέασαν βαθιά τους συναδέλφους τους, Πέρσες λογίους.
Ο Χοσρόης Α' στα νότια της Μεσοποταμίας ίδρυσε μια ιατρική ακαδημία. Στην πόλη Τζουντισαχπούρ, που αντιστοιχεί στη σημερινή πόλη Αχβάζ του Ιράν, συγκεντρώθηκαν νεστοριανοί μοναχοί οι οποίοι ασκούσαν την ιατρική επιστήμη. Οι ιατροί της εποχής ήταν και φιλόσοφοι συγχρόνως. Τον 6ο αι. μ.Χ, η Τζουντισαχπούρ ενσάρκωνε απόλυτα τον πλουραλισμό και τη συνύπαρξη των ετερόκλητων, διαφορετικών λαών. Στους πνευματικούς κόλπους της πόλης η ιατρική και η φιλοσοφία διανθίστηκαν από διάφορους γλωσσικούς πληθυσμούς όπως Έλληνες, Εβραίους, Πέρσες, Ινδούς και Σύρους. Αργότερα, οι νεστοριανοί ιατροί της Τζουντισαχπούρ θα τιμήσουν με τις υπηρεσίες τους την αυλή των Αββασίδων Χαλίφηδων.
Η περίοδος του Χαλιφάτου των Αββασιδών είναι η λαμπρότερη σε ολόκληρη την ιστορία του ισλαμικού κόσμου. Οι Αββασίδες μετέφεραν την πρωτεύουσα του ισλαμικού κόσμου από τη Δαμασκό των προκατόχων τους Ομεϋαδών στη Μεσοποταμία. Ίδρυσαν τη Βαγδάτη, αργότερα τη Σαμάρα και η περιοχή κατέστη επίκεντρο της παγκόσμιας οικονομίας. Ισλαμικά αργυρά νομίσματα ανακαλύφθηκαν σε ανασκαφές στη Σκανδιναβία, όπου ανταλλάσσονταν με γούνες, δούλους και κεχριμπάρι.
Οι Αββασίδες αξιοποίησαν τους δούλους και μισθοφόρους τουρκικής καταγωγής για να κατασκευάσουν τα διθυραμβικά ανάκτορα, τεμένη, αγορές και άλλα δημόσια κτίρια, τα ερείπια των οποίων ενθουσιάζουν τους σύγχρονους μελετητές και περιηγητές ως προς την εφαρμογή της μαθηματικής επιστήμης και τις μεγάλες τους διαστάσεις.
Ο Χαλίφης Αλ Μανσούρ ίδρυσε τον 8ο αι. μ.Χ τη Βαγδάτη στα πρότυπα των περσικών πόλεων δηλαδή σε κυκλικό σχήμα. Στο κέντρο υπήρχε το ανάκτορο και το βασικό τέμενος και σταδιακά η πόλη αναπτυσσόταν σε ομόκεντρους κύκλους. Πρακτικά η διάταξη αυτή σήμαινε πως οι πιστοί έπρεπε να διασχίσουν αναγκαστικά το παλάτι για να καταλήξουν στο τέμενος. Η οχλοβοή ενοχλούσε τον Χαλίφη και γρήγορα αποφάσισε να μεταφέρει τα ανάκτορα σε μία νέα πόλη που κατασκεύασε με διαφορετική ρυμοτομία, στη Σαμάρα.
Η Σαμάρα, 100 χλμ. βορειότερα της Βαγδάτης είναι ταυτόσημη του τεμένους Αλ Μουταουακίλ το οποίο κατασκευάστηκε μεταξύ του 848 – 852 μ.Χ και καλύπτει μια επιφάνεια 240 μέτρων επί 156 μέτρα, με τεράστιο εσωτερικό περίβολο, 44 πύργους περιμετρικά και τον περίφημο πύργο – μιναρέ εξωτερικά του τεμένους, γνωστός με την ονομασία «μαλαουίγια» που στα αραβικά σημαίνει «έλικας». Ο σπειροειδής πύργος θυμίζει τα αρχαία ζιγκουράτ των Σουμερίων που προαναφέραμε. Έχει 50 μέτρα ύψος και στην εξωτερική του πλευρά ξετυλίγεται από τη βάση μέχρι την κορυφή μια ράμπα αυξανόμενης κλίσης. Ωστόσο, η χρήση του πύργου ως μιναρέ απορρίφθηκε για πρακτικούς και ιστορικούς λόγους. Πιθανότερα να λειτούργησε ως αναγνωριστικό σημάδι για τη θέση του τεμένους το οποίο ήταν ορατό από πολύ μακριά σε μία επίπεδη περιοχή, δηλαδή σαν φάρος. Επίσης την εποχή εκείνη, τα περισσότερα ισλαμικά τεμένη διέθεταν ως σημείο πρόσκλησης για την προσευχή, το κατώφλι ή την οροφή του τεμένους. Συγχρόνως διατηρείται η πιθανότητα ότι η αρχιτεκτονική επιλογή του ψηλού πύργου να αντανακλά τη μετάβαση από την περισσότερο εξισωτική κοινωνία των πρώιμων ισλαμικών χρόνων στην πιο ιεραρχική κοινωνία της δυναστείας των Αββασιδών.
Η πρότερη μεταφραστική δραστηριότητα των Σασσανιδών άγγιξε τα υψηλότερα επίπεδα ζέσης την εποχή των Αββασιδών. Οι Άραβες δεν γνώριζαν ελληνικά, συριακά και περσικά. Προσέλαβαν τους νεστοριανούς ιατρούς της ιατρικής ακαδημίας της Τζουντισαχπούρ και άλλους Πέρσες και Σύριους λογίους για να μεταφράσουν τα αρχαία ελληνικά επιστημονικά έργα στην αραβική γλώσσα. Η φιλομάθεια των Αράβων για το αρχαιοελληνικό πνεύμα κατέληξε σε επεξεργασία ελληνικών φιλοσοφικών όρων ώστε να προκύψει μια αντίστοιχη αραβική ορολογία. Η ρητορική μεταφέρθηκε στα αραβικά ως ρητουρίγια, φιλοσοφία – φαλσάφα, πολιτεία – φουλιτίγια, Εισαγωγή – ισαγουγί, Περί ερμηνείας – μπαριρμινίας. Μεταφράστηκαν τα Μετεωρολογικά και το Περί Ουρανού του Αριστοτέλη, υπομνήματα ή έργα των εκπροσώπων της Περιπατητικής Σχολής όπως του Θεοφράστου, Αλεξάνδρου Αφροδισιέως, Θεμιστίου, Ιωάννου Φιλοπόνου, ο Τίμαιος, οι Νόμοι και η Πολιτεία του Πλάτωνα, νεοπλατωνικά έργα όπως οι Εννεάδες του Πλωτίνου, έργα του Πρόκλου και Πορφύριου, φιλοσοφικά και ιατρικά έργα του Γαληνού.
Τα ελληνικά έργα μεταφράστηκαν στην αραβική γλώσσα διά μέσου μιας άλλης γλώσσας όπως τα συριακά ή τα περσικά. Ο περσικής καταγωγής και πατέρας της αραβικής πεζογραφίας Ιμπν αλ – Μουκάφα μετέφρασε την Εισαγωγή του Πορφύριου και τα αριστοτελικά έργα Κατηγορίες, Περί Ερμηνείας και Αναλυτικά Πρότερα με βάση τις περσικές αποδόσεις αν και γνώριζε πολύ καλά την ελληνική γλώσσα. Αντίστοιχα ο μεγάλος Άραβας φιλόσοφος Φαράμπι συνέβαλε στη νεοπλατωνική μεταμόρφωση του Αριστοτέλη στην αραβική φιλοσοφία. Ο Αβικέννας τον αποκάλεσε «Δεύτερος Διδάσκαλος», μετά τον Αριστοτέλη. Χαρακτηριστικά, ο Φαράμπι στο έργο του «Οι αρχές των πεποιθήσεων των ανθρώπων και της άριστης πόλης» έχει επηρεαστεί καταλυτικά από τον πλατωνισμό ενώ σε άλλα έργα του προσπαθεί αν συμφιλιώσει τις φιλοσοφίες του Πλάτωνα με του Αριστοτέλη.
Δεν θα γινόταν διαφορετικά αφού ο ζήλος για τις πνευματικές ζυμώσεις υπήρξε αρχική προτεραιότητα των ίδιων των Χαλίφηδων. Ο λαμπρός Χαλίφης Αλ Μααμούν (813 – 833 μ. Χ) υπήρξε οπαδός του μουταζιλισμού και ιδρυτής του «Οίκου της Σοφίας», της Ακαδημίας των Αββασιδών.
Η έντονη ανάγκη για φιλοσοφική εκλογίκευση του ισλαμικού δόγματος διαμόρφωσε την αίρεση των μουταζιλιτών (Ορθολογιστών). Ο μουταζιλισμός υπήρξε ένα κίνημα θεολογικό και ιδεολογικό που επηρέασε ακόμα και τη λογοτεχνία, την πολιτική και τη φιλοσοφία και χρησιμοποιούσε ως οργανικά εργαλεία, την ελληνική λογική και διαλεκτική. Ως ρεύμα σκέψης επικράτησε από το 750 – 850 μ. Χ και αποτέλεσε την επίσημη ιδεολογία του χαλιφάτου των Αββασιδών επί ηγεμονίας του Αλ Μααμούν. Ο Οίκος της Σοφίας εγκολπώνει όλες τις πνευματικές διεργασίες, δίνει ώθηση στο μεταφραστικό κίνημα, θέλει να εφαρμόσει την ελληνική λογική στην άσκηση πολιτικής και ετοιμάζει γεωγραφικούς χάρτες όπως στην περίπτωση του σοφού μαθηματικού και γεωγράφου Χβαρίζμι, ο οποίος συνέγραψε το έργο «Σουράτ αλ – Αρντ» (Εικόνα της γης), βασιζόμενος στη «Γεωγραφία» του Πτολεμαίου.
Ο Αραστού (Αριστοτέλης) και ο Εφλατούν (Πλάτωνας) είναι οικεία πρόσωπα για το Ισλάμ, τόσο το επίσημο όσο και το ετερόδοξο εκείνο του σουφισμού. Τους μελέτησαν ακόμη και οι σούφι διδάσκαλοι όπως ο Τζελαλαντίν Ρουμί των περιστρεφόμενων δερβίσιδων Μεβλεβί. Αλλά οι απαρχές της γνωριμίας αυτής ανάγονται εκεί, στη Μεσοποταμία. Στα μοναστήρια των αιρετικών χριστιανών, την αυλή των Περσών μοναρχών και Αράβων χαλίφηδων.
Η Μεσοποταμία είναι μέρος της «Καθ' ημάς Ανατολή», γόνιμο έδαφος που φύτρωσε ο σπόρος του αρχαίου ελληνικού πνεύματος. Η Μεσοποταμία είναι σαν μεγάλο μοναστηριακό τραπέζι που σε κάθε καρέκλα έκατσε και ένας μεγάλος πολιτισμός, σέρβιρε το δικό του μοναδικό πιάτο αλλά στις μέρες μας, έχουν απομείνει μονάχα σπασμένα σερβίτσια.
___________
Βιβλιογραφία
1. Κονδύλη – Μπασούκου Ελένη, «Αραβικός Πολιτισμός», εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 2009.
2. Λέτσας Α. Ν., «Άσκησις της γεωργίας - Ανάπτυξις της γεωργίας εν Αιγύπτω, Βαβυλωνία, Χαλδαία, Παλαιστίνη, Αρχαία Ελλάδι και Αρχαία Ιταλία», Θεσσαλονίκη, 1957.
3. Μπερν Α.Ρ., «Ο Μέγας Αλέξανδρος και η Ελληνιστική Αυτοκρατορία», μτφρ. Αλέξανδρος Κοτζιάς, εκδ. Κέδρος, Αθήνα, 1983.
4. Μπλουμ Τζόναθαν & Μπλερ Σίλα, «Ισλαμικές Τέχνες», εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα, 1999.
5. Ραφαηλίδης Βασίλης, «Άραβες», εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα, 2003.
6. Bechingham C.F., Atlas of the Arab World and the Middle East, London, 1960.
7. Christie N. – Loseby S.T., Towns in Transition: Urban Evolution in Late Antiquity and the Early Middle Ages, Alderson, 1996.
8. Dani A.H – Masson V.M., History of Civilizations of Central Asia, UNESCO, Paris, 1992.
9. Frye R., The Heritage of Central Asia: From Antiquity to the Turkish Expansion, Princeton, 1996.
10. Hitti P. H., History of the Arabs, New York, 1977.
σχόλια