Τα ταξίδια στο εξωτερικό έχουν γίνει πλέον προσιτά στον καθένα με τα διάφορα πακέτα προσφορών. Ειδικότερα τα έξοδα των πτήσεων μειώνονται όλο και περισσότερο χάρη στην επιλογή φτηνών αεροδρομίων («σαν στο σπίτι σας, ένα χολ και δυο καθιστικά»), τα ελαφρύτερα μπαγκάζια («είμαστε πέντε, μια οδοντόκρεμα αρκεί»), τις στοιχειώδεις ανέσεις του αεροπλάνου («φέρτε κάνα μαξιλάρι καλού κακού») και γενικώς το κόστος φεύγει από τον πελάτη και μετακυλίεται στα φρένα.
Όλος ο κόσμος, λοιπόν, έχει γίνει ένα χωριό, που σε καλεί να επισκεφτείς οποιαδήποτε γωνιά του, ακόμη και την πιο μακρινή. Δεν άργησα κι εγώ να αδράξω τη μεγάλη ευκαιρία και να αγοράσω πολύ οικονομικά εισιτήρια για την Κούβα. Η εταιρεία ήταν ρωσική, το κόστος μόλις 500 ευρώ και το εισιτήριο περιλάμβανε μία στάση στη Μόσχα, καθώς και μία 14ωρη περιήγηση πάνω από τη Σκανδιναβία, το Βόρειο Πόλο και τη βόρεια Αμερική. Κατόπιν έρευνας βρήκα μερικούς πρόθυμους συνταξιδιώτες, κατέβηκα στην Αθήνα, μπέρδεψα τις γραμμές του προαστιακού και βγήκα Κόρινθο, γύρισα πίσω, έβαλα τη μάνα μου να τηλεφωνήσει για να καθυστερήσουν την πτήση, με υποδέχτηκαν οι υπάλληλοι στην είσοδο του αεροδρομίου συγκινημένοι, με έβαλαν στο αεροπλάνο και τελικά απογειωθήκαμε με τα δάκρυα ακόμα να κυλάνε στις παρειές των αεροσυνοδών.
Το μοσχοβίτικο αεροδρόμιο ήταν όντως εξαιρετικό, η 25ωρη όμως παραμονή αφόρητα βαρετή. Για το σκοπό αυτό η εταιρεία είχε προνοήσει να οργανώσει κατά την πτήση μερικά μαθήματα για το πώς να κάθεσαι χωρίς να κάνεις τίποτα. Κράτησα με επιμέλεια σημειώσεις, τις οποίες και ακολούθησα πιστά στο αεροδρόμιο τις πρώτες 13 ώρες, όπου πράγματι κατάφερα να μην κάνω σχεδόν απολύτως τίποτα. Τις υπόλοιπες όμως ώρες με έπιασε κρίση, αποστήθισα όλες τις μάρκες ουίσκι, δοκίμασα τα ίδια αρώματα πάνω από σαράντα φορές και αγόρασα πέντε-έξι κιλά σοκολάτες Τομπλερόνε.
Προτού, λοιπόν, ανέλθω στα ανώτερα στάδια διαλογισμού και ανυψωθώ πάνω από τα duty free, ακούστηκε η ειδοποίηση για τη συνέχιση του ταξιδιού μας. Ο καιρός ήταν καλός και, καθώς πετούσαμε, μπορούσα να δω τα πάντα από κάτω μας. Μετά τη Σκανδιναβία, το Βόρειο Πόλο και τη Γροιλανδία περάσαμε πάνω από τον Καναδά με τις ατέλειωτες πράσινες εκτάσεις και τις λίμνες, από όπου δυστυχώς τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μαζική μετανάστευση των αρκούδων λόγω βαρεμάρας. Από εκεί και πέρα δεν μπόρεσα να διακρίνω και πολλά πράγματα λόγω μιας τοπικής βροχής 4000 χιλιομέτρων. Κάποια στιγμή διακρίναμε το αεροδρόμιο της Αβάνας, προσγειωθήκαμε, περάσαμε χαρούμενοι στο χώρο ελέγχου κάτω από τα βλοσυρά βλέμματα των αστυνομικίνων με τα δικτυωτά καλτσόν (sic) και μετά τις απαραίτητες διατυπώσεις βγήκαμε επιτέλους έξω να εισπνεύσουμε τον υγρό αέρα της Αβάνα.
Υπέροχη χώρα η Κούβα, με τα καλά και τα στραβά της, που δεν μπόρεσα όμως να τα χαρώ όσο θα ήθελα λόγω του αλλεργικού φταρνίσματος που με ταλαιπώρησε σε όλη τη διάρκεια της παραμονής μου. Όταν επέστρεψα, ύστερα από ένα μήνα, πέρασα από διάφορες ιατρικές εξετάσεις για να μάθω τι μου προκάλεσε την αλλεργία. Πήγα σε παθολόγο, αλλεργιολόγο, πνευμονολόγο και καρδιολόγο και όλες οι εξετάσεις έβγαζαν πως το αλλεργικό μού το προκάλεσε ο αναθεωρημένος σοσιαλισμός της χώρας. Αναγκάστηκα να πάω και σε ένα φίλο ομοιοπαθητικό που, αφού με εξέτασε, μου ανέλυσε πώς η ιδιοσυγκρασία επηρεάζει το ενεργειακό μου επίπεδο,καθώς και όλες τις ρεφορμιστικές τάσεις της μετασοβιετικής εποχής με την προσαρμογή στα δόγματα του σύγχρονου νεοφιλελευθερισμού και ότι επομένως το φτάρνισμα μάλλον το προκάλεσαν οι φλούδες από τα μάνγκο και η κουβανέζικη τροπική υγρασία.
Η αλήθεια είναι ότι γενικά η υγρασία με έχει ταλαιπωρήσει στη ζωή μου πολύ πιο συχνά από τον αναθεωρημένο σοσιαλισμό. Το χειμώνα στο πατρικό μου είχαμε τέτοια υγρασία που βάζαμε τη θέρμανση στο φουλ, μπας και σπάσει η βρεγμένη ατμόσφαιρα. Το μόνο που καταφέρναμε στο τέλος ήταν γίνει το σπίτι σάουνα, να δημιουργήσουμε κλίμα Βομβάης και να φυτέψουμε στις γλάστρες παπάγια. Κάποια στιγμή αγοράσαμε και αφυγραντήρες, αλλά έπιασαν φύκια και χάλασαν. Όλα αυτά οφείλονται στο ότι το χωριό μου είναι χτισμένο λίγα μέτρα κάτω από το επίπεδο της θάλασσας, γι' αυτό και προστατεύεται από ένα μεγάλο φράγμα. Στη συγκινητική αυτοβιογραφία του δημάρχου μας «Όταν τα ψάρια κοιτούν από ψηλά» περιγράφεται με λεπτομέρειες η νοτερή πραγματικότητα του χωριού, καθώς και τα υγρά όνειρα του ίδιου του δημάρχου για το αναπτυξιακό μέλλον της περιοχής. Από ένα φτωχό βαλτοχώρι που ήμασταν, κάποια στιγμή η ανάπτυξη μας χτύπησε την πόρτα, εγκαταστάθηκε τριγύρω μας το βιομηχανικό πάρκο, οι κορμοράνοι έφυγαν, πέρασαν τα χρόνια, ήρθε η κρίση, τα εργοστάσια έκλεισαν, έφυγε η ανάπτυξη κι επέστρεψαν οι κορμοράνοι.
Ύστερα από όλα αυτά δεν είναι τυχαίο που νιώθω ένα δεσμό με τις υγρές πόλεις και κυρίως με τη Βενετία. Όπως κάθε μεγάλη αγάπη, έτσι και την πόλη αυτή την ανακάλυψα τυχαία. Ήταν κάποτε να ταξιδέψω στο Λονδίνο, ίσως για να πάρω δίσκους ή για κάποια συναυλία ή για κάποια κοπέλα, δε θυμάμαι ακριβώς το λόγο, μονάχα ότι βρήκε άλλον και με έφτυσε. Εξασφάλισα ένα πολύ φτηνό εισιτήριο, μόλις 19 ευρώ, που περιλάμβανε τους φόρους αεροδρομίου, τον καφέ του πιλότου, τα καύσιμα (προφανώς το αεροπλάνο έκαιγε φωτιστικό οινόπνευμα) και ένα μπισκότο. Στο τελευταίο έκανα οικονομία για να μην πεινάσω και έφαγα μια δαγκωνιά πάνω από την Αυλώνα, άλλη μια πάνω από το Σχηματάρι, την τρίτη πάνω από την Αταλάντη και κάτι τελευταία υπολείμματα πάνω από το Boulogne-sur-Mer.
Στη διάρκεια της πτήσης περάσαμε την ώρα μας δημιουργικά με νέο κύκλο μαθημάτων του πώς να μην κάνεις τίποτα – κυρίως για όσους θα ταξίδευαν στη συνέχεια τράνζιτ για Νέα Υόρκη. Ωστόσο, η επιβίβασή μας παρουσίασε κάποια προβλήματα. Στο Χήθροου δε μας άφησαν να προσγειωθούμε, γιατί εκκρεμούσαν κάτι παλιές κλίσεις για παράνομη στάθμευση. Στο Γκάτγουικ δε μας είχαν στις λίστες για προσγείωση, στο Στάνστεντ είχε ομίχλη, το Λούτον δε θυμούνταν οι πιλότοι κατά πού έπεφτε και τελικά, αφού ψηφίσαμε, λοξοδρομήσαμε προς Βενετία. Τουλάχιστον ως προς τις τιμές δε θα υπήρχε μεγάλη διαφορά, παλιά κτήρια διέθεταν και οι δύο πόλεις, μαζικό τουρισμό επίσης, σνομπ κατοίκους και φυσικά πολλή υγρασία.
Κάνοντας ωτοστόπ από το αεροδρόμιο έφτασα στις παρυφές της Βενετίας. Ταξί δεν υπήρχε ούτε για δείγμα, μέχρι που ένας καλός κύριος καταδέχτηκε να με ενημερώσει ότι η πόλη εδώ και χρόνια δεν έχει δρόμους αλλά κανάλια. Τελικά υπήρχαν ταξί, αλλά ήταν όλα πλεούμενα. Σκέφτηκα να πάρω κάποιο παλιό και αργό, μήπως και μου βγει φτηνότερο. Διάλεξα μια παλαιική βάρκα που είχε στραβές και τις δυο της άκρες, για να μου βγει πιο οικονομικά. Στη διάρκεια της διαδρομής θυμήθηκα ότι τις βάρκες αυτές τις λέγανε γόνδολες και ότι χρέωναν 80 ευρώ το μισάωρο. Κι όχι μόνο αυτό, αναγκάστηκα να δώσω κι άλλα 20 στο γονδολιέρη για να πάψει να τραγουδάει.
Τέτοιον παράφωνο βαρκάρη είχαμε κι εμείς κάποτε στο χωριό. Πολλές φορές με έπαιρνε μαζί του για παρέα όταν ψάρευε στη λιμνοθάλασσα. Μόλις άρχιζε να τραγουδάει έδιωχνε από την περιοχή τις αγριόπαπιες, πολλές από τις οποίες κατέφευγαν για προστασία στο πατρικό μου – και κάπου εκεί πείστηκε ο μπαμπάς μου ότι ήταν αρκετά σοβαρή η διαρροή στο μπάνιο μας και αν δεν την επισκεύαζε συντόμως, υπήρχε ο κίνδυνος να κηρυχθεί ο χώρος επίσημος υδροβιότοπος, να ενταχθεί στις περιοχές του δικτύου Natura, το καθιστικό να μετατραπεί σε μουσείο υδρόβιων πτηνών, η βεράντα σε παρατηρητήριο χαλκόκοτας, να πλακώσουνε οι βίδρες, να μας χέσουν νεροβούβαλοι κλπ.
σχόλια