Το Ανώτατο Δικαστήριο της Βρετανίας αποφάνθηκε, ομόφωνα, ότι οι τρανς γυναίκες δεν πληρούν τον νομικό ορισμό της «γυναίκας» σύμφωνα με τον νόμο περί ισότητας του 2010.
Η απόφαση αυτή κρίνει ότι οι όροι «γυναίκα» και «φύλο» αναφέρονται αποκλειστικά στο βιολογικό φύλο, αποκλείοντας ουσιαστικά τις τρανς γυναίκες -ακόμη και εκείνες που διαθέτουν πιστοποιητικά αναγνώρισης φύλου- από το να αναγνωριστούν νομικά ως γυναίκες για τους σκοπούς της προστασίας λόγω φύλου.
Στην 88σέλιδη απόφασή του, το δικαστήριο τόνισε περαιτέρω ότι η «έννοια του φύλου είναι δυαδική». Παρόλο που η δικαστική ετυμηγορία ξεκαθαρίζει ότι τα τρανς άτομα εξακολουθούν να προστατεύονται από τις διατάξεις του νόμου για τη φυλομετάβαση, η απόφαση διακυβεύει τον συνεχιζόμενο αγώνα για την ισότητα, την ορατότητα και τα σκληρά διεκδικούμενα δικαιώματα των τρανς.
Η απόφαση θα μπορούσε να επηρεάσει σημαντικά το κατά πόσον οι τρανς γυναίκες με πιστοποιητικά αναγνώρισης φύλου μπορούν να έχουν πρόσβαση σε χώρους και υπηρεσίες σε διάφορους τομείς, συμπεριλαμβανομένων των εγκαταστάσεων υγειονομικής περίθαλψης, των φυλακών, του αθλητισμού και άλλων χώρων με διαχωρισμό φύλου.
Μέχρι και σήμερα, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου περί ισότητας, τα τρανς άτομα είχαν γενικά το δικαίωμα να αντιμετωπίζονται σύμφωνα με την ταυτότητα φύλου τους. Οι τρανς γυναίκες είχαν συνήθως το δικαίωμα να αντιμετωπίζονται όπως κάθε άλλη γυναίκα και να έχουν πρόσβαση σε χώρους μόνο για γυναίκες, με εξαιρέσεις που εφαρμόζονταν μόνο κατά περίπτωση, εφόσον θεωρούνταν αναλογικές και δικαιολογημένες. Αυτή η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου αλλάζει ριζικά αυτή την αντίληψη του νόμου.
Η Διεθνής Αμνηστία του Ηνωμένου Βασιλείου, η οποία παρενέβη στην υπόθεση, είχε δηλώσει πως η νομική αναγνώριση του φύλου, όπως λειτουργεί σήμερα, «είναι απαραίτητη για να απολαμβάνουν τα τρανς άτομα όλο το φάσμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που δικαιούται ο καθένας από εμάς και να ζουν χωρίς το φόβο των διακρίσεων». Η σημερινή ετυμηγορία ενδεχομένως υπονομεύει αυτή τη θέση.
Ουσιαστικά, η απόφαση του βρετανικού Ανώτατου Δικαστηρίου ορίζει τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται ο νόμος περί ισότητας σε ολόκληρο το Ηνωμένο Βασίλειο και πιθανότατα θα προκαλέσει εκκλήσεις για νομοθετική αναθεώρηση και χάραξη πολιτικής.
Πιθανή απόρροια είναι επίσης η ενίσχυση των παραληρηματικών αφηγημάτων περί «πολιτιστικού πολέμου», με τη βρετανική ακροδεξιά -και όχι μόνο- να παρουσιάζει την απόφαση ως νίκη των «παραδοσιακών αξιών» και της «κοινής λογικής» έναντι της «ιδεολογίας των φύλων».
Στον πυρήνα της, η απόφαση αυτή δεν είναι απλώς θέμα νομικής σημειολογίας. Μπορεί να επηρεάσει τη ζωή, την ασφάλεια και την αξιοπρέπεια χιλιάδων ανθρώπων. Η άρνηση της νομικής αναγνώρισης της ταυτότητας φύλου αγνοεί την πολυπλοκότητα του σεξουαλικού προσανατολισμού.