Έκανε ανάρτηση στο φέισμπουκ: «Αυτοκτονώ».
Η καλύτερή της φιλενάδα πήρε τηλέφωνο στο ίδιο δευτερόλεπτο. Τα παιδιά της κατατρομάξανε. Οι φίλοι σοκαρισμένοι ρωτούσαν. Τα τηλέφωνα, σταθερό και κινητό, πήραν φωτιά. Λίγο να αργούσε να απαντήσει, οι άνθρωποι τραβούσαν τα μαλλιά τους κι έβαζαν μπρος τη μηχανή του αυτοκινήτου να τρέξουν.
— Τι λες;
— Τι έπαθες, κορίτσι μου;
— Ρε μάνα τι βλακείες γράφεις; Τρέχει κάτι;
—Τι θες;
— Θες λεφτά;
— Τι έπαθες;
— Ερωτική απογοήτευση;
— Κατάθλιψη; Ξέρω ένα γιατρό.
— Να έρθω να μείνω μαζί σου λίγες μέρες;
Ο πανικός στο αποκορύφωμα.
Εκείνη σήκωνε το τηλέφωνο γελώντας.
— Σιγά μην αυτοκτονήσω, ρε παιδιά! Μια πλάκα είπα να κάνω! Να κόψω αντιδράσεις! Πλάκα κάνω!
Γελούσε.
— Είμαι εγώ από τους ανθρώπους που αυτοκτονούν;
Επειδή ήξεραν ότι δεν είναι, ησύχαζαν. Ξέρανε ότι δεν κωλώνει στα εμπόδια, ξέρανε ότι λατρεύει τη ζωή, ότι ζει κάθε στιγμή, ότι βρίσκει λύσεις ακόμα και στα πιο δύσκολα, ότι ποτέ δεν τα παρατάει.
— Μας λαχτάρισες, ηλίθιο! Είπε η πιο καλή της φιλενάδα κι ανακουφίστηκε.
Εκείνη γελούσε.
Τη βρήκαν την επόμενη. Κάποιος την έπαιρνε τηλέφωνο και δεν απαντούσε. Έπεσε σύρμα. Ξαπλωμένη στη μέση του πράσινου σαλονιού με κομμένες φλέβες. Ολόλευκα ρούχα και κάτωχρο δέρμα μέσα στο κόκκινο αίμα. Θέαμα απολύτως εικαστικό. Ένα χαρτάκι με δυο λέξεις και τρία αποσιωπητικά επέπλεε δίπλα στο χέρι της:
«Πλάκα κάνω...»
σχόλια