Μια απότομη και μυστήρια αύξηση των εκπομπών ενός βασικού χημικού που καταστρέφει το όζον έχει ανιχνευθεί από τους επιστήμονες, παρά την απαγόρευση της παραγωγής του σε όλο τον κόσμο.
Εάν δεν βρεθεί ώστε να σταματήσει ο ένοχος, η ανάκαμψη της στιβάδας του όζοντος, η οποία προστατεύει τη ζωή στη γη από την καταστροφική ακτινοβολία UV, θα μπορούσε να καθυστερήσει για μια δεκαετία. Η πηγή των νέων εκπομπών έχει εντοπιστεί στην ανατολική Ασία, αλλά η αναζήτηση ακριβέστερης θέσης απαιτεί περαιτέρω διερεύνηση.
Τα χημικά CFC χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή αφρών για έπιπλα και κτίρια, σε αερολύματα και ως ψυκτικά μέσα. Ωστόσο είχαν απαγορευτεί σύμφωνα με το παγκόσμιο πρωτόκολλο του Μόντρεαλ μετά την ανακάλυψη της τρύπας του όζοντος πάνω από την Ανταρκτική στη δεκαετία του 1980. Από το 2007, υπήρξε ουσιαστικά μηδενική αναφορά της παραγωγής CFC-11 (τριχλωροφθορομεθάνιο).
Η αύξηση του CFC-11 αποκαλύφθηκε από τον Stephen Montzka, στην αμερικανική Εθνική Ωκεανική και Ατμοσφαιρική Διοίκηση (NOAA) στο Κολοράντο, και συναδέλφους του που παρακολουθούν τις χημικές ουσίες στην ατμόσφαιρα.
«Το κάνω εδώ και 27 χρόνια και αυτό είναι το πιο εκπληκτικό πράγμα που έχω δει ποτέ» είπε δηλώνοντας συγκλονισμένος καθώς οι νέες παράνομες εκπομπές μπορεί να συμβάλουν στην άνοδο της θερμοκρασίας του πλανήτη και να επηρεάσουν την κλιματική αλλαγή.
«Είμαστε σαν ντετέκτιβ της ατμόσφαιρας, προσπαθούμε να καταλάβουμε τι συμβαίνει και γιατί», είπε ο Montzka. «Όταν τα πράγματα πάνε στραβά, σημάνουμε συναγερμό».
Ο Erik Solheim επικεφαλής του περιβάλλοντος των Ηνωμένων Εθνών, δήλωσε: «Αν οι εκπομπές αυτές συνεχίσουν, έχουν τη δυνατότητα να επιβραδύνουν την ανάκαμψη της στιβάδας του όζοντος. Επομένως, είναι κρίσιμο να προσδιορίσουμε τις ακριβείς αιτίες αυτών των εκπομπών και να λάβουμε τα απαραίτητα μέτρα».
Τα CFC που χρησιμοποιούνται σε κτίρια και συσκευές πριν τεθεί σε ισχύ η απαγόρευσή τους, εξακολουθούν να διαρρέουν στον αέρα σήμερα, αλλά οο ρυθμός διαρροής μειωνόταν σταθερά μέχρι το 2013. Μετά διαπιστώθηκε απότομη επιβράδυνση της πτώσης σε ερευνητικούς σταθμούς από τη Γροιλανδία μέχρι τον Νότιο Πόλο.
Στη συνέχεια, οι επιστήμονες ξεκίνησαν μια έρευνα, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Nature, για να ανακαλύψουν την αιτία. Η έρευνα άρχισε με την εκτίμηση πως ίσως υπήρξαν αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο η ατμόσφαιρα διανέμει και καταστρέφει το CFC-11 που θα μπορούσε να εξηγήσει τις μεταβλητές μετρήσεις. Αλλά αυτός ο παράγοντας αποκλείστηκε ως επί το πλείστον και στα πιο πρόσφατα δεδομένα το 2017 φαίνεται ότι δεν έπαιξε καθόλου ρόλο.
Στη συνέχεια, οι ερευνητές εξέτασαν εάν η απελευθέρωση CFC από παλαιότερα υλικά θα μπορούσε να έχει διπλασιαστεί, αλλά δεν εξακριβώθηκε κάτι τέτοιο.
Τέλος, η ομάδα εξέτασε εάν το νέο CFC-11 παράγεται ως υποπροϊόν κάποιας άλλης διαδικασίας χημικής παρασκευής. Αλλά κάτι τέτοιο δεν επιβεβαιώθηκε επίσης καθώς οι σχετικές ποσότητες είναι υπερβολικά υψηλές, αντιπροσωπεύοντας αύξηση κατά 25% των παγκόσμιων εκπομπών.
Τώρα εκτιμούν πως κάποιος το παράγει εκ νέου και θέλουν να μάθουν ποιος είναι, αλλά και να τον σταματήσουν.
Εάν οι αυξημένες εκπομπές εξαφανιστούν σύντομα, η επιρροή τους θα ήταν μικρή, αλλά σε αντίθετη περίπτωση μπορεί να υπάρξει καθυστέρηση 10 ετών και αν συνεχίσει να αυξάνεται, η ζημιά θα είναι ακόμη μεγαλύτερη.
Η Michaela Hegglin, στο Πανεπιστήμιο του Reading, Ηνωμένο Βασίλειο, και μέλος της ερευνητικής ομάδας δήλωσε ότι οι ερευνητές είχαν λάβει αυστηρά μέτρα για να αποκλείσουν εναλλακτικές εξηγήσεις για την αύξηση του CFC-11 όταν κατέληξαν στο συμπέρασμά ότι υπάρχει νέα παραγωγή.
Ο Paul Young, στο Πανεπιστήμιο του Λάνκαστερ, δήλωσε: «Το Πρωτόκολλο του Μόντρεαλ ορθώς χαιρετίστηκε ως η πιο επιτυχημένη διεθνής συνθήκη για το περιβάλλον, επομένως αν υπάρχουν ενδεχομένως συνεχιζόμενες, ανεπιθύμητες εκπομπές CFC είναι σίγουρα ανησυχητική εξέλιξη και χρειάζεται περαιτέρω έρευνα».
Ο Montzka δήλωσε ότι τα έθνη του κόσμου έχουν δεσμευτεί και εκτιμά πως ο ένοχος θα βρεθεί γρήγορα και ίσως θορυβημένος από τη δημοσιότητα σταματήσει την επικίνδυνη δραστηριότητα.