Όταν ήμουνα μικρός ήθελα να γίνω ποδοσφαιριστής, αλλά οk, δεν υπάρχει παιδί που παίζει μπάλα και να μη θέλει να γίνει ποδοσφαιριστής, αν ξέρετε κανένα θα είναι το μόνο στον κόσμο, να το βάλουμε σε ένα μουσείο να έρχονται να το βλέπουν οι τουρίστες. Μετά, σε μια προσπάθεια να αγνοήσω την πραγματικότητα και το ύψος μου, ήθελα να γίνω μπασκετμπολίστας. Είχα καλό τρίποντο και φοβερή ντρίμπλα, αλλά ήμουν και ο πιο κοντός στην τάξη, οπότε το πλάνο αυτό δεν προχώρησε με επιτυχία.
Μετά, και καθώς τα πράγματα σοβάρευαν και οι αποφάσεις έπρεπε να έχουν και κάποιον ρεαλισμό, αποφάσισα να γίνω δημοσιογράφος, μάλλον επηρεασμένος από το γεγονός ότι και οι δυο γονείς μου δούλευαν ως δημοσιογράφοι.
Τελικά, το καλοκαίρι της Β' Λυκείου, επιβεβαιώνοντας τη σταθερότητα του χαρακτήρα μου, αποφάσισα να γίνω αρχιτέκτονας, χωρίς όμως να έχω κάνει καμία προετοιμασία για τις Πανελλήνιες, συγκεκριμένα στην (τότε) Α' Δέσμη.
Έκανα εντατικά μαθήματα το καλοκαίρι, αλλά είχα μείνει τόσο πίσω, που όταν τον Σεπτέμβρη πήγα στο σχολείο, συνειδητοποίησα ότι είχα χάσει το τρένο. Την πρώτη μέρα, στο μάθημα των Μαθηματικών ο καθηγητής είπε κάτι που ακουγόταν περίπου έτσι: «Ας περάσουμε τα πρώτα δέκα κεφάλαια, αφού τα έχετε κάνει στο φροντιστήριο, και ας πάμε στη σελίδα 120 να δούμε αυτά τα διανύσματα».
Tο ίδιο συνέβη και στη Φυσική και στη Χημεία και κάπως έτσι μια μέρα γύρισα σπίτι και είπα στους γονείς μου ότι, δυστυχώς, ο γιος τους δεν είναι ο Αϊνστάιν, είναι ένας απλός άνθρωπος που ήθελε να γίνει μπασκετμπολίστας, αλλά η ανάγκη τον έστρεψε στην αρχιτεκτονική και τώρα δεν μπορεί να υλοποιήσει ούτε αυτό το όνειρό του.
Οι άνθρωποι καλούνται να πάρουν μια πολύ σημαντική απόφαση ζωής σε μια ηλικία που τα δεδομένα που χρησιμοποιούν για να πάρουν αυτή την απόφαση είναι ελάχιστα. Όταν στα 16 και στα 17 αποφασίζουν ποια κατεύθυνση θα πάρουν, δεν έχουν (εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις) ιδέα τι μπορεί πραγματικά να τους αρέσει, ίσως μόνο μια αίσθηση, αλλά κι αυτή δεν είναι αρκετή.
Μετά από μερικές οικογενειακές συνελεύσεις αποφασίστηκε να πάω στο εξωτερικό να σπουδάσω αρχιτεκτονική, συγκεκριμένα στην Αγγλία. Έκανα έναν χρόνο προετοιμασία σε μια σχολή εδώ και μετά έφυγα για το εξωτικό Dartford, ένα χωριό που δεν είχε καν σινεμά, αλλά ήταν η γενέτειρα του Mικ Τζάγkερ, όπως και το μέρος όπου γνωρίστηκαν ο Mικ και ο Kιθ, και αυτή η ιστορία έκανε την έλλειψη σινεμά κάπως να αντέχεται.
Η αρχιτεκτονική ήταν από την αρχή ένα παίδεμα. Δεν είναι ότι δεν ήταν ωραίες σπουδές, απλώς εμένα δεν μου άρεσαν. Και κάπως έτσι η πρώτη χρονιά δεν πήγε καλά. Έμεινα στο βασικό μάθημα που ήταν το design και κατά συνέπεια έχασα όλη τη χρονιά, αφού έτσι ήταν το σύστημα εκεί.
Τη δεύτερη χρονιά επανέλαβα δύο μαθήματα και τα πήγα καλά, αφού ο συνδυασμός της αποτυχίας μου και των ενοχών προς τους γονείς μου που πληρώνανε άδικα σπουδές στο εξωτερικό ήταν εκρηκτικός και ενίοτε απογειωτικός. Παρ' όλα αυτά, εξακολούθησε να μην μου αρέσει η αρχιτεκτονική και αυτό με παίδευε.
Την τρίτη χρονιά στην Αγγλία, στο πλαίσιο κάποιων μαθημάτων επιλογής, πήρα ένα μάθημα φωτογραφίας. Και ξαφνικά, με μια κάμερα στο χέρι άρχισα να ανακαλύπτω τον εαυτό μου. Κάπως τυχαία δηλαδή, όπως τυχαία γίνονται άλλωστε οι περισσότερες ανακαλύψεις.
Μου άρεσε η φωτογραφία από το γυμνάσιο, είχα μια αυτόματη μηχανή και τραβούσα τα πάντα. Αλλά όταν πήρα το μάθημα και σε συνδυασμό με τη βαρεμάρα μου για την πολύ απαιτητική αρχιτεκτονική άρχισα να σκέφτομαι πράγματα, τι κάνω εγώ εδώ, πότε θα αρχίσω να ζω τα όνειρά μου, μάνα γιατί με γέννησες και άλλα τέτοια υπαρξιακού χαρακτήρα.
Τις μεγάλες αποφάσεις της ζωής μου, όπως νομίζω είχα ξαναγράψει σε ένα παλαιότερο άρθρο, τις έχω πάρει μέσα σε ένα βράδυ. Πέρασα, λοιπόν, μια νύχτα που παιδεύτηκα πολύ. Και κάπως ήρθαν όλα και κολλήσανε μαζί. Το επόμενο πρωί πήρα τον πατέρα μου τηλέφωνο και του είπα ότι θα κάνω σκηνοθεσία. Είχα βρει τα πάντα, σε ποια σχολή θα πήγαινα, πώς θα πέρναγα εκεί, πού θα έμενα κ.λπ. Κι έτσι έγινε. Ήταν σωστή η απόφαση, ίσως μία από τις πιο σωστές αποφάσεις που έχω πάρει ποτέ μου, καθώς δουλεύω ακόμα και σήμερα ως σκηνοθέτης, κάνοντας κάτι που μου αρέσει πραγματικά.
Οι άνθρωποι καλούνται να πάρουν μια πολύ σημαντική απόφαση ζωής σε μια ηλικία που τα δεδομένα που χρησιμοποιούν για να πάρουν αυτή την απόφαση είναι ελάχιστα. Όταν στα 16 και στα 17 αποφασίζουν ποια κατεύθυνση θα πάρουν, δεν έχουν (εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις) ιδέα τι μπορεί πραγματικά να τους αρέσει, ίσως μόνο μια αίσθηση, αλλά κι αυτή δεν είναι αρκετή. Απ' όλους τους φίλους, συγγενείς και γνωστούς μου, αυτοί που δουλεύουν σε αυτό που σπούδασαν ως πρώτες σπουδές είναι η μεγάλη μειοψηφία.
Η δική μου πορεία είναι ένα τυχαίο παράδειγμα της διαδρομής που χρειάστηκε ένας άνθρωπος να κάνει για να βρει αυτό που πραγματικά του αρέσει. Η αλήθεια είναι ότι ήμουνα τυχερός, ότι το βρήκα σχετικά σύντομα, στα 21 μου. Άλλοι το βρίσκουν αργότερα κι άλλοι δεν το βρίσκουν ποτέ, όμως η αναζήτησή του είναι μια σπουδαία εσωτερική διαδικασία.
Έχοντας δύο παιδιά στο δημοτικό, σχετικά σύντομα θα ζήσω τη δική τους αγωνία, τη δική τους προσπάθεια να βρουν τι τους αρέσει. Αυτήν τη στιγμή ο ένας θέλει να παίξει στην Ατλέτικο Μαδρίτης και ο άλλος στη Λίβερπουλ, αλλά δέχεται να ξεκινήσει από τον Ολυμπιακό, είναι οk με το να μη βιαστεί να απογειώσει την καριέρα του και να κάνει ένα-ένα τα βήματα.
Όταν έρθει η ώρα να πάρουν πιο σοβαρές αποφάσεις, ελπίζω να ξεκινήσουν να ψάχνουν να βρουν τι τους αρέσει και αν κάποια στιγμή μού ανακοινώσουν ότι θέλουν να αλλάξουν σπουδές, θα θεωρήσω ότι κάτι καλό και χρήσιμο έγινε μέσα τους.
Το μόνο που θα τους συμβούλευα θα ήταν αυτό: να μη σταματήσουν να ψάχνουν αυτά που τους αρέσουν και όταν τα βρίσκουν να τα ζουν, είτε είναι οι σπουδές, είτε η δουλειά, είτε οτιδήποτε άλλο επηρεάζει δραστικά τη ζωή τους.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LIFO
σχόλια