Θα νόμιζε κανείς ίσως ότι το τρέχον πολιτικό / οικονομικό / κοινωνικό / πολιτιστικό κλίμα - παγκοσμίως, αλλά ειδικά στη Δύση και ειδικότερα στις ΗΠΑ - δεν θα ευνοούσε την παραγωγή υψηλού κύρους (και κόστους) τηλεοπτικών σειρών με «ήρωες» άπληστους και αδίστακτους σύγχρονους πλουτοκράτες.
Κι όμως, έχει κανείς την αίσθηση εσχάτως ότι το τηλεοπτικό τοπίο έχει κατακλυστεί από δυναστείες κακομαθημένων πλουσίων που κάνουν τις δουλειές τους υπογείως και περιφέρουν τους δαίμονές τους στις οθόνες μας ζητώντας την συνενοχή μας.
Κι εμείς την προσφέρουμε αφού κατά βάθος πάντα αναρωτιόμαστε πώς θα ήμασταν εμείς αν ανήκαμε στο 1% (ή μάλλον στο 0,0001%) των ακραία προνομιούχων αυτού του κόσμου, και αν θα μπορούσαμε να συμβιβάσουμε το αέναο κυνήγι του κέρδους και όλα τα σύνθετα κόλπα συντήρησης και επέκτασης μιας μυθικής περιουσίας με μια ηθική πυξίδα που μας καθοδηγεί τόσο στις μπίζνες όσο και στη ζωή, παρότι στα υψηλά κλιμάκια του κεφαλαιοκρατικού συστήματος αυτά τα δύο δύσκολα διαχωρίζονται.
Ναι μεν «το χρήμα δεν φέρνει την ευτυχία», συχνά όμως λειτουργεί ως ελκυστικό πλαίσιο τηλεοπτικής αφήγησης για τα σαιξπηρικού τύπου οικογενειακά μεγαλεία και τραύματα που κουβαλάνε οι έχοντες και κατέχοντες. Μια σειρά εξάλλου, που εκ φύσεως είναι ιδανικά προορισμένη για να λειτουργεί εθιστικά σε βάθος χρόνου, έχει τη δυνατότητα, ειδικά αν είναι καλογραμμένη, να εξανθρωπίζει και κανονικοποιεί διά της οικειότητας ακόμα και τέρατα. Ας μην ξεχνάμε ότι στη σημαντικότερη δραματική σειρά όλων των εποχών (The Sopranos) πουλούσε η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα...
Μετά λοιπόν από το εξαιρετικό Trust, την ολοκλήρωση του τρίτου κύκλου του Billions και την επανεμφάνιση μετά από χρόνια της σπαρταριστά δυσλειτουργικής δυναστείας των Bluth στον πρόσφατο πέμπτο κύκλο του Arrested Development, έριξε πριν από λίγες μέρες και το HBO το βαρύ πυροβολικό του στην αρένα όπου σφάζουν και σφάζονται οι μεγιστάνες του χρήματος.
Ακροβατώντας επιδέξια ανάμεσα στη σκοτεινή σάτιρα και την βαριά σαπουνόπερα με μπούσουλα τον Βασιλιά Ληρ, το Succession («Διαδοχή») εκθέτει τις ίντριγκες, τα πάθη και την βαριά παθολογία της οικογένειας Ρόι, στη οποία ανήκει, μεταξύ άλλων φανερών και σκιωδών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, ένας από τους μεγαλύτερους μιντιακούς κολοσσούς.
Ακροβατώντας επιδέξια ανάμεσα στη σκοτεινή σάτιρα και την βαριά σαπουνόπερα με μπούσουλα τον Βασιλιά Ληρ, το Succession («Διαδοχή») εκθέτει τις ίντριγκες, τα πάθη και την βαριά παθολογία της οικογένειας Ρόι, στη οποία ανήκει, μεταξύ άλλων φανερών και σκιωδών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, ένας από τους μεγαλύτερους μιντιακούς κολοσσούς.
Οι ομοιότητες με την δυναστεία Μέρντοχ είναι απροκάλυπτες, η σειρά όμως δεν ενδιαφέρεται τόσο για ένα συγκαλυμμένο, μυθοπλαστικό ξεγύμνωμα πραγματικών βαρόνων της εξουσίας και του χρήματος, όσο για την αποπνικτική (πλην όμως συναρπαστική κατά τόπους) τοξικότητα που διαβρώνει όλες τις σχέσεις μεταξύ των μελών της οικογένειας αλλά και με τον υπόλοιπο κόσμο που συναναστρέφονται όταν δεν βρίσκονται εγκλωβισμένοι στους γυάλινους πύργους ή στα (εντυπωσιακά) μαύρα ελικόπτερα που χρησιμοποιούν για τις μετακινήσεις τους μέσα και γύρω από τη Νέα Υόρκη.
Στο ρόλο του πατριάρχη Λόγκαν Ρόι δεσπόζει η φιγούρα του μέγιστου ηθοποιού Μπράιαν Κοξ (πάντα «λιοντάρι τον χειμώνα» όπου κι αν εμφανίζεται, με μύριες όμως αποχρώσεις ανάμεσα στην επιβλητική μεγαλοπρέπεια και τον υφέρποντα σαρκασμό), ο οποίος περιβάλλεται από αξιότατο καστ στους ρόλους των υπολοίπων μελών της οικογένειας.
Την διακριτική τρίτη σύζυγό του με τα αινιγματικά κίνητρα, τον κηφήνα αποτραβηγμένο γιο, τον μηδενιστή γιο με τις επιχειρηματικές δεξιότητες (όταν δεν περιφέρεται τεμπέλικα ξερνώντας χολερικές ατάκες) την σοβαρή κόρη με τις πολιτικές φιλοδοξίες ή τον άλλο γιο, που υπήρξε εθισμένος στην κόκα ως απότοκο του 24ωρου αγώνα επιχειρηματικής και συναισθηματικής επιβολής (η πρώην σύζυγός του, του λέει μισοαστεία ότι αναζητεί νέο σύζυγο που να μην αφήνει μισοτελειωμένες γραμμές πάνω στα i-Pad των παιδιών), αλλά είναι «σκληρός» και καθαρός πια, και αυτοανακηρυχθείς διάδοχος του Ομίλου εταιρειών της οικογένειας - τρώει όμως διαρκώς τα μούτρα του από την δυσπιστία και τα καπρίτσια του πατέρα του που τον θεωρεί αδύναμο και «μαλακό» στα ζόρικα.
«Μαλακός εγώ; Έχω κάνει ένα χρόνο στη Σαγκάη». «Άκου να δεις», του ανταπαντά ο γέρος, «έχεις σπουδάσει τόσα πράγματα σχετικά με οικονομικά και επιχειρήσεις αλλά κάποιες φορές πρόκειται μόνο για διαγωνισμό τύπου ποιος έχει το μεγαλύτερο πουλί...»
σχόλια