Στη Γερμανία η καγκελάριος Μέρκελ έχει καταφέρει, για την ώρα, να διαχειριστεί την κυβερνητική κρίση που ξέσπασε πριν από μέρες για το προσφυγικό.
Μόνο που το κόστος της προσωρινής σωτηρίας της Άνγκελα Μέρκελ αναμένεται να πληρώσει, σχεδόν αποκλειστικά, η Ελλάδα, που δέχεται να γίνει αποθήκη ψυχών, όσων προσφύγων δεν θέλει να κρατήσει η Γερμανία, χωρίς κανείς να ενδιαφέρεται επί της ουσίας για το δράμα των προσφύγων.
Η «λύση» που προτάθηκε είναι η δημιουργία «κέντρων τράνζιτ» στα γερμανοαυστριακά σύνορα, απ' όπου οι αιτούντες άσυλο που δεν θέλει να κρατήσει η Γερμανία θα επαναπροωθούνται στις πρώτες χώρες υποδοχής. Κυρίως, δηλαδή, στην Ελλάδα.
Τι θεωρεί ότι έχει να κερδίσει ο Έλληνας πρωθυπουργός; Πρώτα απ' όλα, και κυρίως, οικονομικά οφέλη. Η χρηματοδότηση θα αυξηθεί και τώρα πλέον θα δίνεται και απευθείας στην κυβέρνηση, κάτι που αρχικά δεν γινόταν, αφού τα χρήματα πήγαιναν σε μεγάλους διεθνείς οργανισμούς και ΜΚΟ
Χώρα πρώτης υποδοχής προσφύγων στην Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί και η Ιταλία, αλλά η νέα ιταλική κυβέρνηση έχει εντελώς αντίθετη πολιτική στο προσφυγικό, τόσο από τη δική μας όσο και από την προηγούμενη κυβέρνηση Ρέντσι, και έχει διαμηνύσει στη Μέρκελ με κάθε τρόπο ότι δεν προσφέρεται να την «διευκολύνει».
Ο Γερμανός υπουργός Εσωτερικών, που έκανε και όλη τη φασαρία, παρότι αρχικά δήλωσε ότι βρέθηκε μια «σαφής συμφωνία για την αποτροπή της παράνομης μετανάστευσης» κι έδειξε αυτή να τον ικανοποιεί, λίγο μετά απειλούσε και πάλι με απώθηση προσφύγων, αν δεν επιτευχθούν οι διμερείς συμφωνίες που ανακοίνωσε η καγκελάριος.
Η υπουργός Άμυνας της γερμανικής κυβέρνησης, ωστόσο, με δηλώσεις της την περασμένη εβδομάδα διαβεβαίωνε ότι η συμφωνία επαναπροώθησης με την Ελλάδα είναι ζήτημα χρόνου και την προσδιόριζε μέχρι τα τέλη του Ιουλίου.
Η Γερμανία, βέβαια, επιχειρεί να χρυσώσει το χάπι, λέγοντας ότι θα πάρει κι αυτή πρόσφυγες από την Ελλάδα στο πλαίσιο της επανένωσης οικογενειών προσφύγων, αφήνοντας να εννοηθεί ότι θα είναι μια «ισότιμη ανταλλαγή». Η αλήθεια είναι αρκετά διαφορετική και υπάρχει πολλή υποκρισία, κυρίως από την καγκελάριο Μέρκελ που επιχειρεί να εμφανίζεται περίπου ως «προστάτιδα των προσφύγων».
Η Άνγκελα Μέρκελ, μέχρι και το καλοκαίρι του 2015, είχε μια πολύ αυστηρή πολιτική στο προσφυγικο-μεταναστευτικό, η οποία ελάχιστα διέφερε (αν διέφερε) από αυτήν του επίσης δεξιού Αυστριακού καγκελάριου Σεμπάστιαν Κουρτς (με τον οποίο σήμερα υποτίθεται ότι είναι απέναντι στο θέμα αυτό).
Τον Ιούλιο του 2015, σε μια τηλεοπτική εκπομπή στην οποία είχε απέναντί της μαθητές γερμανικών σχολείων και ανάμεσά τους μια νεαρή μαθήτρια-Παλαιστίνια πρόσφυγα, είχε πει στο κορίτσι αυτό, κάνοντάς το να βάλει τα κλάματα, ότι η κυβέρνησή της δεν μπορεί να δίνει άδεια παραμονής σε όλους τους πρόσφυγες που έρχονται στη Γερμανία γιατί τότε θα αδειάσει όλη η Αφρική και η Ασία, ζητώντας το ίδιο, και ότι, τέλος πάντων, δεν χωράνε όλοι στη χώρα. Η σκληρότητα της απάντησής της στη μικρούλα πρόσφυγα είχε προκαλέσει μεγάλο σάλο τότε (το βίντεο της εκπομπής κυκλοφορεί στο Διαδίκτυο).
Σχεδόν ένα μήνα μετά, και κατόπιν απαίτησης του συνδέσμου Γερμανών βιομηχάνων, η Μέρκελ (που λίγο πριν η κυβέρνησή της ανεπισήμως κατηγορούσε την κυβέρνηση Τσίπρα ότι άνοιξε τα σύνορα), αποφάσισε να δεχτεί χιλιάδες πρόσφυγες, αφού υπήρχε απαίτηση εισροής νέου εργατικού δυναμικού για τις ανάγκες της οικονομίας της χώρας. Κάπως έτσι, η Μέρκελ αποφάσισε να αλλάξει στάση για να την «πουλήσει» και διεθνώς, αρχίζοντας να παριστάνει την ανθρωπίστρια.
Είναι, επίσης, γνωστό ότι το δεξιό χριστιανοδημοκρατικό κόμμα της Μέρκελ ουδέποτε υπήρξε υπέρ της πολυ-πολιτισμικής κοινωνίας (που ορισμένοι εδώ νομίζουν ότι υπερασπίζεται) και αυτό υπάρχει καταγεγραμμένο και στα κείμενα του κόμματός της. Καλοδεχούμενοι είναι μόνο οι πρόσφυγες που ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της γερμανικής οικονομίας και μπορούν να ενσωματωθούν στη γερμανική κοινωνία ομαλά.
Το πρόβλημα για τη Μέρκελ ξεκίνησε όταν όλο αυτό δεν κατάφερε να το υλοποιήσει με τον γνωστό, άψογο, μεθοδικό, γερμανικό τρόπο. Δεν υπήρξε ο απαιτούμενος σχεδιασμός και πολλά πράγματα έγιναν εκ των υστέρων, με αποτέλεσμα η διαχείριση της μαζικής εισροής προσφύγων στη Γερμανία να έχει αρκετά προβλήματα.
Φυσικά, η κατάσταση εκεί είναι πολύ καλύτερη από την Ελλάδα, όπως και οι συνθήκες διαβίωσης των προσφύγων, αλλά τα κριτήρια και οι απαιτήσεις στη Γερμανία είναι επίσης διαφορετικά.
Μαζί με το εργατικό δυναμικό που η Γερμανία επιθυμούσε να ενσωματώσει και χρειαζόταν, στη χώρα έφτασαν και πολλοί πρόσφυγες και μετανάστες που δεν ταίριαζαν στο προφίλ αυτών που ήθελε η γερμανική κυβέρνηση. Όταν συνέβησαν και κάποια εγκλήματα, όπως ο βιασμός και η δολοφονία της Γερμανίδας φοιτήτριας από πρόσφυγα που είχε αποφυλακιστεί από την Ελλάδα, τα γερμανικά ΜΜΕ άρχισαν να αναδεικνύουν έντονα τα περιστατικά αυτά, προκαλώντας ακόμα μεγαλύτερη δυσφορία σε ένα τμήμα της γερμανικής κοινωνίας, που ήταν ήδη επιφυλακτικό.
Την τελευταία περίοδο, παρότι η εισροή μεταναστών και προσφύγων έχει μειωθεί πάρα πολύ στη Γερμανία, το θέμα αυτό εξακολουθεί να παίρνει μεγάλες διαστάσεις στα ΜΜΕ και καθώς το φθινόπωρο είναι οι (πολιτικά σημαντικές) εκλογές στη Βαυαρία, υπάρχει φόβος ότι το ξενοφοβικό AFD που κατεβαίνει για πρώτη φορά εκεί, μπορεί να το εκμεταλλευτεί και να τους καταφέρει βαρύ πλήγμα.
Αυτός είναι ο λόγος της κινητοποίησης των τελευταίων ημερών. Η Μέρκελ και οι κυβερνητικές δυνάμεις ‒ειδικά οι χριστιανοκοινωνιστές στη Βαυαρία που κινδυνεύουν άμεσα και πιέζουν‒ βλέπουν τις δημοσκοπήσεις και την καταγεγραμμένη λαϊκή δυσαρέσκεια και επείγονται να εμφανιστούν ότι παίρνουν μέτρα.
Από αυτήν τη δύσκολη κατάσταση προσφέρθηκε να τη βγάλει ο Αλέξης Τσίπρας, αποδεχόμενος να παίρνει πίσω τους πρόσφυγες που δεν θέλει η Γερμανία, θεωρώντας όμως και αυτός ότι έχει να κερδίσει και ότι η κατάσταση είναι win win.
Τι θεωρεί ότι έχει να κερδίσει ο Έλληνας πρωθυπουργός; Πρώτα απ' όλα, και κυρίως, οικονομικά οφέλη. Η χρηματοδότηση θα αυξηθεί και τώρα πλέον θα δίνεται και απευθείας στην κυβέρνηση, κάτι που αρχικά δεν γινόταν, αφού τα χρήματα πήγαιναν σε μεγάλους διεθνείς οργανισμούς και ΜΚΟ.
Δυστυχώς, βέβαια, η αύξηση της εισροής χρημάτων για το προσφυγικό στην Ελλάδα δεν αντιστοιχεί και δεν σημαίνει αντίστοιχα βελτίωση του επιπέδου διαβίωσης των προσφύγων, που σε πολλές περιπτώσεις (βλέπε Μόρια) παραμένει απάνθρωπο.
Η ευρωπαϊκή οικονομική βοήθεια πηγαίνει σε μια οικονομία που έχει δημιουργηθεί γύρω από το προσφυγικό και σε μεγάλο βαθμό αφορά πρόσωπα που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο σχετίζονται με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ. Οπότε και ο «ανθρωπισμός» της ελληνικής κυβέρνησης είναι σχεδόν εξίσου υποκριτικός με αυτόν της γερμανικής κυβέρνησης.
Απόδειξη η αδιαφορία για τις ζωές των προσφύγων σε πολλά στρατόπεδα, όπου αντιμετωπίζονται ως πολίτες δεύτερης και τρίτης κατηγορίας, με τους ίδιους να διαμαρτύρονται ακόμα και για τα πιο απλά, όπως το φαγητό με το οποίο σιτίζονται, η ποιότητα του οποίου σε κάποιες περιπτώσεις είναι άθλια, παρά τα κονδύλια που δαπανώνται.
Όσο για την επιτάχυνση της διαδικασίας των οικογενειακών επανενώσεων, με την οποία η Μέρκελ θα πάρει πρόσφυγες από την Ελλάδα και την παρουσίασε ως αντίμετρο για τους πρόσφυγες που θα στείλει πίσω, αυτό ήταν πάντα υποχρέωση της Γερμανίας και δεν πρόκειται για κάτι καινούργιο. Η διαδικασία αυτή καθυστερεί δραματικά, με κύρια ευθύνη της Γερμανίας, που το κάνει με το σταγονόμετρο και τίποτα δεν εγγυάται ότι στο εξής αυτό θα αλλάξει θεαματικά.
Αντιδράσεις και κριτική, πάντως, δέχονται αμφότεροι, τόσο στη Γερμανία όσο και στην Ελλάδα από κάθε πλευρά, συστημική και αντισυστημική, δεξιά και αριστερά. Από τον ευρωβουλευτή της ΛΑΕ Νίκο Χουντή, που δήλωσε ότι «η ελληνική κυβέρνηση, πολιτευόμενη με τη λογική του «καλού παιδιού», συμφώνησε με τη γερμανική να ανταλλάσσει ανθρώπινες ζωές έναντι χρηματικής αμοιβής, μετατρέποντας έτσι ολόκληρη τη χώρα σε μια απέραντη αποθήκη ανθρωπίνων ζωών», μέχρι πλήθος κριτικών άρθρων του γερμανικού Τύπου.
Χαρακτηριστικό ήταν το παράδειγμα άρθρου της γερμανικής εφημερίδας «Der Standard», όπου, με αφορμή την τελευταία συμφωνία, αναφέρει απαξιωτικά ότι ο Αλέξης Τσίπρας τείνει να γίνει το «poster boy» των Γερμανών χριστιανοδημοκρατών και της καγκελαρίου Μέρκελ.
Ο ίδιος ο Τσίπρας, λίγο πριν από τη Σύνοδο Κορυφής της Ε.Ε., σε συνέντευξή του στους «Financial Times», επιχειρώντας να προωθήσει το προφίλ που θέλει η Μέρκελ να παρουσιάζει διεθνώς για τον εαυτό της, δήλωσε ότι θα ήταν άδικο για τη Γερμανία να σηκώσει το βάρος της υποδοχής των μεταναστών στην Ευρώπη, ενώ στη συνάντηση των αρχηγών κρατών της Ε.Ε. εμφανίστηκε πρόθυμος να δεχτεί πίσω πρόσφυγες που έχουν περάσει από την Ελλάδα.
Αυτό το αρνείται η Ιταλία κι έτσι μόνο ο Τσίπρας (και σε έναν βαθμό και ο Ισπανός ομολογός του) γίνεται το στήριγμα της Μέρκελ στη διαχείριση του προβλήματος που αντιμετωπίζει.