Τι είναι η μόδα; Η μικρή στιγμή αντανάκλασης του τι θεωρούμε σήμερα ομορφιά. Τι είναι η ομορφιά; Το χαρακτηριστικό που δίνει την παντοτινή αίσθηση πνευματικής και συναισθηματικής ανύψωσης και μας ενώνει ως είδος.
Πόσο δύσκολο είναι μόδα και ομορφιά να μείνουν παντοτινές; Πολύ, αν κοιτάξτε λίγο την ντουλάπα σας και δείτε τι φορούσατε, θεωρώντας το «όμορφο», πριν από είκοσι χρόνια.
Έτσι, λοιπόν, και σε γενικές γραμμές πάντα, η μόδα είναι η ψευδαίσθηση πως «κατέχουμε» μια συγκεκριμένη στιγμή την ομορφιά. Η σίγουρη απόφαση της νοσταλγίας, το να ντύνεσαι δηλαδή με τις αξίες με τις οποίες ντύνονταν οι άνθρωποι σε μια άλλη εποχή, δεν σε κάνει απαραίτητα πιο κομψό ούτε φυλακίζει την ομορφιά. Όσο και να μην το θέλεις, σε κάνει πιο θεατρίνο, πρωταγωνιστή της δικής σου φυλακής του χρόνου, μερικά τσικ πιο γραφικό, ακόμα και όταν εσύ δεν το καταλαβαίνεις.
Τα ρούχα λένε πολλά για τους ανθρώπους που τα φοράνε, αλλά η ανάγνωσή τους δεν είναι εύκολο πράγμα − μη σας ξεγελά η μόδα. Γίνεται ακόμα πιο περίπλοκη τη σημερινή εποχή με τις πολλές παράλληλες πραγματικότητες – την ίδια στιγμή διαφορετικοί άνθρωποι αντιλαμβάνονται διαφορετικά τις έννοιες του αληθινού και του επίκαιρου, συνεπώς και τα ρούχα. Σκεφτείτε το.
Τα ρούχα λένε πολλά για τους ανθρώπους που τα φοράνε, αλλά η ανάγνωσή τους δεν είναι εύκολο πράγμα − μη σας ξεγελά η μόδα. Γίνεται ακόμα πιο περίπλοκη τη σημερινή εποχή με τις πολλές παράλληλες πραγματικότητες – την ίδια στιγμή διαφορετικοί άνθρωποι αντιλαμβάνονται διαφορετικά τις έννοιες του αληθινού και του επίκαιρου, συνεπώς και τα ρούχα. Σκεφτείτε το.
Η μόδα, λοιπόν, έχει ένα τρικ, μια υπερδύναμη ας πούμε, για να καταφέρνει να αρπάζει την ομορφιά και να την αιχμαλωτίζει. Η διήγηση, οι πραγματικά καλές ιστορίες είναι αυτές που δένουν τα δύο μαζί τόσο σφιχτά που χρειάζονται μονάχα το ταλέντο για να δώσει ένα τέλειο, άφθαρτο τελικό προϊόν.
Ο Pierpaolo Piccioli έχει μεγαλώσει στην πόλη όπου οι μύθοι και οι ιστορίες είναι σαν ένα μεγάλο κρεμμύδι, κάθε φλούδα του οποίου οδηγεί σε μια άλλη που φτάνει μέχρι τη βαθιά αρχαιότητα.
Η Ρώμη είναι το μέρος που διατηρεί παγανιστικούς, χριστιανικούς μύθους, μεγάλες, ζουμερές ιστορίες που θα σε κάνουν να κλάψεις μόλις τολμήσεις να τις κόψεις κάθετα, όλες περασμένες με χρυσάφι και κόκκινο, εκείνο των αυτοκρατόρων της Ρώμης, της Παπικής Εκκλησίας, του Φελίνι, του Valentino.
O «σεΐχης του σικ» και βασιλιάς του σολάριουμ Valentino Garavani έχει πουλήσει τον ομώνυμο οίκο και έχει αποσυρθεί από το 2007, αλλά ο Pierpaolo είχε δουλέψει για εκείνον, μαζί με την επαγγελματική του σύντροφο Maria Grazia Chiuri, από το 1999.
Το δίδυμο δούλευε στον Fendi όταν ο Valentino τους προσέγγισε για να αναλάβουν τα αξεσουάρ του οίκου. Η Maria Grazia και ο Pierpaolo δέχτηκαν και το σουβενίρ που άφησαν σε όλες μας από εκείνη την περίοδο είναι η σειρά «rockstud».
Αν κάνετε ακόμα πως δεν καταλαβαίνετε –να ξέρετε πως σας βλέπω−, σχεδόν όλες αγοράσαμε παραλλαγή ή αντιγραφή της γόβας με τα καρφάκια που ο Terry Richardson φωτογράφισε στις καμπάνιες τους.
Ο Pierpaolo, όπως και ο Valentino, είναι πολύ περήφανοι Ρωμαίοι. Η κάστα τους δεν σνομπάρει το Παρίσι ή το Λονδίνο, αντίθετα είναι όλοι τους πολύ κοσμοπολίτες και ανοιχτοί στα ερεθίσματα που τους δίνει η ζωή. Το να ζεις έχοντας τη Ρώμη μέσα σου δεν είναι μποέμ ουτε υπεροπτικό, αντίθετα σου προσθέτει μια κομψή, αυτοκρατορική αλητεία που κάνει σμπαράλια οτιδήποτε συνηθισμένο.
Το σχεδιαστικό δίδυμο όμως δεν έκανε κοσμικότητες ή γενικώς αισθητή την παρουσία του, δεν πάρταρε. Επίσης, δεν είχαν κανένα ζόρι να «αλλάξουν» τον οίκο, επειδή προστέθηκε το όνομά τους. Δεν έκαναν δηλώσεις. Μπήκαν στη δουλειά και ξαναδιήγηθηκαν τα ρούχα του Valentino με τον δικό τους τρόπο, μέχρι που το 2015 έκαναν 1 δισ. πωλήσεις στον οίκο.
Το ακαταμάχητο που είχαν μέχρι τότε οι συλλογές Valentino ήταν ένα μεγαλοπρεπές coolness. Δεν φορούσες τα ρούχα τους για να κάνεις δήλωση, για να σπάσεις το κατεστημένο. Ποθούσες να φορέσεις Valentino για να είσαι ωραία, σαν σμυρναίικη καντάδα, σαν τους στίχους του «σ' αγαπώ γιατί είσαι ωραία/ σ' αγαπώ γιατί είσαι εσύ».
Υπήρχε αυτή η σιγουριά, και μαζί μια μετάβαση από το πραγματικό στο ονειρικό, χωρίς να είναι απόκοσμο ή εκκεντρικό. Είναι η οικειότητα που όλες νιώθουμε απέναντι στην ομορφιά. Βέβαια, δεν τη διαλέγουμε πάντα, αλλά αυτό είναι άλλο ζήτημα.
Η Maria Grazia εγκαταλείπει τον Pierpaolo. Όχι, δεν έγινε κάτι δραματικό, το 2016 άνοιξε γι' αυτήν η πόρτα του Dior. O Pierpaolo έμεινε στον Valentino, έβγαλε το γραφείο της που είχε απέναντι στο δικό του, κράτησε τις φωτογραφίες τους στους τοίχους και επιθεώρησε πόσο χώρο είχε πια δικό του. Πολύ!
Βλέπετε, ο Pierpaolo δεν είναι δέσμιος της νοσταλγίας. Ως γνήσιος Ρωμαίος, απολαμβάνει τον χρόνο και τις εμπειρίες του, που τις μαζεύει απαλά-απαλά μαζί με τους σκηνοθέτες της πόλης του, τον Φελίνι, τον Αντονιόνι, τον Παζολίνι, τους ζωγράφους της πρώιμης Αναγέννησης, όπως ο Piero della Francesca και ο Giotto, και μαζί με όλους τους αγαπημένους του φωτογράφους, τον Bailey, τον Avendon, τον Carlo Mollino.
Κουβαλά μέσα του αυτήν τη συμπαγή ιστορία της εικόνας με τον ίδιο τρόπο που η Ρώμη κρατά την ιστορία της, αβίαστα, τρυφερά, αιώνια.
Έτσι, λοιπόν, όταν έμεινε μόνος του απέναντι στον Valentino, είδε πως είχε όλο τον χώρο δικό του. Ξεκίνησε να σχεδιάζει πάλι, γύρισε στο ατελιέ και στο θρυλικό προσωπικό του οίκου που απαρτίζεται από μερικές τρομερές Ναπολιτάνες μοδίστρες. Και εκεί κάπου στα 55 του ο Pierpaolo άνθησε.
«Τα ρούχα είναι τα σημεία ένωσής μου με τον κόσμο» είπε στην «Corriere della Sera» μετά το τέλος της συλλογής υψηλής ραπτικής στο Παρίσι, πριν από περίπου δύο εβδομάδες. Μέσα σ' εκείνη τη συλλογή δεν υπήρχε κανένα σημείο ένωσής του με τον κόσμο που να μη μας έδινε άπλετη ομορφιά, αρκετή για να ενωθούμε κι εμείς μαζί του.
Η «Μήδεια» του Παζολίνι με τη Μαρία Κάλλας, η τέχνη του 1700, η Αναγέννηση, η ελληνική μυθολογία, η Ρώμη, ράφτηκαν από τα χέρια των μοδιστρών του Valentino. Ο Pierpaolo είχε ζητήσει από την καθεμία να ονομάσει το ρούχο που είχε ράψει, κόψει ή κεντήσει.
Έτσι, υπήρχε o «Amore Fuggente» (ο φευγαλέος έρωτας) με κέντημα του Απόλλωνα και της Δάφνης που φαίνεται σαν να έχει γίνει με μολύβι και χάνεται μέσα στο ύφασμα, το «Vanitas», που ενώνει το 1700 με την Αναγέννηση σε σμαραγδένιο, βαρύ μετάξι Mikado, το «Liza Minnelli», μια μεγάλη πράσινη κάπα κεντημένη με παγέτες πάνω από ένα μπορντό παντελόνι με ένα απαλό lime πουκάμισο.
Υπήρχαν ιστορίες που έδεναν την ομορφιά πάνω σε ένα ομόφωνα παράλογο, παράλληλο και μεταβατικό σημείο του παρόντος. Και αυτό είναι το δώρο της Ρώμης και του Pierpaolo σε όλους μας.
σχόλια