Η Cindy Sherman φωτογραφίζει τον εαυτό της. Άλλαξε πολλές φορές στυλ στην καλλιτεχνική της καριέρα, με τις εικόνες να γίνονται όλο και πιο γκροτέσκες καθώς περνούσαν τα χρόνια. Στην πρώτη της (και αγαπημένη μου) περίοδο, τότε που μεταμφιεζόταν σε διάφορους τύπους γυναικών, πήγαινε σε διαφορετικούς χώρους κι έβγαζε ασπρόμαυρες φωτογραφίες που τις ονόμαζε Untitled Film Stills.
Ο τίτλος παρέπεμπε φυσικά στον κινηματογράφο: οι διαφορετικές ηρωίδες που παρουσιαζόταν κάθε φορά (ως μεταφορές και αντανακλάσεις διαφόρων στερεοτυπικών γυναικείων χαρακτήρων) είχαν μια ολόκληρη ιστορία πίσω τους. Βρέθηκαν σ’ ένα δωμάτιο, σε μια δημόσια βιβλιοθήκη, στα σκαλιά ενός μεγάρου, στο δρόμο, σε μια ερημιά: κανείς όμως δεν ξέρει πώς και γιατί.
Σαν ένα μεγεθυσμένο κόμικ-στριπ, χωρίς όμως το επεξηγηματικό συννεφάκι, οι ηρωίδες, οι Cindy Shermans δηλαδή, είναι εγκλωβισμένες σ’ ένα καρέ χωρίς εμφανές παρελθόν ή μέλλον. Ένας σεναριογράφος θα μπορούσε να φτιάξει την ιστορία τους κι ένας σκηνοθέτης να δώσει πνοή στα stills τους απεγκλωβίζοντάς τες από την τετράγωνη ακινησία.
Η Σίντι Σέρμαν ξεκίνησε να φωτογραφίζει τον εαυτό της πριν από 40 χρόνια και καθώς περνούσαν οι δεκαετίες οι εικόνες της γινόταν όλο και πιο σκοτεινές – κι ίδια όλο και πιο διάσημη.
Η 60χρονη σήμερα καλλιτέχνης γεννήθηκε στο Νιού Τζέρσι και μεγάλωσε στο Long Island. Οι γονείς της δεν είχαν καμία σχέση με τις τέχνες κι η Σέρμαν πέρασε την παιδική και εφηβική της ηλικία πιστεύοντας ότι καλλιτέχνης σημαίνει «ο τύπος με τις χρωματιστές κιμωλίες που ζωγραφίζει τα πεζοδρόμια». Χάρη σ’ ένα βιβλίο του πατέρα της (Οι 101 ομορφότεροι πίνακες του κόσμου) αποφάσισε να σπουδάσει ζωγραφική – η μητέρα της πάντως τη συμβούλεψε να κάνει και μερικά μαθήματα παιδαγωγικής καλού κακού.
Σπούδασε στο Buffalo State College αλλά σύντομα βαρέθηκε τη ζωγραφική κι επέλεξε την κατεύθυνση της φωτογραφίας. Μετά την αποφοίτησή της έτρεξε στη Νέα Υόρκη για να ζήσει την απαραίτητη μποέμικη ζωή, συμμετέχοντας σε καλλιτεχνικές ομάδες. Όμως το αγαπημένο της χόμπι ήταν οι μεταμφιέσεις: πήγαινε στο σούπερ μάρκετ ντυμένη γριά, στο μετρό ως μαθήτρια, στα εγκαίνια μιας έκθεσης ‘ντυμένη’ έγκυος. Όταν άρχισε να αναζητεί θέματα για τις φωτογραφίες της δε χρειάστηκε να ψάξει πολύ. Είχε ένα ευπροσάρμοστο πρόσωπο, μια ντουλάπα με διαφορετικά είδη ρούχων και άπειρη όρεξη.
Αν και η πλειοψηφία των ασπρόμαυρων φωτογραφιών αυτής της πρώτης περιόδου απεικόνιζαν την ίδια τη Σέρμαν, δεν ήταν σε καμία περίπτωση αυτοπροσωπογραφίες. Χρησιμοποιούσε τον εαυτό της -επειδή ήταν φτηνό, εύκολο και εννοιολογικά ισχυρό- επιχειρώντας να μιλήσει για την τέχνη, τους πολλαπλούς εαυτούς του καλλιτέχνη, το ρόλο (ή τους ρόλους) της γυναίκας στη σύγχρονη εποχή, κι όλα αυτά ιδωμένα μέσα από την κινηματογραφική κουλτούρα των b-movies.
Σε κάθε μία απ’ αυτές τις φωτογραφίες υποδύεται όχι ένα υπαρκτό πρόσωπο, αλλά έναν υπαρκτό τύπο-στερεότυπο: την αρχέτυπη νοικοκυρά, την πόρνη, την κλαμένη γυναίκα, τη χορεύτρια, την ηθοποιό – σαν χαμαιλέοντας η Σέρμαν αλλάζει σε κάθε καρέ, χωρίς να θυμίζει τη γυναίκα που ήταν πριν. Χρησιμοποίησε υπαρκτά σκηνικά: το σπίτι της, βιβλιοθήκες της Νέας Υόρκης, τους δρόμους, ενώ μία απ’ τις πιο γνωστές φωτογραφίες της σειράς, στην οποία φαίνεται να κάνει ωτοστόπ στη μέση του πουθενά, τραβήχτηκε από τους γονείς της, κατά τη διάρκεια ενός οικογενειακού ταξιδιού με αυτοκίνητο στην Αριζόνα. Οι εικόνες δεν είχαν τίτλους παρά μόνο την λέξη Untitled και έναν αύξοντα αριθμό, γεγονός που τόνιζε την αποστασιοποίηση του βλέμματός της από τους εικονιζόμενους χαρακτήρες.
Το 1980 και μετά από 69 (!) φωτογραφίες θεώρησε πως ξέμεινε από κλισέ και σταμάτησε τη σειρά. Την ίδια χρονιά ξεκίνησε νέο κύκλο φωτογραφιών, τα λεγόμενα "Rear-Screen Projections" και υποδύθηκε μερικούς ακόμη χαρακτήρες γυναικών, αυτή τη φορά όμως μπροστά από έγχρωμα πανιά-σκηνικά, τονίζοντας την επίπλαστη και μη ρεαλιστική διάσταση των μεταμορφώσεών της.
Οι φωτογραφίες της την έκαναν διάσημη στο μικρόκοσμο της εικαστικής Νέας Υόρκης, και μάλιστα σε μια περίοδο που πρωταγωνιστούσε η μάτσο τέχνη και οι bad boys σούπερσταρ. Τότε άρχισε να παίζει ακόμα πιο πολύ με τις έγχρωμες φωτογραφίες.
Το περιοδικό Artforum της ζήτησε να κάνει ένα ειδικό “centerfold” με νέες φωτογραφίες της κι αυτή εμπνεύστηκε από τη λέξη (Centerfold) και τη χρήση της απ’ το Playboy – έτσι λέγονται και οι κεντρικές σελίδες του περιοδικού που έχουν ένα διαφορετικό γυμνό μοντέλο κάθε μήνα. Έφτιαξε φωτογραφίες ρομαντικές, αισθησιακές, με γυναίκες (τον εαυτό της πάντα) ντυμένες, κάπως αφηρημένες. Ήταν ένα σχόλιο πάνω στη γυναικεία σεξουαλικότητά και την στερεοτυπική απεικόνισή της από τα ανδρικά περιοδικά, τις διαφημίσεις και την τηλεόραση. Οι φωτογραφίες της απορρίφθηκαν τελικά απ’ την Ingrid Sischy (τότε διευθύντρια του Artforum και μετέπειτα του Interview) που υποστήριξε ότι οι εικόνες «επιδέχονταν παρερμηνείας».
Η σκοτεινή πλευρά της Σέρμαν βγήκε στην επιφάνεια για πρώτη φορά με τη σειρά εικόνων Disasters and Fairytales (1985-1989).
Δεν πόζαρε η ίδια στις περισσότερες φωτογραφίες, αντίθετα χρησιμοποίησε κούκλες και ψεύτικα προσθετικά μέλη, επιχειρώντας (και μάλλον πετυχαίνοντας) να δημιουργήσει ένα τρομαχτικό σύμπαν, όπου τα παραμύθια είναι γεμάτα κομμένα μέλη, γκροτέσκους φωτισμούς, αλλά και άφθονο μαύρο χιούμορ.
Στα Ιστορικά Πορτρέτα (1988-1990) φωτογράφισε ξανά τον εαυτό της: αυτή τη φορά ήταν εμφανώς μεταμφιεσμένη (και κακομακιγιαρισμένη) παίρνοντας πόζες από αρχετυπικά διάσημους πίνακες κυρίως των Μεγάλων Δασκάλων.
Οι εικόνες ήταν επίτηδες «άσχημες» κάνοντας ένα δηκτικό σχόλιο για τη σύγχρονη τέχνη και την υποσυνείδητη ανάγκη του καλλιτεχνικού κόσμου να αντιγράφει πετυχημένες συνταγές του παρελθόντος.
Αν και εκείνη την περίοδο ζούσε στη Ρώμη, η Σέρμαν ξεκαθάρισε ότι δεν επισκέφτηκε τα μουσεία της ούτε μια φορά, ούτε καν για να πάρει ιδέες για τα Ιστορικά Πορτρέτα: «Δούλεψα με βιβλία, με απομιμήσεις και αντίγραφα. Αυτή είναι μια πλευρά της Φωτογραφίας που με συναρπάζει εννοιολογικά: η ιδέα ότι οι εικόνες μπορούν να αναπαραχθούν και να ιδωθούν από οποιονδήποτε, οπουδήποτε και οποιαδήποτε ώρα.»
Στις αρχές των ‘90s, περίπου την περίοδο που η Μαντόνα κυκλοφόρησε το ‘σκανδαλιστικό’ βιβλίο Sex, η Σέρμαν παρουσίασε μια σειρά γκροτέσκων-σεξουαλικών φωτογραφιών με τον τίτλο “Sex Pictures” που παρωδούσαν την πορνογραφία, αλλά και τις προσπάθειες φίμωσής της.
Η προκλητικότητα των φωτογραφιών ήρθε ως αντίδραση στις δικαστικές και πολιτικές παρεμβάσεις στην τέχνη (κόψιμο επιχορηγήσεων ως τιμωρία για οτιδήποτε δεν ήταν «όμορφο», προσπάθειες λογοκρισίας της δουλειάς του Robert Mapplethorpe κ.α.).
Για μοντέλα χρησιμοποίησε πάλι κούκλες και ιατρικά προσθετικά μέλη: όλα μπλέκονται σε ένα όργιο κακοφορμισμένου ερωτισμού, προσθετικά πέη και αιδοία σε κοντινές λήψεις, όλα πολύχρωμα και αποπροσανατολιστικά. Φυσικά οι εικόνες δεν ήταν ούτε στο ελάχιστο ερεθιστικές.
Το 1995 η Σέρμαν κέρδισε την σημαντική υποτροφία MacArthur, γνωστή και ως «Βραβείο Ιδιοφυίας» που συνοδευόταν από 500 χιλιάδες δολάρια ενώ το 1996 το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης αγόρασε μια ολόκληρη σειρά από την πρώτη της δουλειά για ένα εκατομμύριο δολάρια εκτινάσσοντας παράλληλα την αξία κάθε φωτογραφίας που είχε τραβήξει ποτέ.
Τον επόμενο χρόνο σκηνοθέτησε την πρώτη (και μοναδική) ταινία μεγάλου μήκους, το Office Killer με την Μόλι Ρίνγκουολντ
και την ίδια περίπου εποχή έπαιξε τον εαυτό της στο Pecker του John Waters: ένας νεαρός φωτογράφος από τη Βαλτιμόρη ενθουσιάζει την σνομπ νεοϋορκέζικη ελίτ και μια κουστωδία εκκεντρικών καλλιτεχνών (ανάμεσά τους και η Σέρμαν), δημοσιογράφων και συλλεκτών συρρέουν στο σπίτι του και γνωρίζουν την αλλοπρόσαλλη οικογένειά του.
Λίγο αργότερα η Σέρμαν επέστρεψε στα «κινηματογραφικά αυτοπροτρέτα» ενσαρκώνοντας αυτή τη φορά διαφορετικούς τύπους γυναικών της Καλιφόρνιας: bimbos, γυναίκες-τρόπαια, πλούσιες ζωντοχήρες, προσωπικές γυμνάστριες κλπ.
Σε μια σειρά φωτογραφιών της η Σέρμαν υποδύεται δεκάδες διαφορετικούς κλόουν: «Καθάριζα την ντουλάπα μου προσπαθώντας να σκεφτώ καμιά καλή ιδέα. Όταν είδα ένα σωρό ρούχα και περούκες τσίρκου ήξερα ότι οι κλόουν ήταν ό,τι έπρεπε: χαριτωμένοι, αλλά ταυτόχρονα άσχημοι, αστείοι αλλά και τρομακτικοί.»
Η επιρροή της δεν περιορίστηκε στο χώρο των εικαστικών: οι Chicks on Speed και ο Billy Bragg την ανέφεραν σε τραγούδια τους ενώ οι Shermans της αφιέρωσαν το κομμάτι τους Cindy Sherman. Η μουσική είναι πολύ σημαντική γι' αυτήν την ώρα που φωτογραφίζει. Πολλές φορές, λέει, αγοράζει 20 ή 30 καινούργια cd πριν ξεκινήσει ένα πρότζεκτ, αναρωτιέται όμως μήπως απλώς δικαιολογεί την όποια καταναλωτική μανία της με πρόφαση τη δουλειά. «Και η μόδα με εμπνέει, φυσικά. Όλα τα διαφορετικά υφάσματα, τα χρώματα - βλέπω τη μόδα ως μια μορφή τέχνης. Ή τουλάχιστον αυτή είναι η δικαιολογία μου για να αγοράζω, μάλλον υπερβολικά, πολλά ρούχα.» Κάποτε μάλιστα δημιούργησε μια σειρά διαφημίσεων μόδας για τον σχεδιαστή Marc Jacobs (τις φωτογραφίες όμως τις τράβηξε ο Juergen Teller.
Ο προπονητής της στο μποξ περιγράφει σήμερα το boxing στυλ της ως «γρήγορο και επιθετικό». Είναι από τις λίγες φορές που η άποψη ενός επαγγελματία μποξέρ συμπίπτει με αυτή των κριτικών της τέχνης.
Ένα καταπληκτικό ντοκιμαντέρ του BBC για την Σέρμαν
*Σήμερα η Σέρμαν συνεχίζει να δουλεύει μόνη της, στο σπίτι: «Το να έχω βοηθό, όπως και μοντέλα για τις φωτογραφίσεις είναι κουραστικό. Όλοι όσοι έχω προσλάβει το έβλεπαν πάντα σαν κάτι διασκεδαστικό. Σαν να ντυνόμασταν για τις απόκριες και να τραβούσαμε φωτογραφίες. Ναι, αλλά δε γίνεται έτσι δουλειά. Ο πολυτιμότερος σύμμαχός μου ήταν και θα είναι ο καθρέφτης μου».
σχόλια