Για χάρη του (θα έπρεπε να) έχουν γραφτεί τραγούδια. Πέρα από το γνωστό του Αδαμαντίδη («Από τον πύργο της Βαβέλ, έφυγα νύχτα με το ΚΤΕΛ»...).
Κι αν δεν έχουν γραφτεί περισσότερα για το ΚΤΕΛ, είναι γιατί δεν βρήκαν την έξοδο, δεν άνοιξε η πόρτα για να κατέβουν.
Γιατί το ΚΤΕΛ – όχι ως ταμείο, αλλά ως νοοτροπία, ως θεσμός, ως μέσο – δεν είναι άλλη μία στρατιά οχημάτων μεγάλων αποστάσεων, δεν συγκρίνεται με τα θηριώδη πλην ψυχρά αντίστοιχα των γερμανικών – ας πούμε – autostrada ή με τις fancy αμερικανικές εκδρομικές πουλμανάρες.
Όχι. Τα δικά μας ΚΤΕΛ δεν είναι μόνο ζάντες, λάστιχα και τσόχινα ρουφηχτά καθίσματα, δεν είναι απλώς «εργαλεία» που ενώνουν τους τσουρουφλισμένους αστούς και τους εκπατρισμένους νοικοκύρηδες με την περιφέρεια.
Είναι φτιαγμένα από dna ελληνικού μονόκερου και οι πόρτες τους «βγάζουν» στις κοιλάδες που βοσκάνε τα όνειρα και συνδέονται απευθείας με τα κεντρικά της πιο μπαρόκ εκδοχής τους.
Κι αν τύχει κι ανέβεις στο καλό το όχημα το σενιαρισμένο, καταλαβαίνεις ότι είναι πλάσμα μαγικό, ψυχή γυναίκας φυλακισμένη στο παρμπρίζ, με την καρδιά στον κινητήρα και το κεφάλι φορτωμένο χαϊμαλιά και φυλαχτά και λουλούδια κάποιου πλαστικού Μάη και σταυρουδάκια και νάιλον πεταλούδες και κορίτσια μισόγυμνα σε καρτποστάλ σαν άλλοτε και εικονοστάσια με προστατευτικούς αγίους, για όταν η ψυχή (και η στροφή) ζορίζει τις ζάντες και «η Παναγιά να μας φυλάει»...
Φίλος της, ο τιμονιέρης, που ελέω ντοπιολαλιάς «ροκανίζει» τα σύμφωνα και «πνίγει» τα φωνήεντα και στην ανάπαυλα του έχει συντροφιά την «Ελεύθερη Ώρα» (!) και τον Γέροντα Παΐσιο.
Όλοι έχουμε υπάρξει κάτι από αυτά: «εξόριστοι» φοιτητές μιας παντέρμης επαρχιακής πόλης που δεν ήταν ακριβώς «κόμβος», ερωτευμένοι τουρίστες σε κάποιο ψαρονήσι που παράγει λάδι και σκνίπα, «διωγμένοι» γόνοι ενός χωριού που λύσσαξε να μας αστικοποιήσει, όλοι λίγο έως πολύ έχουμε μετρήσει τις πικρές χαρές του ΚΤΕΛ, ενός θηρίου συνώνυμου του θαύματος και της λήθης, ενός θηρίου που έχει όνομα και καρδιά γυναίκας.
Μπορεί, ας πούμε, να το λένε και «Σουηδέζα» και να ρίχνει λιγωτικές ματιές σε μελαχρινούς κατσαρομάλληδες οδηγούς, ζόμπι από την κούραση και την προσήλωση στο τιμόνι, που δεν αποσπώνται ούτε από 100χρονίτισσες γριές που μυρίζουν υπέρταση και σκόρδο ούτε από μαργιόλες Ρωσίδες που πάνε να πιάσουν «ντουλειά» σε κάποιο παραθαλάσσιο μπαρ ούτε από απελπισμένους φαντάρους με μπαϊλντισμένα άρβυλα και βαριά ακμή.
Κι όλοι έχουμε κάνει όνειρα με το κεφάλι γυρτό στο τζάμι ενός τέτοιου μαγικού Volvo – κι ας το ‘λεγαν και «Σουηδέζα» - με το air condition να φυσάει μοβόρα τα κεφάλια μας, το μισοκοιμισμένο υποσυνείδητο μας να πιάνει καμένους στίχους στα βραχέα, το νανούρισμα μας να έχει γίνει προσωπική υπόθεση της Σάσσυς Τσεντούρου, με το «κατάστημα Βουρβούτσης (να) αφιερώνει το τραγούδι στην εκλεκτή πελατεία του» (sic) κι απ’ το παράθυρο θάλασσες και βουνά, γελάδια και καρόδρομοι, ήλιος και σύννεφα να χαΐδεύουν απρόσκλητοι το βασίλεμα μας.
Σταυρουδάκια, εικονοστάσια και χαϊμαλιά, παιχνίδια, λουλούδια και πεντάλεπτες στάσεις για «ουότι θέλιε ουο καθείνας», χιλιόμετρα για να θυμηθείς, χιλιόμετρα για να ξεχάσεις, όνειρα φορτωμένα μαζί με τα βατραχοπέδιλα και τις παλιές πληγές, από το πανηγύρι που έφυγες και στο πανηγύρι που πας, από τα καλοκαίρια που άφησες στα φθινόπωρα που ελπίζεις, ντάλα 15αύγουστο ή ψυχή βαθιά στη βαρυχειμωνιά, μπορεί – μπορεί λέμε - να ‘χεις παρέα μια «Σουηδέζα»...
σχόλια