Το παιδί αντιγράφει τον πατέρα, η κόρη τη μάνα, ο φίλος το φίλο, ο μαθητής το δάσκαλο, ο μαθητευόμενος τον καθηγητή, ο κατώτερος τον ανώτερο, ο βλαξ τον ξύπνιο, ο αριστερός ψάλτης το δεξιό. Πώς να εξηγηθεί αυτή η λυσσαλέα μίμηση που, έστω κι αν φαινομενικά ψευτίζει τα πρόσωπα, κατ' ουσίαν τούς επιτρέπει να κουρδίσουν διαφορετικά τον εαυτό τους και να παίξουν την επιθυμητή μουσική; Όπως ξέρουμε, τα ζώα έχουν ως απόλυτη ζωτική αρχή τη μίμηση. Κοπιάρουν τις κινήσεις της μάνας και του πατέρα, περνούν από τη μασημένη τροφή στην αμάσητη, μιμούνται βρυχηθμούς και μουκανίσματα, γρυλισμούς και χρεμετισμούς με μια βασική διαφορά από τον άνθρωπο. Τα ζώα μιμούνται αλλά δεν στολίζονται. Αντίθετα, ο άνθρωπος κάθε «κλοπή» συμπεριφοράς τη μετατρέπει αυθωρεί σε κόσμημα.
Στο Ημερολόγιό του, ο Κάφκα σημειώνει μια συμβουλή προς τον εαυτό του: «Να μετατρέπεις το ερέθισμα σε χαρακτήρα». Τι σημαίνει αυτό; Ότι κάθε αίσθημα μπορεί να προσθέσει νέα πτυχή στο εγώ, η παραμικρή χειρονομία ενός ξένου κάλλιστα μεταστοιχειώνεται σε οικείο στοιχείο, μια απλή φράση αίφνης αποδεικνύεται αντικλείδι για να ξεκλειδώσεις τον εαυτό σου. Ο χαρακτήρας, με άλλα λόγια, υπάρχει, μόνο που μοιάζει με λειψό γιαπί το οποίο διαρκώς και ισοβίως χτίζεται και ξεχτίζεται. Τόσο αφυής και κενός λοιπόν ο άνθρωπος; Τόσο κλεπτομανής και αλλοτριομανής; Συχνά, στις βιογραφίες και στα ημερολόγια των διασήμων ανακαλύπτουμε εποχές όπου ο μελλοντικός δημιουργός περνάει εποχές όπου ζει με δάνειο πρόσωπο διότι η παρουσία κάποιου άλλου τον έχει συντρίψει. Φυσικά δεν του λείπει ο δυναμισμός, η επιθυμία, μόνο που σε κάθε του πρωτοβουλία νιώθει σκιαγμένος από τον άλλον· ευνόητο δεν είναι να σκέπτεται ότι «αν ήμουνα αυτός και όχι ο εαυτός μου, θα τα κατάφερνα καλύτερα;». Ασυνειδήτως και ψυχαναγκαστικώς ασκείται στη δανειοληψία, γίνεται κάτοπτρο, υποχείριο, τυχερός-άτυχος που ελπίζει ότι κάποτε θα απεξαρτηθεί.
Η παιδαγωγική ξέρει από πρώτο χέρι ότι κάθε βλαστός πρέπει να φορέσει μουτσούνα, να παίξει τη μασκαράτα της αλλοτριοπροσωπίας ώστε κάποτε να έρθει στα ίσα του, παύοντας να ζει με ξένη μούρη.
Τυχαία μήπως σε κάθε δημιουργική εργασία αναγνωρίζουμε -στο πρώτο στάδιο- επιδράσεις και μιμήσεις που με τον καιρό υποχωρούν για να κυριαρχήσει πλέον η ειδική μανιέρα του ατόμου; Άλλωστε, γι' αυτό η λογοκλοπία κάνει τέτοιο γκελ στη συγγραφική τέχνη. Η γλώσσα είναι μία -άντε δύο και τρεις- αλλά οι συγγραφείς άπειροι. Πώς θα βρει ο καθένας τη μανιέρα του όταν μια και μόνη ξένη φράση φέρνει τούμπα το μαγαζί; Δικαιολογημένα οι Γάλλοι δηλώνουν αφοριστικά ότι «όλοι είμαστε λογοκλόποι του Ομήρου και ο Όμηρος είναι λογοκλόπος των Θεών». Μόνο που οι Όμηροι είναι πολλοί, μέγα πλήθος, καθώς και οι υποψήφιοι μικρο-Όμηροι που δέχονται μια περίοδο «ομηρίας» (υποταγής, παθητικής μιμήσεως, ασφυκτικής υποδουλώσεως) ωσότου χτυπήσει η καμπάνα της ανεξαρτησίας.
Πέρα από τα συγγραφικά, όπου σε κάθε κείμενο υποτονθορύζουν πάντα ξένες φωνές (ακόμη και στα αριστουργήματα), η δάνεια προσωπικότητα συσπάται επιδημικά στον καθημερινό βίο. Κάθε πρόσωπο μοιάζει με ανεξόφλητα δάνεια που σέρνονται και ανατοκίζονται· η κοινή γνώμη (διόλου γνώμη αφού είναι «κοινή») θυμίζει θεμιτούς πιθηκισμούς, οι οποίοι νομιμοποιούνται και αναπαράγονται κατά βούληση. Ρεαλιστικά αν τη δούμε αυτή την κατάσταση, αποδεχόμαστε ότι οι «κοινοί τόποι» του νοήματος είναι σωτήριοι. Δεν ξέρουμε τι είναι η δημοκρατία; Τα δικαιώματα του πολίτη; Η αξία του χρήματος; Η κοινή γλώσσα που σαν δοξάρι μάς κάνει όλους βιολιά; Κάθε κοινότητα μοιάζει διπλοκλειδωμένη στον εαυτό της, μοιράζει ρόλους, εμψυχώνει τη φαρσοκωμωδία της καθημερινής ζωής, θαλασσοπνίγεται μέσα στο χρόνο, ενώ συνάμα γυρεύει και τη διαφορετική ανάσα.
Στις σπάνιες περιπτώσεις των υποψιασμένων -υπάρχουν κι αυτοί- διαπιστώνουμε μιαν εγγενή ασφυξία: θα ήθελα να το σκάσω από τον κοινότοπο εαυτό μου, να βγω από τη φυλακή του νου μου, να βρεθώ επιτέλους σε ένα παρθένο έδαφος όπου θα μάθω την πραγματικότητα από το άλφα. Στους ερωτευμένους, για παράδειγμα, αυτή η ροπή αφήνει εποχή. Ανακαλύπτουν διαφορετικά το σώμα τους, σιχαίνονται τους συγχρωτισμούς όπου η πείρα του χθες προεξοφλεί τις ανάγκες του σήμερα, με ένα λόγο νιώθουν άνθρωποι άλλης φυλής που τους ταιριάζει άλλη πραγματικότητα. Αλλά και στο μεγάλο πόνο δεν συμβαίνει τίποτα διαφορετικό. Όταν θέλουμε να μιλήσουμε για ψυχική βαθύτητα, η γλώσσα μας πάει καρότσι στα σπλάχνα. Η ενδότερη πηγή των συναισθημάτων μας αποτάσσει την «πολιτική» του νου που έχει εύκολες τις διαπραγματεύσεις και συχνά κάνει κακές προσθαφαιρέσεις λησμονώντας το μηδέν. Περιέργως η βαθύτητα ανατρέχει στη μήτρα, στην αρχαϊκή καταγωγή, στη «ραχαμίμ» των εβραίων.
Ως εκ τούτου κάθε τι νεόκοπο ψελλίζει τον εαυτό του σαν ιδιωτική σπλαχνοσκοπία, η οποία μπορεί να βλέπει το κοινό βίωμα σαν πρωτοφανές - κανονικό ψυχοφάρμακο που προικίζει με νέα μνήμη την ψυχή, η οποία τελικά διστάζει να βάλει την υπογραφή της κάτω από ένα πλάσμα που δεν της ανήκει.
_______
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη LIFO τον Μάιο του 2009
σχόλια