1.
Μόνος μου χτες από τις πίκρες στραγγισμένος
Σε δάσος σύσκιο βαρύθυμος καθόμουν.
Μ' αρέσει, αλήθεια, αυτό το φάρμακο στις θλίψεις,
με την ψυχή μου ν' αναδεύω σκέψεις σιωπηλά.
Αύρες ψιθύριζαν μ' αηδόνια καλλικέλαδα
κι απ΄' τα κλαδιά γλυκό αποκάρωμα χυνόταν,
θαρρείς και σού φευγε η ζωή. Κι από τα δέντρα
τα οξύφωνα τζιτζίκια, φίλοι του ήλιου,
πλημμύριζαν το δάσος με τις φλύαρες φωνές τους.
Σιμά ρυάκι δροσερό έβρεχε τα πόδια
και μες στο δάσος έτρεχε απαλά.
Πώς με συνείχε ωστόσο δυνατή η οδύνη
κι έτσι δε με τραβούσαν διόλου ετούτα. Ο νους,
σαν τον στομώνει ο πόνος, τέρψεις δε γυρεύει.
Κι εγώ μέσα στις συστροφές της ταραγμένης σκέψης
σ' αντίμαχες ιδέες παραδομένος:
Ποιος στάθηκα, ποιος είμαι, τι θα γίνω; Δεν ξέρω καθαρά.
Κι άλλος σοφότερός μου ούτε κι εκείνος
.............................................................
Στάσου. Μπρος στο θεό όλα δεύτερα. Τόπο στο Λόγο.
Μάταια δε σ' έπλασε ο θεός,
μ' εγώ αντιστέκομαι, μικρόψυχος, στον ύμνο.
Σκοτάδι εδώ κι εκεί του Λόγου το βασίλειο κι όλα ξάστερα,
για το θεό αντικρύζοντας, για στη φωτιά να τυραννιέσαι.
Μόλις με γλύκανε έτσι ο νους, πάει κι ο πόνος.
Κι από το σύσκιο δάσος χτες γυρίζοντας
στο σπίτι, μια χαμογέλαγα παράξενα
και μια σιγόκαιγε η καρδιά με σκέψη ανταριασμένη.
2.
Το ξέρω, δυο φορες μ' απολακτίσατε.
Αν δίκαια, ο θεός να σας συγχωρέσει˙
Αν άδικα, παλι ο θεός να συγχωρέσει.
Κατηγορία βαριά ακόμη κι έτσι δε θα σας προσάψω.
Πλην έχω εξαντληθεί, ποθώ το τέλος των δεινών.
Απ´ όλα τα παρόντα κορεσμένος,
Πλούτη και φτώχεια, εχθρούς και φίλους.
Τα απόντα εκείνα ευχή μου ν' απολαύσω.
Ακροτελεύτιος λόγος. Τον τολμώ κι άκου τη σκέψη:
Αν είμαι ένα μηδεν, Χριστέ μου, γιατί μ' έπλασες;
Κι αν κάτι αξίζω, γιατί οι τόσες περιπέτειες;
Γρηγορίου του Ναζιανζηνού, επισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, 4ος αιώνας/ στο εκπληκτικό μπλογκ με ποιήματα από τον καιρό της Ρωμανίας porta aurea
σχόλια