Μια φορά και ένα καιρό ήταν μία χάρτινη χορεύτρια. Ήταν ψηλή με μικρό κεφάλι και φορούσε ένα πράσινο φόρεμα. Δεν ήταν συνηθισμένη στις βόλτες, της άρεσε να βρίσκεται συνεχώς στο ίδιο σημείο και να κάνει πιρουέτες γύρω από τον εαυτό της. Ώρες ολόκληρες έφερνε γύρω γύρω προσπαθώντας να μην σκέφτεται. Βλέπεις, παρόλο που το κεφάλι της ήταν μικρό, είχε πολλά προβλήματα μαζεμένα.
Ένα από τα σημαντικότερα ήταν ότι σε λίγες μέρες θα έπρεπε να αφήσει το σπίτι της και να μετακομίσει σε ένα καινούριο, παρέα με έναν κύριο τον οποίο όμως δεν γνώριζε καθόλου. Την είχε πειράξει πολύ αυτό. Ήθελε να μένει με κάποιον που την αγαπά πραγματικά και όχι με κάποιον που απλώς πλειοδότησε στη δημοπρασία για χάρη της. Δεν της άρεσε να είναι κτήμα κανενός, αλλά δυστυχώς η αξία της ήταν τόσο μεγάλη που η εκμετάλλευση ήταν αναπόφευκτη.
Ήταν Τετάρτη βράδυ, όταν την παραδώσανε στον νέο ιδιοκτήτη. Αυτός γεμάτος χαρά και ικανοποίηση για το νέο του απόκτημα, είχε ετοιμάσει θερμή υποδοχή. Φορούσε μαύρο σμόκιν, τα βάζα ήταν γεμάτα με κόκκινα τριαντάφυλλα και πάνω στο τραπέζι είχε στρώσει μπλε ουλτραμαρίν βελούδο. Μόλις την αντίκρυσε, ενθουσιασμένος αλλά και συγκινημένος μαζί, άφησε το ουίσκι του πάνω στο πιάνο και ξεκίνησε να παίζει το δεύτερο μέρος του Ένατου Νυχτερινού του Σοπέν για να την καλωσορίσει.
Χωρίς να πει κουβέντα, αμίλητη και σκοτεινιασμένη, άρπαξε την χάρτινη χορεύτρια απο το πράσινο φόρεμα, την ξάπλωσε πάνω στο πιάνο και εκεί πάνω της κάρφωσε δυο καρφιά, ένα στο κάθε της πουέντ.
Η χορεύτρια θαμπώθηκε μεμιάς με όλο αυτά, αλλά κυρίως γιατί λάτρευε να ακούει και να χορεύει το ένατο νυχτερινό. Ειδικά το δεύτερο μέρος. Χωρίς να δώσει καμία σημασία στον κύριο, πέταξε από πάνω της τις κορδέλες συσκευασίας και άρχισε να στροβιλίζεται σαν τρελή από τη χαρά της. Ένιωσε τόσο ευτυχισμένη, που τίναξε το δεξί της πόδι ψηλά και άρχισε να κάνει άλματα από την μια γωνιά του σαλονιού μέχρι την άλλη. Είχε πολύ καιρό να το κάνει αυτό, όλο πιρουέτες και πιρουέτες, είχε ξεχάσει πως είναι να χορεύει πραγματικά.
Ο κύριος συνέχιζε να παίζει και να ξαναπαίζει το ίδιο κομμάτι με μανία, ούτε ο ίδιος μπορούσε να πιστέψει πόσο τυχερός ήταν που απέκτησε την χάρτινη χορεύτρια με το πράσινο φόρεμα. Το σπίτι του γέμισε χρώματα και χορό, γλυκάδα και ζωντάνια μόνο και μόνο από την δική της παρουσία. Εκστασιασμένος με την ομορφιά αυτή, σηκώθηκε από το πιάνο και άρχισε να χειροκροτάει, φωνάζοντας:
«Σε ευχαριστώ, σε ευχαριστώ!»
Εκείνη την στιγμή άνοιξε η πόρτα της κάμαρας και εμφανίστηκε η γυναίκα του κυρίου.
«Μα τι φωνές είναι αυτές? Με ξύπνησες, και ας κοιμόμουν τόσο βαθιά...», του είπε.
Γύρισε το βλέμμα της στην αίθουσα και αντίκρυσε την χάρτινη χορεύτρια, τα τριαντάφυλλα, το βελούδο στο τραπέζι. Είχε χρόνια να δει το μπλε ουλτραμαρίν βελούδο στρωμένο στην καλή της τραπεζαρία. Τελευταία φορά ήταν τότε που γιόρτασαν την πρώτη επέτειο του γάμου τους. Ένιωσε τέτοια ζήλεια που της ήρθε ζαλάδα. Για λίγα λεπτά δεν ήξερε πως να αντιδράσει. Ξετύλιξε την λευκή κασμιρένια εσάρπα από τους ώμους της και την πέταξε με θυμό στο πάτωμα. Το μαγουλά της είχαν κοκκινήσει τόσο, που θύμιζε δεκαεξάχρονο κορίτσι στο φούντωμα της πρώτης του φοράς.
Τράβηξε το βελούδο από το τραπέζι και με χέρια που τρέμανε από την ταραχή, το δίπλωσε όσο καλύτερα μπορούσε. Πήγε στην αποθήκη να το βάλει σε μια παλιά σιφινιέρα, όμως ανοίγοντας το συρτάρι είδε μέσα ένα τσίγκινο κουτί με πολλά καρφιά και ένα σφυρί. Δεν χρειαζόταν να σκεφτεί. Άλλωστε της ήταν αδύνατο να σκεφτεί, η ζήλεια της είχε θολώσει το μυαλό. Άρπαξε το σφυρί και δυο καρφιά μεγάλα και πήγε στο σαλόνι.
Χωρίς να πει κουβέντα, αμίλητη και σκοτεινιασμένη, άρπαξε την χάρτινη χορεύτρια απο το πράσινο φόρεμα, την ξάπλωσε πάνω στο πιάνο και εκεί πάνω της κάρφωσε δυο καρφιά, ένα στο κάθε της πουέντ.
Ορίστε η χορεύτρια σου, του είπε. Είναι δική σου για πάντα, αλλά δεν θα χορέψει ποτέ ξανά για σένα.
Μάζεψε την εσάρπα της και κλείστηκε ξανά στην κάμαρά της για να συνεχίσει το βαθύ της ύπνο. Ο κύριος έπιασε το ποτήρι με το ουίσκι του κοιτάζοντας θλιμμένος την αγαπημένη του χορεύτρια. Έκεινη τη στιγμή ακριβώς χτύπησε το κουδούνι. Όταν άνοιξε την πόρτα αντίκρυσε τον μεταφορέα εκείνον που λίγες ώρες πριν του είχε παραδώσει την χάρτινη χορεύτρια.
Καλησπέρα, του είπε. Συγνώμη που ενοχλώ, αλλά ξέχασα να σας παραδόσω τα βοηθητικά παπούτσια της Χάρτινης Χορεύτριας. Τα χρησιμοποιεί συχνά.
Το πρόσωπο του κυρίου φώτισε από ελπίδα. Έτρεξε γρήγορα κοντά της και προσπάθησε να βγάλει τα καρφιά από τα πουέντ της τα οποία όμως είχαν καταστραφεί εντελώς. Μόλις κατάφερε να την ελευθερώσει από αυτά της φόρεσε τα βοηθητικά παπούτσια γεμάτος ανυπομονησία. Χωρίς δεύτερη σκέψη, έκατσε στο πιάνο και άρχισε να παίζει το δεύτερο μέρος του ένατου νυχτερινού του Σοπέν. Η χάρτινη χορεύτρια, σαν να μην είχε αλλάξει τίποτα, σηκώθηκε από το πιάνο και ξεκίνησε να χορεύει και πάλι με μεγάλα άλματα από την μία γωνία στην άλλη σε όλο το σαλόνι, χαρούμενη και ζωντανή όπως την πρώτη φορά, και ακόμα περισσότερο.
Η χάρτινη χορεύτρια δεν ξανάκανε ποτέ πιρουέτες γύρω απο τον εαυτό της. Το μόνο που ήθελε πλέον ήταν να κάνει άλματα. Μεγάλα και εντυπωσιακά άλματα για να την βλέπει ο κύριος που τόσο την αγάπησε.
σχόλια