Το πρόγραμμα του Σύριζα για το χρέος θα έπειθε απολύτως εάν ο Σύριζα ήταν γερμανικό κόμμα και ο Αλέξης Τσίπρας υποψήφιος καγκελάριος.
Για να υπόσχεσαι, εννοώ, διαγραφή μέρους του χρέους και αποπληρωμή του υπόλοιπου με ρήτρα ανάπτυξης, πρέπει να βρίσκεσαι στη θέση του δανειστή. Εκείνου που ζητάει -ή δεν ζητάει- πίσω τα λεφτά του. Εάν είσαι εσύ ο οφειλέτης, αυτός που χρωστάει, το αδύναμο μέρος στη σύμβαση, πώς γίνεται να υπόσχεσαι ότι θα αλλάξεις μονομερώς τον τρόπο της εξόφλησης;
«Εμείς θα θέσουμε τους όρους μας και η κυρία Μέρκελ θα τους δεχθεί» δηλώνει ευθαρσώς ο Αλέξης Τσίπρας. «Δεν υπάρχει ούτε μία στο εκατομμύριο να μην τους δεχθεί!» συμπληρώνει και μιλάει για την αλληλεγγύη των λαών της Ευρώπης – λες και η Μέρκελ έχει φανεί ποτέ έως τώρα αλληλέγγυα. «Δεν την συμφέρει να καταστραφούμε!» αποφαίνεται εν κατακλείδι, αποκαλύπτοντας δημόσια ό,τι ο ίδιος θεωρεί ως το πιο δυνατό χαρτί του. Εάν ήταν ο Πέπε, το πιτσιρίκι στον «Αστερίξ στην Ισπανία», «θα κρατήσω την αναπνοή μου μέχρι να σκάσω!» θα συμπλήρωνε.
Στο Βερολίνο, στοιχηματίζω, κάποιοι γελάνε.
Στην Ελλάδα, αντιθέτως, πάρα πολλοί τον πιστεύουν. Ή βάζουν τα δυνατά τους για να τον πιστέψουν.
Η εκστρατεία, της Νέας Δημοκρατίας αποπνέει μούχλα. Η εκστρατεία του Σύριζα μοσχοβολάει ανεδαφική εφηβικότητα του τύπου «θέλουμε τα πάντα και τα θέλουμε τώρα.
Στο μεταξύ, η Νέα Δημοκρατία έχει αποκτήσει ύφος πουριτανής Αρσακειάδας. Δίνει τη μάχη σε ζητήματα χριστιανικής πίστης, καταγγέλλει τον Αλέξη Τσίπρα ότι αντικαθιστά το Άγιο Πνεύμα με το πουλί του τουίτερ, φρίττει και ερυθριά επειδή ο αρχηγός του Σύριζα ξεστόμισε στη Ρόδο τη λέξη «πήδημα».
Αντί να αποϊδεολογικοποιήσει ο Αντώνης Σαμαράς πλήρως το μήνυμά που εκπέμπει, ώστε να ελκύσει όσους αισθητικά, πολιτικά, φιλοσοφικά βρίσκονται στους αντίποδές του μα θα τον ψήφιζαν για να μην κυβερνήσει ο αφερέγγυος –κατά τη γνώμη τους- Σύριζα, σηκώνει το λάβαρο «Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια». Στα μάτια των κεντρώων και των κεντροαριστερών η Νέα Δημοκρατία φαντάζει σήμερα περισσότερο παρά ποτέ σαν την παλιά, κακή Δεξιά.
«Δεν απευθύνεται ο Σαμαράς» εξηγούν κάποιοι επιτελείς του «στον μεσαίο χώρο αλλά στους ψηφοφόρους του Ανεξάρτητων Ελλήνων και της Χρυσής Αυγής». Δεν έχω ακούσει πιο εσφαλμένο σκεπτικό.
Διότι αυτοί οι ψηφοφόροι είτε έχουν τόσο ριζοσπαστικοποιηθεί κατά τα χρόνια της κρίσης ώστε –ακολουθώντας την Ραχήλ Μακρή- θα πήγαιναν ευκολότερα στον «ανατρεπτικό» Σύριζα παρά θα επέστρεφαν στην «συστημική» Νέα Δημοκρατία. Είτε θα ψήφιζαν έτσι κι αλλιώς τον Αντώνη Σαμαρά, ώστε να διατηρήσουν τα λίγα έστω που τους έχουν απομείνει.
Η εκστρατεία, κοντολογίς, της Νέας Δημοκρατίας αποπνέει μούχλα. Μπαγιάτικη ανάσα καντηλανάφτη.
Η εκστρατεία του Σύριζα μοσχοβολάει ανεδαφική εφηβικότητα του τύπου «θέλουμε τα πάντα και τα θέλουμε τώρα», «η φαντασία στην Εξουσία» (το δήλωσε ρητά και ο εξαιρετικός ομότεχνός μου Βασίλης Αλεξάκης στην «Αυγή») ή –όπως έγραφε ο Μανώλης Ρασούλης- «τι να τα κάνεις τα λεφτά όταν δεν έχεις φράγκο.»
Καταιγιζόμενοι οι Έλληνες πολίτες από τα παραπάνω ευτράπελα και φαιδρά μηνύματα, καλούνται να αποφασίσουν σε δέκα μέρες ποιός θα τους κυβερνήσει. Καθώς δε ο Σύριζα φρόντισε κατηγορηματικά να αποκλείσει το ενδεχόμενο συνεργασίας με το Ποτάμι ή με το Πασόκ, η προτροπή των ενδιάμεσων κομμάτων «ψηφίστε τον καλύτερο μπαλαντέρ» μάλλον πηγαίνει περίπατο.
Στην ουσία, στις 25 Ιανουαρίου, θα αναμετρηθούν δύο κόσμοι, με κριτήρια εξόχως πολιτικά καθόλου όμως ιδεολογικά: Ο κόσμος όσων κρίνουν ότι έχουν να ζημιωθούν προσωπικά άμα τα πράγματα πάνε κατά διαόλου. Με τον κόσμο όσων πιστεύουν πως τα έχουν ήδη χάσει όλα και η οποιαδήποτε, συνεπώς, αλλαγή μονάχα σε καλό μπορεί να τους βγει.
Εάν οι πολίτες λειτουργούσαν με γνώμονα τη λογική. Εάν οι πολιτικοί μιλούσαν με ειλικρίνεια. Τότε η πρόβλεψη του αποτελέσματος των εκλογών θα ήταν πανεύκολη:
Θα αθροίζαμε, από τη μια, εκείνους που τα εισοδήματά τους δεν τους αρκούν για να περάσουν τον μήνα και θα τους προσμετρούσαμε στον Σύριζα.
Θα μαθαίναμε, από την άλλη, πόσα ακριβώς λεφτά πρέπει να βγάζεις και πόσες καταθέσεις να έχεις στην τράπεζα ώστε να θεωρηθείς από τον Αλέξη Τσίπρα πλούσιος και να κληθείς να επωμιστείς το βάρος της κρίσης. Και θα εγγράφαμε όλους τους «πλούσιους» στη δύναμη της Νέας Δημοκρατίας.
Οι άνθρωποι, δυστυχώς, ρέπουν από τη φύση τους προς τις αυταπάτες. Και οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης -πολιτικοί, διαφημιστές, παπάδες- το εκμεταλλεύονται ανενδοίαστα. Κερδίζουν σχεδόν πάντα θολώνοντας τα νερά.
Το ζητούμενο για τον πολίτη είναι να παραμερίσει τόσο τα εικονίσματα και τις ψαλμωδίες της Νέας Δημοκρατίας όσο και τις ποιητικές υπερβατικές αρλούμπες του Σύριζα και να ψηφίσει με κριτήριο το πορτοφόλι του. Τόσο απλά, τόσο ρεαλιστικά, τόσο κυνικά. Ας κρατήσουμε τα συναισθήματα, τη φαντασία, τον ρομαντισμό μας για την τέχνη. Κυρίως δε για τον έρωτα.
Η πεποίθηση των δημοσκόπων ότι ο κύβος έχει ριφθεί δεν με βρίσκει σύμφωνο. Ένα μεγάλο ποσοστό ψηφοφόρων θα αποφασίσει –πιστεύω- στο παραπέντε, και μέσα στο παραβάν ακόμα, προτάσσοντας ό,τι μας κράτησε ζωντανούς ως είδος στους αιώνες των αιώνων: Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης.
Όλα τα ενδεχόμενα παραμένουν ανοιχτά.
σχόλια