Είναι Τετάρτη απόγευμα και λίγο πριν νυχτώσει φτάνουμε στο κοινωνικό φαρμακείο Βύρωνα. Οι εθελοντές με φακούς και κεριά εξυπηρετούν άνεργους και ανασφάλιστους. Τους δίνουν δωρεάν φάρμακα και οδηγίες, παίρνουν τηλέφωνα σε υπηρεσίες. Δεν έχουν ρεύμα γιατί δεν έχουν λεφτά να πληρώσουν τα χαράτσια του οικήματος. «Κάναμε αίτημα για ρεύμα και περιμένουμε. Υποτίθεται ότι το δουλεύουν. Εμείς κρατάμε τα λεφτά για φάρμακα και ό,τι χρειάζεται ο κόσμος, δεν έχουμε χρήματα να πληρώσουμε το χαράτσι και το ρεύμα του χώρου» μου λέει η Αθανασία, εθελόντρια εδώ και δυο χρόνια.
Η εξυπηρέτησή τους μου θυμίζει κανονικό φαρμακείο. Άλλωστε, όπως λένε και οι ίδιοι, δεν είναι εκεί για να βοηθήσουν σας άλλος Ερυθρός Σταυρός, αλλά για να δείξουν πώς θα έπρεπε να λειτουργούν οι δημόσιες υπηρεσίες πρόνοιας.
Μια κυρία μπαίνει σιωπηλά στο φαρμακείο. «Καλώς την κυρία Ελένη» λέει ο κύριος Δημήτρης, εμπνευστής του κοινωνικού φαρμακείου και πρώην ασυρματιστής του εμπορικού ναυτικού. «Είχα τάσεις αυτοκτονίας σήμερα. Γι’ αυτό ήρθα. Έχω φάρμακα αλλά έπρεπε να έρθω. Αν δεν ερχόμουν σε σας, δεν ξέρω τι θα γινόταν». Την ακούω με βουρκωμένα μάτια και παίρνω το θάρρος να της μιλήσω. «Είμαι θαμώνας» μου λέει και χαμογελάει με όλη της την δύναμη. «Ήρθα να πάρω τις σταγόνες μου. Είμαι τελείως άπορη και δεν έχω τίποτα από πουθενά, κανένα εισόδημα. Παράλληλα, είμαι άρρωστη ψυχολογικά και παθολογικά. Έχει σκοτωθεί το παιδί μου, δεν έχω στήριξη από πουθενά. Εδώ βρήκα την στοργή, την αγάπη, την γαλήνη, την ηρεμία και την συμπαράσταση που μπορεί να προσφέρει ο άνθρωπος προς τον άνθρωπο. Γιατί έχω διαπιστώσει ότι αυτή την περίοδο της κρίσης οι περισσότεροι άνθρωποι κοιτάζουν τον εαυτό τους και δεν συμμετέχουν. Αυτό που έχει γίνει εδώ είναι πρωτοφανές και δίνω πολλά συγχαρητήρια σε αυτούς τους ανθρώπους. Νιώσαμε λύτρωση με την δημιουργία του κοινωνικού φαρμακείου». Της χαμογελάω με όση αισιοδοξία μου έχει απομείνει, παίρνει το φάρμακό της και φεύγει.
σχόλια