Σάββατο πρωί, στάση ΚΤΕΛ, Πατήσια. Με το κεφάλι σχεδόν μέσα στον κάδο ένας άνθρωπος γύρω στα 25 ψάχνει. Ανακαλύπτει ένα σακούλι με μια μισοφαγωμένη πίτσα. Ξεκινάει να τρώει με βουλιμία.
Μια γυναίκα που περιμένει το λεωφορείο κάτι του λέει. Ο μόνος λόγος που με αναγκάζει να βγάλω τα ακουστικά είναι η γλώσσα του σώματος. Μοιάζει σαν να του κάνει παρατήρηση. Ακούω. «Πως μπορείς ρε παιδί μου και το τρως. Θα πάθεις τίποτα. Για όνομα του Θεού» καταλήγει.
Εκείνος, με το στόμα μπουκωμένο με την μισοφαγωμένη πίτσα, της λέει ότι έχει να φάει τρεις μέρες και προσπαθεί να πει κάτι για το πόδι του, αλλά δεν μπορεί να σταυρώσει κουβέντα. Η γυναίκα δεν τον αφήνει να πει το παραμικρό. Του επαναλαμβάνει ότι δεν είναι σωστό να αναζητεί στους κάδους φαγητό, ότι πρέπει να βρει να φάει κάπου αλλού, ότι καταστρέφει με αυτόν τον τρόπο τον εαυτό του, την υγεία του.
Ακόμα και αν είσαι μέσα στην μουντζούρα από την κορυφή ως τα νύχια με ένα κομμάτι μισοφαγωμένη πίτσα στο χέρι που μόλις ανακάλυψες σε έναν κάδο, στον κόσμο αυτής της γυναίκας δεν έχεις το παραμικρό επιχείρημα που θα την κρατήσει με το στόμα κλειστό, για να σε ακούσει λίγα δευτερόλεπτα. Ο νεαρός απομακρύνεται. Το λεωφορείο έρχεται.
Λίγα λεπτά μετά φτάνουμε στα διόδια. Από την μια άκρη ως την άλλη ναζιστές με σημαίες ελληνικές και δικές τους έχουν παραταχθεί. Δεν ακούμε κανένα σύνθημα. Αρκεί μόνο η παρουσία τους. Η κατάντια μας.
Ο κόσμος μας μου φαίνεται μισοφαγωμένος. Σαν ένα κομμάτι πίτσας πεταμένο μέσα στον κάδο.
σχόλια